Του Οκτώβρη - Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά
«Το μεσημέρι καίει το μέτωπό του, το βράδυ δεν αντέχει στο σκοτάδι». Ένα ώριμο αναποφάσιστο παιδί είναι ο Οκτώβρης, που δεν ξέρει πούθε κρατά η σκούφια του, απ’ το όψιμο καλοκαιράκι ή απ’ το χειμώνα που ’ρχεται; Εκείνο το ολόγιομο φεγγάρι του δεν το άφησε ούτε σε χλωρό ούτε σε ξερό κλαδί, το φανέρωνε, το τύλιγε στα σύννεφα σαν νεοφώτιστο βρέφος στις φασκιές του, άλλοτε άφηνε μια άκρη έξω, ένα πονηρό μάτι να βλέπει και να βλέπεται. Καταλάγιασε τους βοριάδες κι ήρεμες ακόμη οι θάλασσες σουρμαλούν* τις γιαλόπετρες, τραγουδούν παρέα τους. Ρόδια πορφυρογέννητα κρέμονται, όπου στρέψεις το μάτι. Είναι ο μήνας «επί των τιμών» του πατρικού σπιτιού κι έτσι μπαινοβγαίνω σαν σκιά από το χθες.
Πρέπει να σπάσω τα αμύγδαλα, που μας έφερε από τα Βάτικα η νονά. Ζεματισμένα πια, θα τα σφίγγω στα δάχτυλά μου, να «σπάσουν τα νερά» κι ο νερουλιασμένος «σάκος» τους, να γεννηθεί η δικοτυλήδονη άσπρη ψίχα, έτοιμα για τα αμυγδαλωτά. Και καρύδια μας έστειλαν από το Μαυρολιθάρι. Φιλίες «εκ φιλοξενίας», ομηρικής καταγωγής, ευγνωμοσύνες αιώνιες. Μια κουμπαριά τρίτης γενιάς, που σαν βρεθεί στο κατώφλι μας, θα φάει, θα πιει, θα βρει μια γωνιά να ξαποστάσει. Κι ύστερα τα καλούδια απ’ το χωριό τρεις φορές το χρόνο, Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο, έφταναν σε χαρτόκουτα. Θα σπάσω και τα καρύδια με υπομονή για την καρυδόπιτα κι ύστερα θα τα κοπανίσω στο πορσελάνινο γουδί, το χοντρό ολόασπρο γουδί με το μισερό γουδοχέρι, που του ’λειπε ένα κομμάτι στο λεπτό του σημείο. Γουδί ποιότητας από το Χημείο της Α.Κ.Ε.Λ.* είχαμε στο κουζινάκι μας κι εμείς ζηλεύαμε εκείνο το ογκώδες, το χοντροκομμένο, το ξύλινο της θειας Θοδώρας, δεμένο με σύρμα στην περιφέρειά του γιατί είχε ραγίσει. Έτσι πληγωμένο το κοπανούσαν ακόμη, «το γουδί το γουδοχέρι», κι ήταν πάντα λαδωμένο το ξύλο του από το καρυδέλαιο, μοσχοβολιστό από το γαρίφαλο ή τον γλυκάνισο που λιανίζανε στα σπλάχνα του. Περίμενα τα τελευταία τρίμματα που απόμεναν στο γουδί, να βάλω ζάχαρη και σπόρους ροδιού, που είχα κρατημένους, για να γευτώ τη θεσπέσια γεύση τους. Κι εκείνο το μπουκαλάκι με το φαρδύ στόμιο που είχε η μάνα μέτρο για το λάδι στο μαγείρεμα από το Χημείο της Α.Κ.Ε.Λ. ήταν κι έχανε το μπούσουλα χωρίς αυτό.
Η οκτωβριανή αυλή μας είχε πρόσωπο αγιοδημητριάτικο με το ολάνθιστο από χρυσάνθεμα περιβολάκι, που γέμιζε τα μάτια. Οι τοίχοι ολόγυρα γίνονταν πιο κίτρινοι από την υγρασία ή καμιά ξαφνική μπόρα. Η κληματαριά φυλλορροούσε διαρκώς κι άνοιγε ο φεγγίτης πάνω από την πόρτα, έβλεπε ουρανό, μα το κιόσκι, συνεταιρικό πλεκτό με την περικοκλάδα, δεν είχε ακόμη σκελετωθεί. Έρχεται, έρχεται τ’ Αϊ-Δημήτρη η γιορτή!
*σουρμαλώ (τουρκ.) = σέρνω
* Α.Κ.Ε.Λ.= Ανώνυμος Κεραμευτική Εταιρεία Λαυρίου
Για το BOOK TOUR, Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά.
Ιστορικός/Αρχαιολόγος - Συγγραφέας
Βιογραφικό
Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά γεννήθηκε το 1947 στο Λαύριο Αττικής από γονείς πρόσφυγες (Πέραμος Κυζικηνής χερσονήσου- Κερτς Κριμαίας).
Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγήτρια στον νομό Ροδόπης.
Παράλληλα αρθρογραφούσε περιστασιακά σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, επιμελήθηκε εκδόσεις της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας –Θράκης, έγραψε τουριστικό οδηγό για τον Δήμο Μαρώνειας και άλλα τουριστικά φυλλάδια. Πήρε, επίσης, μέρος σε συλλογική έκδοση της Ένωσης Φιλολόγων ν. Ροδόπης «Η ξένη Λογοτεχνία στη Β/θμια Εκπαίδευση».
Βιβλία της:
1. «…μύριζε γαζία», εκδόσεις Διάνυσμα, βιωματικά αφηγήματα, 2014
2. «Τα λουμινάκια», εκδόσεις ΑΩ, νουβέλα, 2017.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη