ΤΟ ΜΠΑΟΥΛΟ ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ Η ιστορία ενός βιβλίου

2018-09-24 17:37
 
Μπορεί Το μπαούλο στη σοφίτα να φαίνεται, με μια πρώτη ματιά, ένα παιδικό αφήγημα, δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Είναι κάτι πολύ περισσότερο για μένα. Είναι μια κατάθεση ψυχής, μια απόθεση αναμνήσεων και ευχάριστων προσωπικών στιγμών, που ο χρόνος άφησε ανέγγιχτες μέσα στην καρδιά και το μυαλό μου.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο μεγάλες χρονικές βαθμίδες. Αρχικά, ο ήρωας βρίσκεται στο παρόν, όπου αρχίζει τη διήγησή του. Στη συνέχεια, η ιστορία μας μεταφέρει στο παρελθόν, όπου ο αναγνώστης ταξιδεύει μαζί με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον μικρό Αλέξανδρο, σε μια μαγευτική χώρα, περνώντας μια υπέροχη περιπέτεια, για να ξαναγυρίσουμε στο παρόν και η περιπέτεια να τελειώσει. Το βουνό των Κενταύρων, το Πήλιο, είναι ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα του παρελθόντος. Κι αυτό γιατί είναι το αγαπημένο μέρος των παιδικών μου καλοκαιριών, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι με τον χρόνο, όπου ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ξαναζήσει κάποιες στιγμές από την παιδική του ηλικία που θα του θυμίσει ο μικρός πρωταγωνιστής. Γιατί η έμφαση που δίνεται με την αφήγηση είναι η σημασία της παιδικής ηλικίας και ο ρόλος της φαντασίας στη ζωή του παιδιού. Το εξηγεί και ο Άνθος, το ξωτικό του μπαούλου, στον μικρό Αλέξανδρο, στο απόσπασμα που ακολουθεί:
...Λοιπόν, πρόσεξε, για να καταλάβεις. Μαζί με κάποιους φίλους μου προσπαθούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να μη χάσουν την πλούσια φαντασία τους, γιατί έτσι θα πάψουν να ονειρεύονται και θα μεγαλώσουν σε έναν κόσμο ασπρόμαυρο, όπου δε θα υπάρχει χρώμα και όμορφα πράγματα, παρά μόνο σοβαροί και προγραμματισμένοι άνθρωποι, που δε θα έχουν χρόνο για τίποτε που να ξεφεύγει από τα αυστηρά πλαίσια των οργανωμένων δραστηριοτήτων τους!
Είναι δύσκολο να διατηρήσουμε μέσα μας το παιδί που ήμασταν κάποτε. Ίσως τίποτε γύρω μας να μην μας βοηθάει. Είναι απαραίτητο, όμως, όλοι να βρούμε κάποιον τρόπο, έστω να νιώθουμε τη σκιά του...! Για μένα ο τρόπος αυτός είναι το γράψιμο. Πήρα λοιπόν αυτό το μπαούλο, το άνοιξα και άφησα τον Άνθο να με οδηγήσει στην πανέμορφη χώρα του, εκεί όπου του υποσχέθηκα να διατηρήσω για πάντα στη μνήμη μου όλα όσα είδα, όλα όσα έζησα εκείνα τα καλοκαίρια, που τι δεν θα έδινα να ζούσα έστω και μία... μέρα τους, με τον παππού και τη γιαγιά. Και μετά... έγραψα... Κράτησα την υπόσχεσή μου. Όχι μόνο γιατί έζησα τότε τα πιο υπέροχα καλοκαίρια της ζωής μου, αλλά και γιατί θέλω να μπορούν και τώρα να ζουν έτσι τα παιδιά, όσο κι αν οι καιροί έχουν αλλάξει. Εύχομαι, πραγματικά, όλα τα παιδιά να ζουν στιγμές αξέχαστες, γεμάτες από όμορφες και χαρούμενες εικόνες, γεμάτες από παππού και γιαγιά, από ξεγνοιασιά και ανέμελες καλοκαιρινές εξερευνήσεις.
Έτσι έγραψα Το μπαούλο στη σοφίτα. Από την ανάγκη όχι μόνο να ξαναθυμηθώ, αλλά να καταφέρω να μείνουν για πάντα στη μνήμη μου εκείνες οι ανεπανάληπτες στιγμές της τρυφερής παιδικής ηλικίας. Και βέβαια, υπήρχε και μια άλλη μεγάλη ανάγκη· να αποτυπώσω, έστω και στο ελάχιστο, μία μικρή εικόνα της ιστορίας που κάποτε εκτυλίχθηκε στον Άγιο Βλάσιο Πηλίου, εκείνα τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, όταν οι Γερμανοί κατακτητές έκαψαν το χωριό. Είναι μια ιστορία που την έχω ακούσει τόσες φορές από τον πατέρα μου και κάθε φορά η συγκίνηση είναι η ίδια, η φόρτιση η ίδια, αλλά και η απορία για το πόσα αποθέματα ψυχικού μεγαλείου και υπομονής είχαν τότε οι άνθρωποι, που, ενώ είδαν το βιος τους να καίγεται, εκείνοι κατάφεραν και ορθοπόδησαν. Κατάφεραν και ξεκίνησαν από την αρχή, με μόνη παρηγοριά ότι ήταν όλοι μαζί...

Και ο παππούς αρχίζει την ιστορία, για μία ακόμη φορά:

«Ήταν Γενάρης του 1944. Στο πιο πάνω χωριό από το δικό μας είχαν σκοτώσει έναν Γερμανό, και οι Γερμανοί, σε αντίποινα, όπως γινόταν συνήθως, διέταξαν να αδειάσει το χωριό από τα γυναικόπαιδα και να το κάψουν. Το σήμα δόθηκε, αλλά η μοίρα και η ζωή, δυστυχώς, παίζουν πολύ περίεργα παιχνίδια. Από λάθος υπολογισμό, θεωρήθηκε ότι ήταν το δικό μας χωριό που έπρεπε να καεί. Όλους τους άντρες θα μας μάζευαν και οι γυναίκες και τα παιδιά έπρεπε να φύγουν γρήγορα, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους. Τα υπάρχοντά μας θα τα έπαιρναν όλα οι κατακτητές και μετά θα έκαιγαν τα άδεια σπίτια μας. Ο μπαμπάς σας ήταν μικρό παιδάκι, μικρότερος από σένα Αλέξανδρε, αλλά αυτές οι στιγμές έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη του. Εγώ έφυγα κρυφά και είχα συνεννοηθεί με τη γιαγιά σας πού θα βρισκόμασταν, αν όλα πήγαιναν καλά. Η γιαγιά έμεινε πίσω με τον μπαμπά και το θείο σας να δουν αυτή την καταραμένη διαταγή να εκτελείται, να δουν το βιος μας να εξανεμίζεται… Και ήρθε ο Γερμανός αξιωματούχος και με το όπλο τεντωμένο έδιωχνε τη γιαγιά σας από το σπίτι. Αυτός μπήκε με την ακολουθία του κι αφού πήραν ό,τι μπόρεσαν από τα καλά μας πράγματα και την περιουσία μας, έβαλαν φωτιά. Η γιαγιά σας με τα δυο παιδιά άρχισαν την περιπλάνηση μέσα από τις ρεματιές, για να με βρουν. Στο δρόμο συναντούσαν διάσπαρτα σώματα από κάποιους κακόμοιρους συγχωριανούς μας που δεν τα κατάφεραν να ξεφύγουν από την οργή και το μίσος του κατακτητή. Πολύ αργότερα, και μέσα στην αγωνία, βρεθήκαμε. Ήμουν σε άσχημη κατάσταση, αλλά ζωντανός. Ούτε εγώ, αλλά ούτε και τα παιδιά θα ξεχάσουμε ποτέ τις κουβέντες της γιαγιάς σας εκείνη τη στιγμή, όταν τη ρώτησα αν τελικά κάηκε το σπίτι μας. Δε με νοιάζει, καλέ μου, ας τα έκαψαν όλα, ας μας πήραν τα πάντα. Αρκεί που είσαι εσύ ζωντανός».
Κάθε φορά που ο παππούς φτάνει σ’ αυτό το σημείο, σηκώνεται και πάει να πιει νερό. Στην πραγματικότητα, όμως, δε θέλει να δουν τα παιδιά ένα μεγάλο και βαρύ από τις αναμνήσεις δάκρυ που έχει μαζευτεί στην άκρη των ματιών του, εδώ και αρκετή ώρα, και, μην αντέχοντας άλλο, αυλακώνει τα μάγουλά του. Η γιαγιά χαμηλώνει το κεφάλι, νιώθοντας κι αυτή το ίδιο τσίμπημα στην καρδιά, αλλά ταυτόχρονα, την ίδια ανακούφιση, αφού τώρα βρίσκεται εδώ, περιτριγυρισμένη από τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Κι ο παππούς συνεχίζει...
«Τους πήρα τότε όλους στην αγκαλιά μου και κλαίγαμε και από χαρά που βρεθήκαμε ξανά, αλλά και από πίκρα για την άδικα χαμένη περιουσία μας και από απελπισία για το τι θα γινόμασταν από δω και πέρα. Αυτά, όμως, έχει ο πόλεμος. Όλοι χάνουν κι από κάτι. Εμείς, ευτυχώς, χάσαμε μόνο υλικά πράγματα. Είχαμε ο ένας τον άλλο, κι αυτό μας έφτανε. Από τότε φιλοξενηθήκαμε για λίγο καιρό σε κάτι ξαδέρφια μου στο παρακάτω χωριό. Πάντα, βέβαια, κινούμασταν με προσοχή, για να μη δίνουμε στόχο, μια και δεν επιτρεπόταν να μένουν πολλά άτομα μαζί, όταν, μάλιστα, δεν ήταν εκεί από την αρχή.»
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, χτίσαμε αυτό το σπίτι, όπως το γνωρίσατε εσείς, καλά μου παιδιά. Δεν είναι το ίδιο αρχοντικό σπίτι με το παλιό, αλλά δεν παύει να είναι από τα ωραιότερα σπίτια του χωριού».
. . . Και είχε δίκιο να καμαρώνει ο παππούς, γιατί κατάφερε να κάνει την καρδιά και την απελπισία του πέτρα και να δημιουργήσει μια καινούργια ζωή, να κάνει μια καινούργια αρχή για όλη την οικογένεια. Μα κι αυτό είναι που τον στήριξε. Αυτή η οικογένεια. Η γιαγιά με την αγάπη και την υπομονή της ήταν που έβαλε τα πρώτα θεμέλια στο νέο σπίτι. Και ήταν τα πιο γερά.
Όλη η αφήγηση αφήνει ένα άρωμα παιδικής ηλικίας και αθωότητας, ένα άρωμα που, δυστυχώς, όταν τελειώνει, δεν μπορούμε να το ξαναβρούμε, παρά μόνο με τις αναμνήσεις και τις θύμισες από κάποια υπέροχα χρόνια. Είναι ένα άρωμα από καλοκαίρια στο Πήλιο, από παππού και γιαγιά, από παιχνίδια και ατέλειωτες εξερευνήσεις.
Θέλω να πιστεύω πως πραγματοποίησα όσο καλύτερα γινόταν την υπόσχεση που είχα δώσει στο μικρό μου συνταξιδιώτη, όταν πριν από μόλις… τριάντα χρόνια μου χάρισε αυτή την απίστευτα μαγευτική εμπειρία, και που δεν ήταν λίγες οι φορές που νόμισα πως από κάποια γωνιά με παρατηρούσε ευχαριστημένος.
Πόσο γρήγορα, αλήθεια, περνάνε τα χρόνια! Τόσο γρήγορα, που μεγαλώνουμε χωρίς να το καταλάβουμε. Κι εκεί που είμαστε οχτώ χρονών παιδιά και ψαχουλεύουμε στη σοφίτα της γιαγιάς και του παππού, βρισκόμαστε να είμαστε μεγάλοι και σοβαροί άνθρωποι, να τρέχουμε αγχωμένοι στις δουλειές μας και τις υποχρεώσεις μας. Δεν έχουμε χρόνο πια για να ξεφυλλίζουμε, ανέμελα, παλιά κιτρινισμένα περιοδικά, όπως έκαναν, εκείνα τα όμορφα χρόνια, ο μικρός Αλέξανδρος και τ’ αδέλφια του. Μα κι ο παππούς και η γιαγιά δεν είναι πια εκεί. Έφυγαν για το δικό τους μαγικό ταξίδι…
Λυπάμαι που δεν μπορώ να ξαναπάω πια στη σοφίτα εκείνη του πηλιορείτικου σπιτιού μας, τη γεμάτη μαγεία, μυστήριο και όνειρα, τη γεμάτη από παππού και γιαγιά. Το μπαούλο, όμως, μένει πάντα στην ίδια θέση, έτοιμο για περιπέτεια, έτοιμο να πετάξει σε κόσμους, όπου μόνο παιδικές ψυχές μπορούν να γνωρίσουν.
 
Για το BOOK TOUR, Γραμμένη Πουρνή.
 
Η φωτογραφία μου
Ακολουθήστε την αρθρογράφο στη σελίδα της "Ξαναδιαβάζοντας κλασικά παιδικά βιβλία" goo.gl/JWdJQT.
Περιηγηθείτε στο ιστολόγιό της "Παιδικό-Εφηβικό βιβλίο" -https://paidiko-efivikovivliokaipaidi.blogspot.com/- όπου πέρα από λεπτομερείς βιβλιοκριτικές θα βρείτε αφιερώματα και απολαυστικές συνεντεύξεις από τον χώρο της παιδικής/εφηβικής λογοτεχνίας. 
 

Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!

Βραχεία λίστα

Κρατικών Βραβείων Κύπρου

Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους

- Θεοφάνης Θεοφάνους
Σχεδιασμός Εξωφύλλου - Οπισθοφύλλου:
Βιβή Μαρκάτου
Ποίηση για μεγάλα παιδιά και εφήβους
Εργαστήριο Συγγραφής-Εκδόσεις Αλάτι
Τιμή: 10 ευρώ
ISBN: 978-618-85110-3-3
64 σελ.
 
Αποκτήστε το άμεσα από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Αλάτι.
ή στείλτε email δηλώνοντας απλώς τ' όνομά σας, τον αριθμό αντιτύπων που επιθυμείτε κι εμείς θα επικοινωνήσουμε μαζί σας.
ekdoseisalati@gmail.com
 
* Οι παραγγελίες θα συνοδεύονται από μία χειροποίητη καρδούλα - οριγκάμι σελιδοδείκτη

 

ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη

- Θεοφάνης Θεοφάνους
Επιμέλεια-Διόρθωση: Άννα Γρίβα
Σύμβουλος σελιδοποίησης-DTP: Κωστής Μακρής
Σχεδιασμός Εξωφύλλου-Οπισθοφύλλου: Βιβή Μαρκάτου
Εφηβική ποίηση
Εργαστήριο Συγγραφής - Εκδόσεις Αλάτι
Τιμή: 10 ευρώ
ISBN: 978-618-86322-1-9
σελ. 80
 
Αποκτήστε το άμεσα από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Αλάτι.
ή στείλτε email δηλώνοντας απλώς τ' όνομά σας, τον αριθμό αντιτύπων που επιθυμείτε κι εμείς θα επικοινωνήσουμε μαζί σας.
ekdoseisalati@gmail.com
 
* Οι παραγγελίες θα συνοδεύονται από μία χειροποίητη καρδούλα - οριγκάμι σελιδοδείκτη