Σιδηρά Πόπη-Άγγελοι και παιδικός καρκίνος (Ανέκδοτο κείμενο)
Άγγελοι και παιδικός καρκίνος
Μια πραγματική ιστορία
πηγή εικόνας: διαδίκτυο
2016-2017
Όλα ξεκίνησαν από ένα όνειρο που είδε η μαμά. Γράφαμε, λέει, εσύ κι εγώ ένα παραμύθι. Αυτό το παραμύθι ήταν η κοινή μας ιστορία. Η ιστορία δέκα χρόνων. Ιστορία και παραμύθι όμως δε συμβαδίζουν. Μπορούμε όμως να γράψουμε ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έτσι δε θ’ απογοητεύσουμε κανέναν, τι λες;
Η μαμά με ενέπνευσε να γράψω. Θέλω να συγκινήσουμε ν’ αστειευτούμε να περάσουμε μηνύματα να βολτάρουμε παιδί μου, όπως άρεσε σ’ εσένα και όπως εξακολουθεί ν’ αρέσει και σ’ εμένα παρά τις δυσκολίες μας. Σκέφτηκα πως θέλω να γράψω για σένα και τον επίμονο και χωρίς όρια αγώνα που έδωσες. Έναν αγώνα για επιβίωση με αξιοπρέπεια. Έναν αγώνα για τη ζωή. Κι έτσι θέλησα να αναφερθώ και σε άλλα γεγονότα που έχουν να κάνουν και με άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντός σου. Και από τώρα ξεκινάει η ιστορία Μιχαήλ. Η δική σου ιστορία, γλυκό μου αγόρι. Μέσα από τη δική σου ιστορία θα προσπαθήσω να φτιάξω μια ακόμη ιστορία. Η ιστορία αυτή θα είναι το μυστικό μας ως τον επίλογο.
Και τώρα στέκομαι μπροστά σου μα αυτή τη φορά τα πάντα είναι τόσο διαφορετικά σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συνάντησή μας. Βλέπω τα λουλούδια ριγμένα πάνω σου, ριγμένα πάνω στο χώμα που σε σκεπάζει. Δεν ήρθα εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούσα να έρθω. Ξέρεις άλλωστε το λόγο. Σ’ αποχαιρέτησα όμως με το δικό μου τρόπο. Δίνοντας και παίρνοντας αγάπη.
Ήρθα πέντε μέρες μετά με τον κ. Στέλιο-όπως συνήθιζες να προσφωνείς τον άντρα μου- και που ήταν από τις λίγες φορές, που κοντοστάθηκε χωρίς να σου μιλάει. Το χώμα σου περίμενε τον μαρμάρινο τάφο σου. Σου αφήσαμε τα άσπρα λουλούδια σου. Χρυσάνθεμα ήταν. Δεν μπόρεσα να κλάψω αλλά έκλαψα όταν το έμαθα. Είχα πει στον κ. Στέλιο να μη μου πει το άσχημο νέο, που όλοι περιμέναμε, παρά μόνο από κοντά. Και όταν ήρθε στο σπίτι κοιμόμουν. Με χάιδεψε και μου είπε: - Ο Μιχαήλ έγινε άγγελος στον ουρανό. Εγώ νόμιζα πως με ρωτούσε το πλήρες όνομά σου μιας και ψάχναμε για δότες αιμοπεταλίων-είχες κάνει την επιθυμητή μεταμόσχευση- κι εγώ του είπα: -Ναι, το όνομά του είναι Μιχαήλ Άγγελος. Εκείνος επανέλαβε: - Ο Μιχαήλ έγινε άγγελος στον ουρανό, με πιο καθαρή φωνή. Και τότε κατάλαβα. Και τότε έκλαψα.
Δε φόρεσα μαύρα ρούχα. Το πένθος με κυρίευε έτσι κι αλλιώς. Αλήθεια σου λέω πότε δεν περίμενα ότι θα σε χάσω. Σκεφτόμουν ένα ποίημα του Κ. Παλαμά. Ο δικός μου ο δάσκαλος στην έκτη δημοτικού μας είχε πει να μάθουμε μια συγκεκριμένη στροφή απ’ έξω. Εγώ την έμαθα και τη θυμάμαι ως και σήμερα. Το ποίημα το είχε γράψει για τον δικό του γιο που τον είχε χάσει. Το ποίημα; Ο Τάφος. Και ξαναήρθα μετά από σαράντα μέρες. Το μαρμάρινο μνήμα σου ήταν πια μπροστά μου. Η φωτογραφία σου, τα δεκαπέντε σου χρόνια, τα κεράκια, οι άγγελοι γύρω σου… ένα πανό της αγαπημένης σου ομάδας, λουλούδια, πολλά λουλούδια, παντού άσπρα λουλούδια. Ούτε τα δεκαπέντε σου χρόνια δεν είχες κλείσει κι έτσι το άσπρο χρώμα των λουλουδιών, τα χρυσάνθεμα, πλημμύριζαν το μνήμα σου.
Έβρεχε τόσο πολύ! Τέλος Γενάρη και κρύο πολύ. Η αδελφή σου, η Μαρία, μας δάνεισε την ομπρέλα της. Είδα τη μαμά, τον μπαμπά, τα δυο σου αδέρφια… Εκείνη την ημέρα έκλαψα πολύ. Μ’ αγκάλιασε η μαμά, όταν πήγαμε σπίτι και μου είπε: -Μην κλαίς. Θα σκεφτόμαστε, ότι έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι για να σπουδάσει. Κι εμείς δεν έχουμε χρήματα να πάμε να τον επισκεφθούμε. Έτσι κι αλλιώς είχε πάντα το φευγιό μέσα του. Τότε την είδα να κλαίει αλλά μόνο στην αγκαλιά μου. Έτσι είναι η Άννα. Δε θέλει κλάματα. Θρηνεί με τον δικό της τρόπο.
Το παράλογο που τελικά ήταν λογικό; Δεν ξέρω. Μετά από δέκα περίπου χρόνια έπρεπε να είναι λογικό για όλους μας. Και για μένα τη δασκάλα σου. Εγώ η κ. Πόπη ήθελα να γράψω για σένα και για μένα. Ένα μικρό βιβλίο αφιερωμένο στη μνήμη σου. Αφιερωμένο στη μνήμη σου, στις αναμνήσεις μου, που μου είναι δύσκολο να τις βάλω σε σειρά. Αφιερωμένο στην αγαπημένη οικογένειά σου, που στάθηκαν δίπλα σου με περίσσια δύναμη, αξιοπρέπεια, θάρρος, θράσος και υπομονή απέναντι στη λευχαιμία. Τέλος, αφιερωμένο στα καρκινοπαθή παιδιά και τις οικογένειές τους που παλεύουν με τον καρκίνο. Αφιερωμένο στη ζωή και στο θάνατο. Ξέρεις ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής κι έτσι τον ξορκίζουμε. Σκεφτόμουν… Κι αν υπάρχει άλλος κόσμος κι αν υπάρχει η αντίπερα όχθη πάλι εκεί θα είσαι Μιχαήλ. Όλα σκόρπια στο μυαλό μου όπως και η ζωή μας. Σκόρπια η ζωή μας. Στιγμές. Όλα είναι στιγμές.
Ήταν αρχές Φεβρουαρίου του 2004, όταν με κάλεσαν από την υπηρεσία μου να διδάξω για το τελευταίο τετράμηνο του σχολικού έτους του 2004. Ήταν το ξεκίνημά μου στο σχολείο. Μίλησα με τη γραμματεία της διεύθυνσης και μου έδωσαν ένα χαρτάκι με δύο ονόματα. Είχε να κάνει με δύο παιδιά που χρειάζονταν κατ’ οίκον διδασκαλία. Δυο παιδιά με διαφορετικές μορφές καρκίνου. Το ένα παιδί ήταν μαθητής της έκτης δημοτικού και το δεύτερο παιδί ήταν ο Μιχαήλ Άγγελος μαθητής της πρώτης δημοτικού. Ήταν σημειωμένα τα ονοματεπώνυμά τους, η τάξη του καθένα και οι αριθμοί των τηλεφώνων τους. Έπρεπε να επικοινωνήσω άμεσα και με τους δύο έτσι ώστε να ξεκινήσει το τέλος του σχολικού έτους το οποίο και τα δύο παιδιά είχαν αφήσει στη μέση εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν. Έτσι ξεκινάει η μικρή μου ιστορία μαζί σου.
Ήμουν λιγάκι «μαγκωμένη», αγχωμένη, έχοντας πλήρη άγνοια της κατάστασης. Καρκινοπαθή παιδιά, κατ’ οίκον διδασκαλία, πρώτη φορά που θα δίδασκα επίσημα. Και τηλεφώνησα.
Ζήτησα τους γονείς του Μιχαήλ Αγγέλου. Μίλησα με τη μητέρα σου την κ. Στεφάνου. Της είπα ποια είμαι και περί τίνος πρόκειται. Την άκουσα ανακουφισμένη και χαρούμενη. Αυτό μου έδωσε θάρρος να συνεχίσω την κουβέντα μας. Άκουγα μια φωνή γεμάτη «ζεστασιά» και ενθουσιασμό. Έτσι έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, πληροφορίες, που χρειαζόμουν για το σπίτι και τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνουμε πέρα από το κομμάτι της διδασκαλίας.
Ρώτησα, έψαξα, βρήκα το σπίτι- με τη βοήθεια του κ. Στέλιου Μιχαήλ-και έτσι ξεκίνησε η διδασκαλία μ’ ένα παιδί της πρώτης δημοτικού δίχως μαλλάκια από τις χημειοθεραπείες αλλά με ένα μόνιμο πλατύ χαμόγελο και από τον ίδιο και από μέρους όλης της οικογένειας.
Κάναμε μάθημα, παίζαμε, λέγαμε ιστορίες… Το πιο αστείο; Έπλαθες ιστορίες παίρνοντας αφορμή από γεγονότα που είχες βιώσει. Είχες στήσει με το μυαλό περίεργο «πάρκο», στον τόπο των καλοκαιρινών σου διακοπών, με δηλητηριώδη φίδια κι εγώ… σε πίστευα! Αλήθεια σε πίστευα!! Και μου έλεγε η Άννα, η μαμά, πως πλάθεις ιστορίες-λογικό για την ηλικία των έξι. Και άλλα τόσα που δε θυμάμαι.
Κάθε φορά, που τελειώναμε με το μάθημα συνηθίζαμε να συζητάμε με την Άννα για την πρόοδο του και την καταραμένη λευχαιμία. Κι έγιναν όλοι κομμάτι της ζωής μου. Κι εσύ κομμάτι του εαυτού μου. Η μεταφορά μου από τα ανατολικά στα δυτικά της Θεσσαλονίκης δύσκολη θα εξηγήσω στο τέλος μα εσύ ξέρεις και αυτό είναι αρκετό. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα, πώς να συμπεριφερθώ σ’ ένα παιδί μ’ ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Η Άννα με είχε διευκολύνει πολύ. Με είχε ενημερώσει από το ξεκίνημά μας. Όχι παπούτσια στο σπίτι. Μου έδινε παντόφλες μόλις ερχόμουν, μάσκα κατά την ώρα της διδασκαλίας. Να μην έρχομαι ποτέ για μάθημα, έστω και με την υποψία ενός κρυολογήματος και θα υπήρχαν φορές, που δε θα ερχόμουν για μάθημα, γιατί θα χρειαζόταν να εισαχθείς στο νοσοκομείο για να κάνεις τις απαραίτητες χημειοθεραπείες. Ήταν σαφής η μαμά σου. Όταν άρχισες να συνέρχεσαι και όλα έδειχναν ότι πήγαιναν καλά, η Άννα μου είπε πως δε χρειάζεται να φοράω πια μάσκα. Έβλεπα μια τόσο ενωμένη οικογένεια παρά την αναμενόμενη αναστάτωση, που μπορεί να φέρει ένας καρκίνος.
Τι να λησμονήσω και τι να θυμηθώ Μιχαήλ; Είπαμε για τα μαθήματά μας και για τις συζητήσεις που έκανα με τη μαμά. Της έλεγα αυτό που έβλεπα. Ένα χαρούμενο, ένα ευτυχισμένο αγόρι. Ήθελε να με πιστέψει. Δεν ήθελα να φύγω, όταν τελειώναμε το μάθημα. Εσύ ήσουν ελεύθερος να παίξεις όταν τελειώναμε αλλά εγώ κουβέντιαζα με τη μαμά. Δεν ήξερες τι ακριβώς συνέβαινε και η μαμά προσπαθούσε, όπως και ο μπαμπάς, ας μην τον αδικούμε συνέχεια για τη μαμά λέμε, να δημιουργήσει ένα κλίμα χαράς στο σπίτι και όλα να γίνουν όσο πιο ανώδυνα μπορούσαν. Ξέρεις ότι ο κ. Στέλιος ξεροστάλιαζε κάτω από το σπίτι σας περιμένοντάς με να τελειώσουμε το μάθημά μας ως τη στιγμή που σας γνώρισε και ειδικά εσένα. Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός ως το τέλος της χρονιάς που πέταξα τη μάσκα κι εσύ άρχισες να βγάζεις μαλλάκια. Ήσουν καλά! Με τη λευχαιμία όμως ποτέ δεν ξέρεις... Μάθαμε και την ώρα, θυμάσαι; Μαζί μας την έμαθε και ο Κωνσταντίνος και μου το λέει ως σήμερα που είναι δεκαοκτώ χρονών. Τρία αδέρφια. Η Μαρία, ο Κων\νος κι εσύ ο Βενιαμίν της οικογένειας.
Και ήρθε το καλοκαίρι. Συνεχίζαμε να κάνουμε παρέα με τη μαμά. Ετοιμαζόμουν να παντρευτώ. Η κ. Πόπη σχεδίαζε το γάμο της κι ήσουν κι εσύ μέρος των σχεδίων της. Παραγαμπρουδάκια εσύ και ο Κωνσταντίνος στα τέλη Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Ήσουν πολύ χαρούμενος. Αυτό ήθελα. Και η κυρία σου παντρεύτηκε κι έχω φωτογραφίες σου. Πολλές φωτογραφίες.
Και περνούσε ο καιρός ήσυχα με τα σαββατοκύριακα να δίνουμε ραντεβού. Ένα σιωπηλό ραντεβού. Περιμέναμε και οι δύο τα Σάββατα για να διαβάσουμε και να πειράξει ο ένας τον άλλο. Ποιο παιδί θέλει να κάνει μάθημα και το Σάββατο ή την Κυριακή; Κανένα. Όμως εσύ, μάθαινα ότι έλεγες στη μαμά να μου τηλεφωνεί και δεν ήθελα να έχω απουσίες, γιατί θα έχανα πολύτιμες στιγμές. Κι έτσι το ραντεβού του σαββατοκύριακου έγινε ένα σιωπηλό ραντεβού.
Ο καιρός περνούσε. Ξεκίνησες να πηγαίνεις κανονικά σχολείο αλλά όχι από την επόμενη χρονιά παρά από τη μεθεπόμενη. Ήσουν καλά. Μεγάλωνες… Ζήτησες να έρθω διακοπές μαζί σου στο σπίτι των παππούδων σου. Ήρθα με χαρά δυο χρονιές. Μου κρατούσες το χέρι και κάναμε βόλτες. Με τη μαμά, όταν εσύ πήγαινες για ύπνο μαζί με τα αδέρφια σου, καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού και κουβεντιάζαμε για τις αγωνίες της αλλά και για πολλά άλλα. Αυτό έγινε δυο συνεχόμενα καλοκαίρια.
Όταν περνούσε κάποιο σαββατοκύριακο που δε βρισκόμασταν ζητούσες από τη μαμά να μου τηλεφωνεί για να έρθω με τον κ. Στέλιο και να συναντηθούμε. Και κάποιο Σάββατο παρατήρησα, ότι δεν περπατούσες καλά. Υποτροπή… Η δεύτερη φορά. Τώρα πια καταλάβαινες τα πάντα και τίποτα δεν μπορούσε να μείνει κρυφό. Έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και θυμάμαι πως ήταν μια μέρα αργίας αλλά δε θυμάμαι τι μέρα ήταν. Κυριακή ήταν σίγουρα. Και ήρθα και σε είδα με τον ορό στο χέρι. Έπρεπε να ενυδατωθεί ο οργανισμός σου για να δεχτεί τις χημειοθεραπείες. Πόσα είχα μάθει κι εγώ Μιχαήλ για αυτήν την «κακιά μάγισσα», τη λευχαιμία.
Ρωτούσα τη μαμά πόσον καιρό θα έμενες μέσα κι εκείνη δεν ήξερε. Ξεκίνησες τις θεραπείες σου. Αυτή τη φορά ερχόταν σχεδόν καθημερινά ο κ. Στέλιος για να παίξετε παιχνίδια στο play station , που σου είχε κάνει δώρο πριν υποτροπιάσεις. Φορούσε την προστατευτική μάσκα, που προβλεπόταν να έχει στα σημεία της αναπνοής και έμπαινε στο δωμάτιό σου. Χαιρόσουν κάθε φορά που ερχόταν πιστός στο καθιερωμένο σας πλέον ραντεβού για παιχνίδι στο νοσοκομείο. Άλλωστε, έβρισκες πάντα πιο ενδιαφέρουσα την παρέα μεγαλύτερων ατόμων σε ηλικία. Έχοντας για παρέα τον κ. Στέλιο, λοιπόν, η μαμά κατάφερνε να κατέβει στο κυλικείο του νοσοκομείου και να πιεί έναν καφέ. Τότε ο ποδοσφαιρικός σας αγώνας και τα αστεία ξεκινούσαν! Βέβαια, πρόσφατα η μαμά μας είπε πως ενώ σου άρεσε το παιχνίδι σας, όταν εκείνος έφευγε από το δωμάτιό σου για να επιστρέψει σπίτι μας εσύ ένιωθες χαρούμενος αλλά συγχρόνως κουρασμένος, εξαντλημένος, αφού ο αντίπαλός σου ήταν μάλλον δυνατός στο παιχνίδι. Ξέρω πως σε έκανε να γελάς. Αυτό θέλαμε όλοι. Να γελάς!
Οι θεραπείες συνεχίζονταν επιτυχημένα. Εγώ πήγαινα σπίτι σας με τον κ. Στέλιο για να δω λιγάκι τη μαμά και να διαβάσουμε παρέα με τον Κωνσταντίνο. Ήθελε βοήθεια. Άλλωστε ξέρεις τον αδελφό σου. Τώρα θυμήθηκα… Πάσχα ήταν, που υποτροπίασες και καλοκαίριαζε σιγά σιγά. Τι θυμήθηκα τώρα! Ένα από τα προηγούμενα καλοκαίρια. Πανσέληνος, παραλία εκεί στους παππούδες σου. Εσύ, η μαμά, ο Κωνσταντίνος και εγώ. Μαγεία! Τις βόλτες μας τις θυμάσαι;. Είχα κάνει σε έναν πλανόδιο κύριο ένα ψεύτικο τατουάζ-είχες ενθουσιαστεί με τη μικρή πεταλούδα που είχα κάνει. Την επόμενη μέρα την ξέπλυνε η θάλασσα. Είχα αγοράσει ένα έγχρωμο τρισδιάστατο σκίτσο. Εσύ το είχες διαλέξει. Αυτοσχέδιες εικόνες με σπρέι. Μια εικόνα που απεικόνιζε το σύμπαν. Αγοράζαμε βιβλία από μια έκθεση βιβλίου στην Ασπροβάλτα. Μετά πηγαίναμε με τη μαμά για καφεδάκι κι εσύ με τον Κωνσταντίνο για παιχνίδι. Πολλά, πολλά… Τόσα πολλά!
Τα μαλλάκια άρχισαν πάλι να πέφτουν, παιδιά «έφευγαν» και η μαμά σε κρατούσε μακριά απ’ όλο αυτό. Ο κ. Στέλιος συνέχιζε να έρχεται τα απογεύματα. Μια φανέλα με τις υπογραφές των παικτών της αγαπημένης σου ομάδας σου χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο, όπως και ό,τι αφορούσε αυτήν την ομάδα. Μια επίσκεψη στο κατάστημα της ομάδας, που βρισκόταν δίπλα στο γήπεδο με σκοπό την αγορά διάφορων αξεσουάρ που παρέπεμπαν στην ομάδα σ’ έκανε ευτυχισμένο μόλις είδες τα δώρα σου. Είχαμε πάει με τον Ντίνο και τον κ. Στέλιο και για πολλή ώρα διαλέγαμε.
Με το ξεκίνημα του καλοκαιριού εσύ επέστρεψες σπίτι πάντα προσεκτικά. Όλη η οικογένεια κοντά σου κι εγώ η παρέα σου. Μεγάλωνες. Έκανες φίλους, καλούς φίλους. Μετακομίσατε σε καινούριο σπίτι. Αυτό έγινε πριν υποτροπιάσεις. Είχες ένα δωμάτιο δικό σου αλλά ήσουν τεμπελάκος. Δε βαριέσαι Μιχαήλ. Προβλήματα, που έχουμε κι εμείς οι δάσκαλοι…
Αφού, πάντα θεωρητικά, ξεπεράστηκε η δεύτερη υποτροπή αποφασίσατε μαζί με τον κ. Στέλιο και με την αδελφή σου να παρακολουθήσετε μια συναυλία ενός ξένου πολύ αγαπημένου σας συγκροτήματος. Δεν κατάφερα να έρθω εγώ παρά σας περίμενα στο σπίτι μαζί με τη μαμά ως αργά το βράδυ. Μου περιέγραψε ο κ. Στέλιος πόσο πολύ σου άρεσε, όπως και στον ίδιο και πως σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας σε είχε αγκαλιά η αδελφή σου η Μαρία. Εσύ δεν ήσουν πολύ εκδηλωτικός παρά «μουδιασμένος». Ακόμη τα μαλάκια σου ήταν λιγοστά κι εσύ φορούσες ένα καπελάκι. Στο τέλος της συναυλίας αγοράσατε μπαγκέτες με το όνομα του συγκροτήματος. Σου άρεζε να παίζεις ντραμς. Δεν αγόρασες ποτέ δικά σου μουσικά όργανα-ντραμς-αλλά ονειρευόσουν να αποκτήσεις κάποια στιγμή με τις οικονομίες σου και να κάνεις το δώμα στο σπίτι των παππούδων σου χώρο εξάσκησης και προβών για τα ντραμς, που τόσο αγαπούσες και που θα σου αγόραζαν οι γονείς σου, όταν επιστρέφατε από την Αθήνα και τις θεραπείες σου. Η μαμά δεν ήταν πολύ θετική με την ιδέα σου. Ξεκίνησες όμως να κάνεις μαθήματα, αφού σ’ ευχαριστούσαν πολύ. Ήθελες να κάνεις το δικό σου γκρουπάκι. Να σου πω κάτι Μιχαήλ; Είναι πράγματα που θέλουμε να κάνουμε και πολλές φορές, όσο κι αν το θέλουμε, η ίδια η ζωή μας εμποδίζει, όπως και πολλές φορές η ίδια η ζωή μας εκπλήσσει καλώς ή κακώς. Σίγουρα όμως μας περιμένει σε κάποια γωνία.
Είχα παρατηρήσει μια ουλή κάτω από το λαιμό σου από την αρχή της γνωριμίας μας. Μου εξήγησε η μαμά-δε θυμάμαι αν την είχα ρωτήσει. Ήταν hickman, το οποίο δεν ήξερα τι ήταν και ούτε ποτέ είχα ακούσει. Ήταν η είσοδος του φαρμάκου των χημειοθεραπειών. Χρησιμοποιείται σε καρκινοπαθή παιδιά. Τρεις φορές έβαλες τρεις φορές έβγαλες το hickman. Τα υπέμενες όλα με καρτερικότητα, υπομονή και αισιοδοξία. Γι’ αυτό σ’ αγάπησα , σε θαύμασα και τώρα πια είσαι ο ήρωας μου.
Η τρίτη φορά που υποτροπίασες ήταν και η μοιραία. Τέλος καλοκαιριού του 2012. Είχαμε καιρό να μιλήσουμε αλλά είχα δει μια φωτογραφία σου στην παραλία κι έτσι θεώρησα πως ήσουν καλά.
Κάθε χρόνο μου τηλεφωνούσες στα γενέθλιά μου. Κάθε τέλη Ιουλίου. Τη χρονιά που υποτροπίασες για τρίτη φορά δε μου τηλεφώνησες ούτε εσύ ούτε η μαμά. Τη μεθεπόμενη μέρα ο κ. Στέλιος κι εγώ φύγαμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Ήταν η χρονιά που πήγαμε για δεύτερη φορά στην Κρήτη. Κάθε χρόνο πήγαινες με τη μαμά και διάλεγες εσύ προσωπικά το δώρο μου. Πόσα πράγματα δικά σου σε θυμίζουν αλλά έτσι κι αλλιώς τώρα πια ζεις μέσα στην καρδιά μου.
Δεν είχα ακούσει νέα σου παρά μόνο όταν επέστεψα από την Κρήτη. Είπα στον κ. Στέλιο, ότι μου είχε κάνει εντύπωση που δεν είχα λάβει νέα σου για περισσότερο από ένα μήνα. Τηλεφώνησα αμέσως αντί ν’ αναρωτιέμαι. Στο τηλεφώνημά μου απάντησε η αδελφή σου, η Μαρία. Τη ρώτησα που είναι η μαμά κι εκείνη μου είπε: Δεν ξέρετε κ. Πόπη; Ο Μιχαήλ υποτροπίασε και τις τρεις τελευταίες εβδομάδες είναι στην Αθήνα με τη μαμά.
Δεν πίστευα αυτό που άκουγα. Τη ρώτησα αν μπορούσα να καλέσω τη μαμά όπως και το έκανα αμέσως. Διστακτικά και γεμάτη ενοχές, που δεν είχα τηλεφωνήσει για ένα μήνα κάλεσα και έμαθα. Οι πόνοι στην πλάτη που είχες τέλη της άνοιξης ήταν οι ενδείξεις της τρίτης υποτροπής. Η μαμά μου είχε πει πως είχες ξεκινήσει φυσικοθεραπείες και ότι ήσουν καλύτερα. Όμως μάλλον ήταν αυτό που όλοι θέλαμε να πιστέψουμε.
Ήταν τελικά η μοιραία τρίτη υποτροπή. Φοβήθηκα. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα για τη ζωή σου. Για την γεμάτη πόνο ζωή σου.
Διάβασα, λοιπόν, τα γράμματα που έγραφες στον Άγιο Βασίλη και διάβασα το λεύκωμά σου. Ένα από εκείνα τα εφηβικά λευκώματα που όλοι έχουμε γράψει στην ηλικία των χρόνων του δημοτικού και του γυμνασίου.
Σήμερα είναι η γιορτή των Ταξιαρχών Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ήταν πέρσι τέτοια μέρα η τελευταία μέρα που σου μιλήσαμε ο κ. Στέλιος κι εγώ. Κι ήσουν τόσο χαρούμενος. Γελούσες κι έλεγες θα προσπαθήσω να τα καταφέρω.
Γράφουν, λοιπόν, οι φίλοι σου πόσο σ’ αγαπούν και πόσο θα τους λείψεις. Διαβάζω το γράμμα που έστειλες στον Άγιο Βασίλη στο ξεκίνημα της επώδυνης περιπέτειάς σου. Ζητάς παιχνίδια που, συνήθως, ζητούν τα παιδιά της ηλικίας των έξι ετών. Βλέπω την υπογραφή σου-ήσουν υπό την επήρεια φαρμάκων ή νάρκωσης, προφανώς για να δέχεσαι να «αλλαξοπιστήσεις» σε ό,τι αφορούσε την αγαπημένη σου ομάδα. Διαβάζω το λεύκωμά σου είχες πολλές αγάπες Μιχαήλ κι ακόμη διαβάζω μια από τις τελευταίες σου εκθέσεις η οποία μου φάνηκε σαν διαμαρτυρία στο πολύ διάβασμα άσχετα που ήσουν άριστος μαθητής. Θα τα παραθέσω όλα. Γιατί αυτός ήταν ο μαθητής μου! Πήρα στα χέρια μου κι άλλα γράμματα προς τον ΑΪ-Βασίλη, που του έγραφες όταν ήσουν μικρούλης. Πίστευες πολύ σ’ εκείνον αλλά κι εκείνος πίστευε σ΄εσένα. Ήξερε πως ήσουν καλό παιδί κι έτσι οι επιθυμίες σου γίνονταν πραγματικότητα.
Αγαπημένο σου βιβλίο: Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μ. Λουντέμη. Να και ένα απόσπασμα που βρήκα:
…Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες» που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.
Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι*, δεν είχε χαρτοπουλειά*. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια* και, «σε παρακαλώ», του λέει, «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ' το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω*, όμως...».
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. «Πάρ' τα», του λέει. «Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια... μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...». Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε*...», είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;».
Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ' το εσύ, μην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».
Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι, «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία.
Βλέπω τι γράφουν οι φίλοι σου στον προσωπικό σου λογαριασμό στο facebook και συγκινούμαι. Πέρασε ένας χρόνος πια μα κανείς δε σε ξεχνά κι ούτε πρόκειται όσα χρόνια κι αν περάσουν…
Ένα σχόλιο που με συγκίνησε ιδιαίτερα , αφού χθες-8 Νοεμβρίου-θα γιόρταζες την ονομαστική σου γιορτή-και Μιχαήλ και Άγγελος…
ως Άγγελος επίγειος και ως Άγγελος επουράνιος γιορτάζεις...
Ξέρεις τι δε σου είπα; Το θάνατο δεν μπορούμε να τον κερδίσουμε τη ζωή όμως μπορούμε. Εσύ; Εσύ προσπάθησες να κερδίσεις τη ζωή.
Πέρασε ένας χρόνος. Ήρθα στην εκκλησία μαζί με τον κ. Στέλιο. Ζήτησαν να με δουν οι φίλοι σου. Θέλουν να μου μιλήσουν για σένα. Να μιλήσουν για το φίλο τους. Είδα τον αδελφικό σου φίλο, τον Μάριο. Ο οποίος αν και ήταν τόσο αρνητικός στο να μου μιλήσει τελικά δέχτηκε χωρίς καν εγώ να του το ζητήσω. Μίλησα και με την κ. Τούλα, τη μαμά του Μάριου, που μου είπε πόσο δεμένοι ήσασταν πως περνούσατε το χρόνο σας μαζί. Χανόσασταν για μέρες ο ένας στο σπίτι του άλλου. Κάνατε πλάκες, γελούσατε, χαιρόσασταν, ήσασταν ευτυχισμένοι. Αξιοζήλευτο! Μιχαήλ, αγόρι μου, δεν εκπλήσσομαι με όλα αυτά που άκουσα και άλλα τόσα. Άκουσα πως μιλούσες για μένα έχω μια καλή δασκάλα και πολλοί άνθρωποι που δεν γνώριζα με ρωτούσαν αν εγώ είμαι η δασκάλα του Μιχαήλ. Πόσο περήφανη ένιωσα και σ’ ευχαριστώ. Περήφανη που υπήρξα η δασκάλα ενός πλάσματος όπως εσύ. Ένα πλάσμα μακριά από τα δεδομένα και τα στερεότυπα αυτής της κοινωνίας. Θα ήθελα πολύ να σε βλέπω να μεγαλώνεις. Δε φαντάζεσαι πόσο θα το ήθελα. Τόσο πολύ όσο θα ήθελα κι εγώ να ξαναπερπατήσω. Σκέψου πόσο πολύ! Μου λείπεις. Μ’ ακούς δε μ’ ακούς που σου μιλάω; Ίσως μ’ ακούς ίσως πάλι όχι. Όπως και να ‘χει εγώ πάντα θα σου μιλάω με την καρδιά μου.
Μίλησα και με τον μπαμπά σου, που με συγκίνησε όσο δε φαντάζεσαι. Ζήτησε να με δει από την αρχή που με είδε στην εκκλησία. Είχε κάτι να μου πει. Και ήρθα στο σπίτι σας. Και μου είπε τα τελευταία σου λόγια πριν μπεις στην εντατική γραμμένα σ’ ένα χαρτί που ανέφερε τις ώρες του επισκεπτηρίου στην εντατική μονάδα. Τα τελευταία λόγια του παιδιού στον πατέρα του. Βουρκωμένος μου μίλησε και μου ζήτησε μια χάρη. Μου μίλησε για το μέρος που νοσηλευόσουν, για την πίστη σου, για την επιμονή σου, τη δύναμή σου και τη δίψα σου για ζωή. Ήθελε και η μαμά να έρθει κοντά μας ν’ ακούσει αυτά που ήθελε να μας πει. Δεν την άφησε ο μπαμπάς. Ήθελε να την προστατέψει. Καταλαβαίνεις… Να ξέρεις ότι ο κ. Στέλιος ήταν δίπλα μου. Θέλω να ξέρεις ότι σε όλο αυτό ήταν πάντα δίπλα μου από την αρχή που με περίμενε κάτω από το σπίτι σας για να φύγουμε , όταν τελειώναμε το μάθημα. Εγώ πάντα καθυστερούσα, αφού μιλούσαμε με τη μαμά. Με περίμενε και εγώ του εξηγούσα τι συνέβαινε. Μια μέρα σε γνώρισε, που σε περιμέναμε κάτω από το σπίτι για ν’ ανέβουμε πάνω για μάθημα. Ήσουν μαζί με τον Κωνσταντίνο και τη μαμά. Δειλά του έδωσες το χέρι σου και του χάρισες ένα πλατύ χαμόγελο. Φορούσες το καπελάκι σου που κάλυπτε το κεφαλάκι σου με τα λιγοστά μαλλιά. Ήσουν ένα εξάχρονο παιδί.
Τα λόγια σου, που ήταν γραμμένα στο χαρτί ήταν δυσνόητα. Η Μαρία, η αδελφή σου, με τη βοήθεια κάποιας φίλης της ζωντάνεψε τα λόγια σου εκείνο το βράδυ, που σε ξενυχτούσαν. « Μου έφερε ο μπαμπάς ένα κομμάτι χαρτί και μου είπε αν μπορώ να καταλάβω τι είναι γραμμένο. Μου είπε πως ήταν οι τελευταίες κουβέντες του», έτσι μου είπε η Μαρία αγόρι μου. Λέξεις τις οποίες προσπαθούσες να προφέρεις αλλά η μάσκα του οξυγόνου που είχες δεν σου επέτρεπε να μιλήσεις. Κι έτσι σου φέρανε ένα κομμάτι χαρτί να γράψεις αυτό που ήθελες να πεις... Τις έγραψες και ο μπαμπάς μεγέθυνε την πρότασή σου και μου έδειξε το χαρτί. Το μικρό χαρτάκι που έγραφε τις ώρες του επισκεπτηρίου στην εντατική και που στο ίδιο χαρτί έγραψες τα τελευταία σου λόγια. Πόσο πολύτιμο μπορεί να είναι ένα τέτοιο χαρτί για έναν πατέρα που έχασε το παιδί του για πάντα τρεις μέρες μετά. Μου έδειξε, λοιπόν, το χαρτί αυτό και χωρίς να μου το ζητήσει του είπα πως αυτός θα είναι ο τίτλος του βιβλίου μας. Αύριο το μεσημέρι θα συναντηθούμε με τους συμμαθητές σου που έγιναν οι καλοί σου φίλοι. Σήμερα μίλησα με τον Σωτήρη. Δε φαντάζεσαι πόσο χαρούμενο τον άκουγα που θα συναντηθούμε και που θα κουβεντιάσουμε για σένα. Αύριο θα έρθω πάλι να σου πω για τις κουβέντες, που θα κάνουμε με τους φίλους σου. Ανυπομονώ!
Συναντηθήκαμε το πρωί στην καφετέρια που συχνάζατε. Ήταν ο Σωτήρης, ο Μάριος, η Ματίνα και ο Ανέστης. Πόση αγάπη! Μια τεράστια αγκαλιά οι φίλοι σου που προσπαθούν να ξορκίσουν το θάνατό σου. Μου είπαν πόσο περήφανοι είναι που υπήρξατε φίλοι και αυτό που με συγκίνησε πολύ είναι που ζήτησες τρία πράγματα από αυτούς: να προσέχουν τους εαυτούς τους, να προσέχουν το κορίτσι που αγάπησες πολύ, την Χριστίνα ή Τίτη, όπως την αποκαλούσατε και να μη σε ξεχάσουν ποτέ. Για το κορίτσι αυτό, που δεν κατάφερα να το συναντήσω γιατί έλειπε από τη Θεσσαλονίκη-γιορτές Μιχαήλ και αργία για τα σχολεία-επιφυλάσσομαι όμως για την επόμενη φορά, για το κορίτσι αυτό, λοιπόν, είχες πει στους φίλους σου, ότι είχες νιώσει κάτι διαφορετικό κι έτσι μου είπαν πόσο ώριμος ήσουν. Παράλογο; Όχι βέβαια.
Δε γνώριζαν για το χαρτί που μου έδωσε ο μπαμπάς να διαβάσω. Δεν είχαν ιδέα γι’ αυτό το χαρτί και γι’ αυτά που είχες γράψει. Αυτό που ήξεραν είναι ότι έγραψες σ’ ένα από τα μηνύματά σου «Δε θέλω να πεθάνω. Θέλω να ζήσω κάθε στιγμή της ζωής μου όσο καλύτερα γίνεται»- κι αυτό είναι τόσο δικό σου όμως και το διεκδίκησα και το υιοθέτησα χρόνια τώρα- κι επιπλέον κάποια λόγια σου στο αγαπημένο σου κορίτσι το οποίο σου ενέπνευσε κάτι διαφορετικό και που κάποια στιγμή δεν ήθελες πια να της μιλήσεις για να μην την στεναχωρήσεις. Για εκείνην. Για όλους. Δεν ήθελες να πονέσει κανείς. Λίγες μέρες μετά, βέβαια την αναζήτησες, γιατί ήσουν πολύ ερωτευμένος όπως και εκείνη και όπως χαρακτηριστικά μου είπε ο Σωτήρης κάθε φορά που μιλούσες μαζί της το χαμόγελό σου έφτανε ως τα’ αυτιά σου. Έτσι είναι η αγάπη Μιχαήλ. Δεν το ήξερες; Κι αν δεν το ήξερες το κατάλαβες και το έμαθες. Για το κορίτσι αυτό, την Χριστίνα, έμαθα και για να είμαι πιο σαφής μίλησα μαζί της. Μίλησα όμως μόνο στο τηλέφωνο μαζί της. Μου είπε πως το προσεχές σαββατοκύριακο, που είχα σκοπό να τη συναντήσω θα έλειπε για μια οικογενειακή της υποχρέωση κι έτσι θα μεταφέραμε τη συνάντησή μας για μιαν άλλη φορά, αφού, βέβαια, πρώτα θα είχαμε μιλήσει τηλεφωνικά. Τηλεφώνησα αλλά το τηλέφωνό της ήταν απενεργοποιημένο κι έτσι το άφησα προσωρινά και σκέφτηκα να της στείλω γραπτό μήνυμα. Και παρακάτω θα σου αναφέρω τη συνομιλία μας μέσω γραπτών μηνυμάτων. «Καλησπέρα Χριστίνα είμαι η κ. Πόπη η δασκάλα του Μιχαήλ.» «Γεια σας κ. Πόπη, επειδή μου έχουν πάρει το κινητό και το παίρνω όποτε μπορώ είχα πει στον Σωτήρη να σας πει ότι εγώ τελικά δε θα μιλήσω, δε νιώθω ακόμα καλά μ’ αυτό το θέμα, δεν είμαι έτοιμη να πω σε κάποιον όλα όσα περάσαμε… Απλά να το ξέρετε. Συγγνώμη πραγματικά…». Έτσι, τη ρώτησα μόνο αν μου επιτρέπει να αναφερθώ στο όνομά της κι εκείνη μου είπε πως « Και βέβαια άλλωστε ήταν μεγάλη μου τιμή που υπήρξα μέρος της ζωής του μα δε θέλω μιλώντας για εκείνον να ξεχάσω κάτι και να τον αδικήσω αλλά όποτε νιώσω έτοιμη θα είστε η πρώτη που θα μιλήσω». Αυτά μου είπε η Τίτη σου. Κι εγώ τελειώνοντας τη συνομιλία μας με τα μηνύματα της είπα «Σε καταλαβαίνω. Γυναίκες είμαστε. Άλλωστε κι εγώ ερωτεύτηκα και μάλιστα πάρα πολύ». Την έκανα και διαδικτυακά φίλη μου. Πολύ όμορφο κορίτσι. Είδα φωτογραφίες της και διάβασα συνομιλίες σας. Μικρές ηλικίες μεγάλοι έρωτες. Ποτέ δε θα μάθει το κορίτσι αυτό που θα την οδηγούσε ο έρωτάς σας. Ένας έρωτας μπορεί να μετατραπεί σε θρήνο είτε είσαι ζωντανός είτε όχι. Θρήνος για τους ζωντανούς που μένουν πίσω θρήνος και για τους ζωντανούς που αναγκάζονται ή επιλέγουν αναγκαστικά να χωρίσουν. Έτσι λέω εγώ τουλάχιστον. Αχ, το αγόρι μου που προκαλούσε ρίγη έρωτα! Τι κι αν είχαμε-εγώ εξακολουθώ-προβλήματα με την υγεία μας… Η καρδιά μας περιβόλι!
Ύστερα αυτό που μου είπαν οι φίλοι σου ήταν, ότι είχες πολλές κατακτήσεις. Δε σε προλάβαιναν! Αχ, η καρδούλα σου! Η γεμάτη φως καρδιά σου. Καλά είχε πει ο κ. Στέλιος στη μαμά «Άννα βλέπω γρήγορα να γίνεσαι γιαγιά» ενώ εκείνη πάντα χαμογελαστή έλεγε «εμείς μαζί με τον Μιχαήλ Άγγελο θα γεράσουμε».
Ο Ανέστης μου είπε χαρακτηριστικά, ότι ένα σου έδιναν κι εσύ ανταπέδιδες αμέτρητες φορές αλλά ακόμη κι αν δε σου έδινε κανείς τίποτα εσύ δε ζητούσες τίποτα. Κι αν κάποιος θύμωνε εσύ απλά αδιαφορούσες. Θυμός; Γιατί; Ειδικά σ’ αυτές τις ηλικίες… Η αγάπη, αγόρι μου, γιατρεύει πολλές φορές τις πληγές μας. Όμως μόνο η καρδιά μας μπορεί να το καταλάβει. Γιατί δεν εκπλήσσομαι; Δεν περίμενα ν’ ακούσω τίποτα διαφορετικό Μιχαήλ. Όλοι τους σε αποκαλούσαν Mike.
Δε φαντάζεσαι με πόσο θαυμασμό και περηφάνια μιλούσαν για σένα. Όταν έφυγες για την Αθήνα δεν είπες σε κανέναν τον λόγο για τον οποίο έφυγες παρά ότι θα πήγαινες μαζί με τον μπαμπά για κάποια δουλειά που είχε ο ίδιος. Μετά από λίγες μέρες οι φίλοι σου συνειδητοποίησαν ότι είχες κατέβει για τους γνωστούς λόγους υγείας που είχες. Άνοιξαν μια σελίδα στο fb μόνο για να επικοινωνούν μαζί σου. Η επικοινωνία σας δεν ήταν πολύ συχνή για ευνόητους λόγους.
Μου λείπεις! Σήμερα είναι παραμονή πρωτοχρονιάς. Σε λίγες ώρες αλλάζει η χρονιά. Υποδεχόμαστε το 2014. Αυτό που ευχήθηκα για την νέα χρονιά ήταν λιγότερος πόνος για το σώμα, για την καρδιά και για το μυαλό και λιγότερα δάκρυα. Και θέλω να με πιστέψεις είναι δύσκολο για όλους μας, εκτός από όλους εκείνους που εγώ τους ονομάζω και τους χαρακτηρίζω ως αδιάφορους.
Η Ματίνα, η αδελφή του Σωτήρη. Δυο χρόνια μεγαλύτερή σας. Σε θεωρούσε μέλος της οικογένειάς τους. «Όπου ο Σωτήρης κάπου τριγύρω και ο Μιχαήλ. Κι εγώ τον ένιωθα σαν αδελφό μου, όπως είναι ο Σωτήρης και πήγαινα κοντά του για να μιλήσουμε. Ο Σωτήρης μ’ έδιωχνε αλλά ο Μιχαήλ δεν ήθελε να φύγω. Σκεφτόμασταν το όνομα του συγκροτήματος που είχαμε σκοπό να κάνουμε. Ήταν τόσα πολλά τα ονόματα και όλο αλλάζαμε γνώμη». Και ο Σωτήρης, Μιχαήλ, μου μιλούσε τόσο για τη μουσική σας και τα σχέδιά σας. Ο Μάριος από την άλλη μου μιλούσε για το ποδόσφαιρο και για την αγάπη σου για το ποδόσφαιρο. Ήθελες πολύ να πηγαίνετε στο γήπεδο της Τούμπας κι έτσι πήγατε σ’ ένα ματς για να δεις την αγαπημένη σου ομάδα. Εκείνος πήγαινε συχνά στο γήπεδο. Πήρατε το λεωφορείο και από τα δυτικά πήγατε στα ανατολικά. Όλα για την ομάδα!
Πιο κάτω θα ξαναμιλήσουμε για το πολύ σημαντικό κομμάτι των φίλων. Μίλησα με την Μαρία, τον Ντίνο και τους γονείς σου. Θα δούμε παρακάτω… Ξεκινάω. Μ’ ακούς;
Την προηγούμενη εβδομάδα ο κ. Στέλιος κι εγώ πήγαμε στο σπίτι σας. Ήθελα να μιλήσω με τα δυο σου αδέρφια, ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο και στο τέλος με τους γονείς σου, την Άννα και τον Στέλιο. Μας περίμεναν. Το τζάκι ήταν αναμμένο, η μαμά με τη Μαρία ετοίμαζαν το φαγητό. Η Μαρία μας έφτιαξε καφεδάκι και λίγο μετά η μαμά με ρώτησε πού και πως θα ήθελα να ξεκινήσω τις συζητήσεις μας. Ξεκίνησα, λοιπόν, με την Μαρία. Πήγαμε στο δωμάτιό σου. Στο μικρό δωμάτιό σου, που κι εκείνο σε περίμενε για την αποθεραπεία σου πια. Όμορφο, ζωγραφισμένο, θα δεις παρακάτω, μερικά βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, μαξιλαράκια της αγαπημένης σου ομάδας, μια τηλεόραση, ένα laptop και σημαία σου οι Iron Maiden.
Η Μαρία κάθισε στην καρεκλίτσα του γραφείου σου κι εγώ, κλασικά, καθισμένη στο αμαξίδιο κι έτσι ξεκινήσαμε την κουβέντα μας. Είχα το κασετοφωνάκι μου δίπλα το οποίο αγόρασα ειδικά για σένα και τις συνεντεύξεις που επρόκειτο να πάρω από τους φίλους, αδέλφια, γονείς, τον στενό περίγυρό σου ακόμη κι από τον ίδιο μου τον εαυτό. «Έτοιμη Μαρία;» «Θα γράφουμε κιόλας;» μου είπε γελώντας. «Ε, πώς αλλιώς. Αφού μετά με περιμένει ο Μιχαήλ και ο υπολογιστής μου.»
Ξεκίνησα, λοιπόν, ρωτώντας την πόσο χρονών ήταν η ίδια όταν πρωτοεμφανίστηκε η λευχαιμία. Εκείνη ήταν 12 στα13 κι εσύ 6 στα 7. Τη ρώτησα αν γνώριζε τι ήταν η λευχαιμία. «Όχι δεν ήξερα αλλά μετά από λίγες μέρες εγκατάστασης του Μιχαήλ και της μαμάς στο νοσοκομείο μ’ έπιασε ο μπαμπάς και μου είπε ότι ο Μιχαήλ έχει αυτό είναι δύσκολη η κατάσταση αλλά θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε» και συνέχισε «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν κάτι σοβαρό. Δεν έψαξα να βρω τι είναι η λευχαιμία άλλωστε ήμουν μικρή. Ποτέ δεν σκέφτηκα την άσχημη έκβαση ούτε κατά διάνοια δεν περίμενα να γίνει αυτό που συνέβη». Της είπα με τη σειρά μου ότι ούτε κι εγώ περίμενα να καταλήξεις έτσι. Είχα κι εγώ θετική σκέψη ως προς εσένα και την λευχαιμία. Ίσως λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Τι να πω αγόρι μου. Της έλειπες πολύ όταν νοσηλευόσουν και πάντα περίμενε να επιστρέψεις. Δεν ήρθε στο νοσοκομείο την πρώτη φορά να σε βρει μιας και είχε σχολείο, φροντιστήριο. Σε κάθε ερώτησή μου η απάντησή της ήταν ΌΧΙ. Όσο για τη λευχαιμία σε σχέση με σένα «Πίστευα ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό αλλά κάτι σοβαρότερο από μια ίωση και θα περνούσε και θα γύριζε γερός και δυνατός σπίτι άλλωστε ήμασταν συνηθισμένοι από τα νοσοκομεία αφού ήμασταν και με τον Ντίνο μέσα έξω στο νοσοκομείο όταν ήταν μικρός λόγω του άσθματος. Ήμουν συνηθισμένη κι έτσι δεν ανησύχησα ιδιαίτερα, αφού, όπως το είχε ξεπεράσει ο Ντίνος θα το ξεπερνούσε κι ο Μιχαήλ.» «Με το άσθμα μαθαίνεις να ζεις Μαρία αλλά ο Μιχαήλ είχε κάτι πολύ πιο σοβαρό και απειλητικό κι αυτό ισχύει για όλα τα παιδιά, που πάσχουν από λευχαιμία». Εκείνη συμφώνησε μα σε ό,τι αφορούσε εσένα δεν έβαζε στο μυαλό της τίποτα κακό. «Σκέφτηκες ποτέ ότι θα έχανες το αδερφάκι σου;» « Ποτέ! Ποτέ δε σκέφτηκα το κακό ούτε καν… την άσχημη έκβαση ούτε κατά διάνοια.» Όλα θα γινόντουσαν ξανά όπως ήταν πριν. Ακόμη κι όταν μπήκε στη διαδικασία να ψάξει για τη λευχαιμία, όταν φοιτούσε στο πρώτο έτος της σχολής της στο πανεπιστήμιο και είδε ποιο ήταν το πιο πιθανό ενδεχόμενο δηλαδή να καταλήξεις εκείνη συνέχισε να λέει και πραγματικά να το πιστεύει μέσα από την καρδιά της κι ενώ είχες υποτροπιάσει για δεύτερη φορά «Θα το ξεπεράσουμε. Αφού το ξεπέρασε την πρώτη φορά και είναι τόσο δυνατός η δεύτερη φορά θα είναι παιχνιδάκι και αύριο μεθαύριο θα κάνει οικογένεια και παιδιά θα το θυμόμαστε και θα λέμε χαζομάρες » αυτό μου είπε η αδελφή σου Μιχαήλ, όπως ακριβώς το γράφω. Σε περίμενε πάντα πίσω στο σπίτι υγιή και ακόμη πιο δυνατό. Δεν πίστεψε ούτε μια στιγμή ότι θα επέστρεφες γυμνός από ζωή αλλά τα γεγονότα τη διέψευσαν. Ακόμη και την τρίτη φορά που υποτροπίασες και η μεταμόσχευση νωτιαίου μυελού ήταν πλέον απαραίτητη και το ποσοστό επιβίωσής σου ήταν μόλις 20% αυτό θέλω να σου πω ότι το έμαθα από τον Ντίνο ο οποίος έβαλε το κλάματα όταν το έμαθε από την Μαρία έξω από το τμήμα που νοσηλευόσουν στην Αθήνα. «20% μου φάνηκε πολύ λίγο» μου εξομολογήθηκε ο αδελφός σου πικραμένος. Την πρώτη φορά το ποσοστό να ζήσεις ήταν 80% τη δεύτερη φορά 60% και την τρίτη φορά που έπεσες στο 20% και σου ξαναλέω πως όλα αυτά μου τα είπε ο Ντίνος όμως ακόμη και τότε η αδελφή σου δεν έβαζε το κακό στο μυαλό της. Μιλούσαμε για μία ώρα περίπου και μου είπε χαρακτηριστικά πως κάθε φορά που έμπαινες στο νοσοκομείο « Σύμπτωση αλλά κάθε υποτροπή συνέβαινε στις πρώτες τάξεις των σχολείων την πρώτη φορά στην πρώτη δημοτικού, τη δεύτερη στην πρώτη γυμνασίου και την τρίτη στην πρώτη λυκείου. Έχανε τη μετάβαση από το παιδί στην εφηβεία από την εφηβεία στον άντρα» και συνεχίζοντας η Μαρία μου είπε «νομίζω ότι χάνοντας πέντε μήνες όχι ένα χρόνο από τη ζωή του κάθε φορά που έμπαινε στο νοσοκομείο όταν επέστρεφε πίσω στην ζωή που είχε αφήσει προσπαθούσε να συμπληρώσει όλα αυτά που είχε χάσει κι έτσι άλλαξε και τη συμπεριφορά του και την εμφάνισή του κι εγώ στην προσπάθειά του αυτή προσπαθούσα να τον σπρώξω λέγοντας του θα βάλουμε κι ένα σκουλαρίκι, όταν πας πρώτη λυκείου θα κάνουμε κι ένα μικρό τατουάζ αλλά να μην το βλέπει κανείς κι εγώ θα βγω μπροστά σου και θα σε καλύψω». Τότε τη ρώτησα «Είχες αδυναμία στον Μιχαήλ. Γιατί; Γιατί ήταν ο μικρότερος, γιατί ήταν αξιαγάπητος γιατί…» «Γιατί ήταν ο Μιχαήλ». Αυτό που παρατηρούσε στη συμπεριφορά σου ήταν θυμός, γιατί έχανες ό,τι ήταν φυσιολογικό για τα παιδιά της ηλικίας σου, γιατί έπρεπε για ακόμη μία φορά να νοσηλευτείς. Τη δεύτερη φορά που υποτροπίασες και νοσηλεύτηκες σ’ επισκέφθηκε στο νοσοκομείο και μου είπε φανερά συγκινημένη: «Επειδή στο σπίτι γενικά ήμασταν πολύ της αγκαλιάς, του χαδιού, του πειράγματος με πείραξε πολύ πάρα πολύ που τον είδα έτσι απόμακρο, “κουμπωμένο”. Δεν τον είχα συνηθίσει έτσι» κι αυτό ήταν θυμός και όλα όσα αναφέραμε πιο πάνω, Μιχαήλ. Μιλήσαμε και για την τελευταία υποτροπή σου που έγινε το καλοκαίρι του 2012. Τον Μάιο κι ενώ τελείωνες την Τρίτη γυμνασίου και όλα πια είχαν πάρει το δρόμο τους στη ζωή σου-μιλώντας πάντα θεωρητικά, γιατί τελικά μόνο έτσι μπορούμε να μιλάμε θεωρητικά, όπως λέει κάποιος φίλος μου, ξεκίνησες να έχεις πόνους στην πλάτη και όλοι ήθελαν να πιστέψουν, ότι ήταν κάτι που αφορούσε μυϊκούς πόνους κι έτσι ξεκίνησες φυσικοθεραπείες όμως, δυστυχώς, δεν ήταν αυτό παρά ήταν η ένδειξη της τρίτης υποτροπής. Κι έτσι έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις αίματος. τις οποίες πάντα έκανες. Τα αποτελέσματα; Όλα τα στοιχεία σου πεσμένα. Οι γονείς σου έπρεπε να βρουν τρόπο να σου το πούνε. «Καθίσαμε να φάμε το μεσημέρι όλοι μαζί κι εκεί του μίλησαν οι γονείς μας. Του είπαν πως πρέπει να μπει για τρίτη φορά στο νοσοκομείο και του είπαν πως αυτή τη φορά μπορούν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό και να κατέβουν στην Αθήνα αν ο ίδιος θέλει κι έτσι του άφησαν η επιλογή να είναι δική του. Ο ίδιος βούρκωσε δεν ήθελε να φύγουν αλλά τελικά τους είπε να κατέβουν στην Αθήνα». Και κάτι άλλο που τη ρώτησα ήταν αν έβαλε ποτέ τον εαυτό της στη θέση σου «Ναι έχω βάλει τον εαυτό μου στη θέση του. Δε θα μου άρεσε να μπαινοβγαίνω στα νοσοκομεία. Σε ποιόν θα άρεσε. Καλύτερα να ήμουν εγώ στη θέση του αν με ρωτάτε αυτό.» «Όχι δε σε ρώτησα αυτό. Μόνη σου το είπες.» Και σε ό,τι αφορά αυτό το θέμα θα σου πω και για τον Ντίνο, Μιχαήλ. Μου είπε, λοιπόν, ότι θα προτιμούσε να είναι εκείνος στη θέση σου «Έδωσε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους ο Μιχαήλ με το θάνατό του. Είχε πολλούς φίλους και όλους αυτούς τους έκανε να γελούν ενώ αν ήμουν εγώ δε θα σκορπούσα τόσο πόνο.» «Μα τι λες αγόρι μου; Τι πιστεύεις, δηλαδή, ότι ο σπαραγμός δε θα ήταν ο ίδιος; Κι εσύ θα άφηνες δυο αδέρφια, τους γονείς σου και τους φίλους σου». «Δεν ήταν το ίδιο κ. Πόπη. Ο Μιχαήλ άφησε πολλούς ανθρώπους πίσω του. Ναι, για τους γονείς μου θα ήταν το ίδιο αλλά για όλους τους υπόλοιπους;» «Όχι! Δεν είναι έτσι». Άλλα για τον Ντίνο θα τα πούμε και πιο κάτω. Ας ολοκληρώσουμε την αδελφή σου πρώτα. Αυτά μου είπε η Μαρία Μιχαήλ. «Δηλαδή ήταν μια αναγκαστική επιλογή από μέρους του Μιχαήλ;». «Νομίζω πως ναι τώρα αν διαφωνούσε δεν ξέρω τι θα γινόταν. Κι έτσι κατεβήκαμε και οι πέντε στην Αθήνα.» Όπως μου είπε μετά από λίγες ώρες η μαμά και ο μπαμπάς σκέφτηκαν να κάνουν όλη αυτή την διαδικασία μια εκδρομή για να μη νιώσεις για ακόμη μία φορά πολύ άσχημα και να είναι όσο πιο συναισθηματικά ανώδυνο για σένα. Πράγμα δύσκολο το ξέρω αγόρι μου αλλά, νομίζω, ότι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει οι γονείς σου μαζί με τα’ αδέλφια σου. Μια εκδρομή είναι ίση με μια περιπέτεια Μιχαήλ. «Κι έτσι κατεβήκαμε κάτω όλοι μαζί. Ο Μιχαήλ πήγε στο νοσοκομείο με τη μαμά και τον μπαμπά κι εμείς, ο Ντίνος κι εγώ, μείναμε σε ξενοδοχείο για 4- 5 μέρες περίπου πριν ξεκινήσουν οι θεραπείες.», συνέχισε να μου λέει η αδελφή σου. Τη ρώτησα αν και πότε ερχόντουσαν να σ’ επισκεφθούν και εάν εσύ είχες τη δυνατότητα να τους συναντήσεις. «Ναι τις πρώτες μέρες πηγαίναμε να τον επισκεφθούμε. Ο Μιχαήλ δεν είχε θέμα να βγαίνει στο σαλονάκι του νοσοκομείου, αφού δεν είχε ξεκινήσει ακόμη τις θεραπείες όμως ήταν το ίδιο απόμακρος όπως και την προηγούμενη φορά». Συνέχισα να τη ρωτάω πόση ώρα ήταν το επισκεπτήριο, πότε μπορούσαν να έρθουν μαζί με τον Ντίνο. «Μπορούσαμε να είμαστε μαζί του μία ώρα το πολύ και μιλούσαμε για άσχετα πράγματα.» «Στο ξενοδοχείο που ήσασταν ο μπαμπάς, ο Ντίνος κι εσύ κουβεντιάζατε;» «Ο μπαμπάς έφευγε πολύ νωρίς το πρωί για να πάει στο νοσοκομείο κι εμείς μέναμε μόνοι περιμένοντας την ώρα του επισκεπτηρίου». «Ενώ ήσασταν στο ξενοδοχείο και μένατε μόνοι με τον Ντίνο μιλούσατε;» «Μιλούσαμε αλλά για πολύ άσχετα πράγματα». «Και μετά; Όταν ερχόταν η ώρα του επισκεπτηρίου; Πηγαίνατε μαζί. Και; Τι λέγατε;» «Συναντιόμασταν στο σαλονάκι του νοσοκομείου με τον Μιχαήλ και μιλούσαμε γενικά για διάφορα πράγματα. Το πολύ για μία ώρα και μετά από 4 μέρες ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη και τα νέα για τον αδελφό μας τα μαθαίναμε από τη μαμά στο τηλέφωνο». Τη ρώτησα ακόμη για τη διαδικασία της μεταμόσχευσης αν θεώρησε ότι η καθυστέρηση της μεταμόσχευσης επιτάχυνε την κακή πρόγνωση και το θάνατό σου. «Όταν οι γονείς μου ανέβηκαν πια στη Θεσσαλονίκη άκουσα πολλά από εκείνους. Το μόσχευμα το περιμέναμε από Αμερική από μία κοπέλα που βρέθηκε συμβατή.» Κι ενώ απ’ όσο είχα μάθει τουλάχιστον όλα ήταν έτοιμα για να γίνει η μεταμόσχευση και σε κάλεσαν μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά να κάνεις, επιτέλους, αυτήν την τόσο επιθυμητή και αναμενόμενη μεταμόσχευση δεν είχαν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες εξετάσεις της δότριας. Κάποιες έλειπαν. Έπρεπε να γίνει ένα τεστ εγκυμοσύνης στην κοπέλα αν και η ίδια δεν ήταν έγκυος κι εσύ βρισκόσουν ήδη στην Αθήνα μετά από δικό τους τηλεφώνημα, αφού σας είχαν ενημερώσει πως όλα ήταν έτοιμα αλλά, τελικά, δεν ήταν όλα έτοιμα. Ο μπαμπάς και η μαμά έμειναν σε ξενοδοχείο κι εσύ περίμενες μέσα να γίνει η μεταμόσχευση μετά την ολοκλήρωση των εξετάσεων και όλο και καθυστερούσαν. Κι έτσι η αναβολή ίσως και να σου κόστισε όμως κανείς δε θα μάθει ποτέ. Έτσι κι αλλιώς τι σημασία έχει. Δεν γυρίζει ο χρόνος πίσω. Γιο όλα αυτά θα μιλήσουμε αργότερα.
Με συγκίνησε, επίσης, πολύ, όταν μου είπε πως τις μέρες, που βρισκόσουν στο σπίτι σας περιμένοντας το μόσχευμα από την Αμερική για να ελεγχθεί και να επανελεγχθεί, κοιμόσουν πολλές ώρες, προφανώς ήσουν κουρασμένος τα φάρμακα κουράζουν άλλωστε προκαλούν κόπωση το γνωρίζω καλά, όμως τα πρωινά που έμπαινε στο δωμάτιό σου κι εσύ ήσουν τόσο πολύ της αγκαλιάς περισσότερο από κάθε άλλη φορά όπως μου είπε η αδελφή σου, την καταλάβαινες. Λοιπόν, άνοιγε την πόρτα του δωματίου σου και… « Μ’ έπαιρνε χαμπάρι σήκωνε την κουβέρτα και χτυπούσε το στρώμα του και μου έλεγε “έλα εδώ, κοιμού” κι εγώ πήγαινα κοντά του και τον αγκάλιαζα έχοντας την πλάτη του στην αγκαλιά μου και μύριζε ο λαιμός του τόσο πολύ μωρό είχε τη μυρωδιά ενός μωρού και του έλεγα μυρίζεις μπεμπέ κι εκείνος μου έλεγε πως μυρίζω μπισκότο Παπαδοπούλου» στα μπισκότα της εταιρείας αυτής δουλεύει ο κ. Στέλιος οπότε ήξερες πως μυρίζουν μιας και είχες καταναλώσει μπόλικα κι ενώ μου έλεγε όλα αυτά έβαλε τα κλάματα. Είπαμε πολλά ακόμη. «Μόνο εσείς μπαίνατε στο δωμάτιό του; Εσείς οι τέσσερις;» «Ναι. Κανείς δεν ήξερε ότι είχε έρθει σπίτι. Δεν ήθελε να το ξέρει κανείς. Είχε πει και σε μένα και στον Ντίνο να μην πούμε τίποτα σε κανέναν, ότι ήταν εδώ». Και όπως έμαθα μετά από τη μαμά εκείνη σου έλεγε « Μα, βρε, αγόρι μου θα με δούνε οι συμμαθητές, οι φίλοι του Ντίνου να τον πηγαινοφέρνω στο σχολείο και θ’ αναρωτηθούν τι δουλειά έχω εγώ μαζί με τον Ντίνο, αφού όλοι ήξεραν ότι λείπεις κι εμείς ήμασταν αυτοκόλλητοι θα με δούνε κι οι δικοί σου. Κι εκείνος μου έλεγε πως εσύ θα επιμένεις ότι εγώ λείπω». Θα σου πω κι άλλα πολλά παρακάτω όμως τώρα θα πούμε για την αδυναμία σου στον πολύ καλό της φίλο τον Σπύρο όπως ακόμη θα σου πω και για το παράπονό της. Ο Σπύρος, λοιπόν, ο καλός της φίλος ο οποίος έγινε και δικός σου φίλος αν και σας χώριζαν 15 χρόνια ηλικιακά αλλά αυτό έχει λίγη σημασία, σε φρόντιζε όταν πηγαίνατε να παρακολουθήσατε κάπου έξω τα ματς της αγαπημένης σας ομάδας και όπως μου είπε και η Μαρία « παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, γιατί 15 χρόνια δεν είναι λίγα κι επειδή τύχαινε να αγαπούν την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα πηγαίναμε όλοι μαζί να δούμε τα ματς και χαιρόντουσαν και αγκαλιαζόντουσαν, όταν ερχόταν η ώρα των πανηγυρισμών κι επίσης είχαν χημεία χαρακτήρων και συμφωνούσαν σε πολλές ιδεολογίες τους. Όταν ήταν στο νοσοκομείο παρά το γεγονός του ότι δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν κι ούτε μπορούσε να κουνηθεί, την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα στις 12 Δεκεμβρίου ζήτησε από τη μαμά να του τηλεφωνήσει για του μεταφέρει τις ευχές του στον Σπύρο. Τέτοια λατρεία του είχε όπως και ο Σπύρος για τον Μιχαήλ». Για το παράπονό της θα σου πω πιο κάτω. Πρώτα θα σου πω για το ότι η αγαπημένη σου αδελφή σου είχε αδυναμία ένεκα ο ΒΕΝΙΑΜΊΝ της οικογένειας. Και τώρα που το θυμήθηκα στην ερώτησή μου αν συζητούσαν με τον Ντίνο για σένα μου απάντησε « ο Ντίνος δε μιλάει. Κάθε φορά που η συζήτηση πηγαίνει προς τον Μιχαήλ εκείνος ξεσπάει σε κλάματα και νεύρα κι εγώ αυτό δεν το μπορώ κι έτσι το αποφεύγω». Επιπλέον «δε χρειάζεται να αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια σε ότι αφορά τον Μιχαήλ. Ας κρατήσει ο καθένας από εμάς ό,τι αναμνήσεις έχει από εκείνον για τον εαυτό του. Ο Μιχαήλ έφυγε, τελείωσε δε θα ξαναγυρίσει πίσω οπότε δεν έχει κανένα νόημα κι έτσι ας κρατήσουμε για τον εαυτό μας αυτά που ο καθένας μας πέρασε μαζί του».
Όσο για τη λέξη “κοιμού” , όπως μου είπε η μαμά μετά από δική μου ερώτηση για τη σημασία της μου εξήγησε η ίδια πως εκείνη συνήθιζε να σου το λέει χτυπώντας το μπράτσο της ενώ σε καλούσε για ύπνο « έλα Μιχαήλ Άγγελε κοιμού κοιμού».
Εκείνο το χαρτάκι, λοιπόν, όπου έγραψες με κόπο τα τελευταία σου λόγια μιας και η μάσκα του οξυγόνου σε εμπόδιζε να τα προφέρεις τα αποκωδικοποίησε η Μαρία μαζί με μια φίλη της. Της έδωσε ο μπαμπάς το χαρτάκι εκείνο το βράδυ που στο νεκροκρέβατο κείτονταν το κορμάκι σου και εκείνη με βοήθεια ζωντάνεψε τα λόγια σου: Μόνο αυτό μας έλειπε! Τα λόγια σου πριν μπεις στην εντατική. Δεν είχες ξαναμπεί ποτέ στην εντατική και αστειευόμενος έγραψες το παραπάνω «Μόνο αυτό μας έλειπε». Τρεις μέρες μετά κατέληξες, αγόρι μου γλυκό. Πόσο μας λείπεις!
Μου είπε πως μιλούσατε μέσω skype κι αυτό λίγες φορές μιας και δεν ήθελες και πολύ να μιλάς στο τηλέφωνο ακόμη και με τα ίδια σου τα αδέρφια. Σε περίμεναν τα Χριστούγεννα κι έτσι άσπρισαν το σπίτι οι δικοί σου να είναι καθαρό και απαλλαγμένο από μικρόβια. Γι’ αυτό άλλωστε όλοι μας ασπρίζουμε τα σπίτια μας και για σένα ένα παραπάνω. Αυτό που, κυρίως, ήθελα να πω είναι ότι έκαναν σχέδια, ζωγραφιές της αγαπημένης σου ομάδας στους τοίχους του δωματίου σου και η Μαρία πήρε το φορητό της υπολογιστή κι έκανε γύρω γύρω το δωμάτιο να σου το δείξει και αν κάτι δε σου άρεσε να το άλλαζαν όσο ήταν καιρός πριν γυρνούσες πίσω. Γύρισες πίσω αλλά χωρίς ζωή, αγόρι μου. «Ξεκίνησα να ντύνομαι εκείνο το πρωί της Τρίτης για να πάω στο πανεπιστήμιο. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο μπαμπάς και μου είπε: Μαρία είσαι σπίτι; Του απάντησα θετικά κι εκείνος συνέχισε… Ήρεμα Μαρία μην κάνεις τίποτα, ήρεμα, ο Μιχαήλ έφυγε. Μην κάνεις τίποτα σε λίγο θα έρθει ο Ντίνος σπίτι, εντάξει; Εντάξει του απάντησα. Και το κλείσαμε. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή εκεί που ήμουν στα χαμένα, κοιτούσα το κενό ντύθηκα κι έκανα να φύγω. Δεν το συνειδητοποίησα, έκανα πως δεν άκουσα τίποτα…». «Ίσως δεν ήθελες να πιστέψεις εκείνο που λίγο πριν είχες ακούσει από τον μπαμπά σου, ε, Μαρία;» της είπα. « Ίσως. Και τότε ήρθε ο Ντίνος με τη νονά μου κι εκείνη μ’ αγκάλιασε και τότε έκλαψα ενώ πριν δεν έκλαψα κι ένιωσα τύψεις γι’ αυτό.» «Για ποιο πράγμα ένιωσες τύψεις, Μαρία; Επειδή δεν έκλαψες τη σωστή στιγμή;» « Το νορμάλ εντός εισαγωγικών είναι όταν κάποιος ακούει κάτι στενάχωρο ν’ αρχίσει να κλαίει κι εγώ δεν το έκανα». Σε τέτοιες στιγμές τί, άραγε, είναι σωστό και τί λάθος; Τί είναι νορμάλ και τί μη νορμάλ; Θα μας πει κάποιος;
Είχες ανέβει στη Θεσσαλονίκη για δύο εβδομάδες περιμένοντας το μόσχευμα από τη Αμερική μόνο που οι εξετάσεις του μοσχεύματος για να κριθεί αυτό απολύτως εντάξει για τον οργανισμό σου τελικά δεν είχαν ολοκληρωθεί. Τη ρωτούσα προς το τέλος της κουβέντας μας και καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής αν θεωρούσε ότι θα ερχόταν το τέλος. Οι απαντήσεις της ήταν πάντα αρνητικές. Ακόμη και προς το τέλος όταν ο μπαμπάς της είπε ότι η κατάστασή σου ήταν δύσκολη για την ακρίβεια της είπε «είναι σοβαρά ο Μιχαήλ, σταθερά σοβαρά» στάθηκε στη λέξη «σταθερά».
Μιλούσαμε πάνω από μια ώρα μαζί, όπως και με τον αδελφό σου τον Ντίνο… Άκουσα πολλά, συγκινήθηκα, φορτίστηκα πολύ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι σου για να ξεκουραστώ κάποια στιγμή ενώ τον άκουγα. Κάποιες κουβέντες των δυο σου αδελφών μου φάνηκαν σαν κουβέντες εξομολογητικές. Λόγια, που δε θα έλεγαν κάπου αλλού παρά σε μένα για να τα γράψω κι έτσι ν’ ακουστούν.
Η Μαρία και ο Ντίνος. Ο Ντίνος και η Μαρία συμφωνούν διαφωνόντας ή διαφωνούν συμφωνόντας. Παρ’ το όπως θέλεις Μιχαήλ. Το βέβαιο είναι ότι σ’ αγάπησαν και σ’ αγαπούν περισσότερο απ’ ότι και απ’ όσο εσύ ποτέ φαντάστηκες. Και όχι μόνο αυτό. Σε θαύμαζαν και σε θαυμάζουν. Είδες; Δεν είσαι μόνο ο δικός μου ήρωας. Είσαι ένας ήρωας κι ένα παράδειγμα προς μίμηση για όσους είχαν την τύχη να σε γνωρίσουν και να ζήσουν μαζί σου.
Είχες επιστρέψει στο σπίτι σας από το νοσοκομείο που νοσηλευόσουν. Δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεσαι εκεί. Το στάδιο των θεραπειών είχε ολοκληρωθεί κι έτσι περίμενες το μόσχευμα από την Αμερική. Νοσηλευόσουν από τα τέλη Ιουλίου του 2013 ως και τα μέσα Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Γύρισες σπίτι και ήσουν πιο χαλαρός πιο ελεύθερος. Ήσουν ο εαυτός σου. Αυτός που έχανες κάθε φορά που έπρεπε να νοσηλευτείς. Έχανες τον εαυτό σου. Όταν επέστρεφες σπίτι πάντα έβρισκες τον Μιχαήλ. Εκείνον που άφηνες πίσω σου. Και αυτό το καταλαβαίνω. Μια από τα ίδια κι εγώ αγόρι μου. Άρνηση, απόσταση, θυμός, ντροπή, συστολή… Όλα μαζί.
Ήσουν μέσα στο δωμάτιό σου μόνος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Η μοναξιά ήταν δική σου επιλογή, οι πολλές ώρες ύπνου ήταν ό,τι συνεπάγονταν οι θεραπείες σου καθώς και η συναισθηματική σου χαλάρωση. Μετά από καιρό υπήρχες και πάλι στο δωμάτιό σου δίνοντας ζωή στα άψυχα ντουβάρια.
Ο Ντίνος δεν ήξερε από την αρχή τι ακριβώς σου συνέβαινε ή πιο σωστά δεν ήξερε καθόλου τι σου συνέβαινε. Αν ήξερε… μα και πώς να ξέρει. Έχετε μόλις δυο χρόνια διαφορά. Εσύ ήσουν στα έξι κι εκείνος στα οχτώ. Τι θα μπορούσαν να του πούνε οι γονείς σου! Από πού να ξεκινούσαν και με ποιον τρόπο… Άλλωστε τι θα γίνονταν κατανοητό από μέρους του. Ρώτησα και τη Μαρία και τον Ντίνο αν θεώρησαν, ότι οι γονείς σας τους κρατούσαν σε μια απόσταση ασφαλείας από το γεγονός και αυτό που πήρα ως απάντηση ήταν ένα «μάλλον, δεν μπορώ να γνωρίζω». Και αυτό είναι και το σημείο στο οποίο συμφωνούσαν, όπως και το ότι θα προτιμούσαν οι ίδιοι να ήταν στη θέση σου και αυτό ήταν κάτι που μ’ έφερε αντιμέτωπους μαζί τους. Ίσως μιλούσαν εκ του ασφαλούς ίσως και όχι. Η γνώμη μου έχει τη μικρότερη σημασία, αφού θέλω να αναφερθώ στα δικά τους λόγια. Ο Ντίνος μετανιώνει για τους καβγάδες σας, γιατί έχασε πολύτιμο χρόνο μαζί σου. Οι καβγάδες και τα χτυπήματα, όμως, συμβαίνουν μεταξύ αδελφών και πόσο μάλιστα μεταξύ αγοριών αυτής της ηλικίας. Κι ύστερα τα βάζει με τους γονείς σας. Δεν ήξερε, ότι τα φάρμακα σ’ έκαναν πιο αδύναμο. Ήθελε να το γνωρίζει. Δεν ξέρει από ποιον να ζητήσει ευθύνες. Άραγε χρειάζεται; Δε θέλει μάλλον να δεχτεί το φευγιό σου. Πάντα σε προστάτευε. Αυτός ήταν ο ρόλος του. Τώρα ποιον θα προστατεύει; Έτσι μου είπε. Δεν ξέρει αν γνώριζες το πόσο πολύ σ’ αγαπούσε. Ίσως να μη στο είπε ποτέ όμως μερικές τόσο απλές και τόσο δυνατές λέξεις είναι δύσκολο να προφερθούν.
Ο Ντίνος θέλει να ζήσει πολλά χρόνια να κάνει οικογένεια, παιδιά και σίγουρα θα δώσει σ’ ένα από αυτά το όνομά σου, όπως άλλωστε και η Μαρία. Ύστερα μου μίλησε για τη δύναμη της συνήθειας. Συνήθιζε να βγάζει πέντε πιάτα όταν έστρωνε το τραπέζι και πρόσφατα έβγαλε άλλα πέντε πιάτα. Αυτό το είχε κάνει και η Μαρία λίγες μέρες πιο πριν. Έβγαλε πέντε πιάτα όχι τέσσερα. «Μαρία τέσσερις είμαστε όχι πέντε», είπε η μαμά. Ο Ντίνος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε από την τραπεζαρία και πήγε στο δωμάτιο της αδελφής σας. Ο αδελφός σου, Μιχαήλ, όπως εγώ κατάλαβα δεν έχει τα στηρίγματα και τις άμυνες της αδελφής σου. Η ίδια μου είχε πει πως της ζητήθηκε να είναι δυνατή για τους γονείς σου «θα το έκανα έτσι κι αλλιώς και το έκανα ήθελα να το κάνω. Εκείνη την ημέρα, που περιμέναμε τους γονείς μου μαζί με τον Μιχαήλ κάθε ένας που έμπαινε στο σπίτι μου έλεγε να είμαι δυνατή για τους γονείς μου, κάτι που έτσι κι αλλιώς θα έκανα, γιατί εγώ έχω τα στηρίγματά μου και
ό, τι κι αν ήθελα να δείξω τη στιγμή εκείνη όπως κι αν αισθανόμουν δεν ήθελα να τραβήξω την προσοχή τους προς τα εμένα παρά να είμαι εγώ κοντά τους». Σε ό,τι αφορά τον Ντίνο του ζητήθηκε να είναι δυνατός για την αδελφή του. Πώς πάει όμως Μιχαήλ; Σίγουρα θα έπρεπε να σταθούν όλοι ο ένας δίπλα στον άλλο αλλά η μεγάλη απώλειά σου και το κενό που άφησες για όλους παραπέμπει στο ότι μένουμε δυνατοί για τους εαυτούς μας κι έτσι θα προσπαθήσουμε να τους προστατέψουμε και κατά συνέπεια να συμπαρασταθούμε ο ένας στον άλλο. Σε τέτοιες καταστάσεις οι άμυνες μας και οι αντοχές μας μειώνονται. Λογικό δεν είναι; Όσο για τα πέντε πιάτα που έπρεπε να γίνουν τέσσερα; Εγώ μίλησα για κεκτημένη ταχύτητα και ο Ντίνος για μια συνήθεια δεκαπέντε χρόνων. Του είπα πως τα τέσσερα πιάτα θα γίνουν μια άλλη συνήθεια.
Σου είπα πως δεν ήξερε από την αρχή ότι είχες λευχαιμία. Δεν ήξερε τίποτα κι έτσι όταν επέστρεψες σπίτι μετά τη θεραπεία σου την πρώτη φορά σε κορόιδεψε άθελά του που δεν είχες μαλάκια. «Καφρίλα κ. Πόπη αλλά το έκανα. Δεν ήξερα κι εκείνος μετά έκλαιγε. Αν ήξερα δε θα το έκανα. Τώρα μετανιώνω». Ύστερα μου είπε για το σακάκι του κοστουμιού σου που σου έδωσε και σου φόρεσαν στο φέρετρο. Αχ! Πώς μπορώ και γράφω για το φέρετρό σου!! Το δικό σου φέρετρο . Μα πώς αλλιώς… Βλέπεις είχες μόνο παντελόνι ένα μπλε παντελόνι κι ένα άσπρο πουκάμισο. Δε σου έκαναν τα ρούχα σου μιας και λόγω φαρμάκων ήσουν αρκετά πρησμένος κι έτσι ο Ντίνος σου έδωσε το σακάκι του δικού του κοστουμιού. «Δεν το συζητούσα εννοείται πως θα του έδινα το δικό μου» μου είπε. «Ο κάθε ένας από τους τρεις μας είχε κι έναν ρόλο. Η Μαρία ως μεγαλύτερη και ως γυναίκα είχε το ρόλο που της αντιστοιχούσε το μητρικό ρόλο και να κρατάει τα προσχήματα εσύ έκανες όλους να γελούν κι εγώ να τους προστατεύω. Όσο ζούσε είχα έναν ρόλο. Τώρα;». Μπερδεμένος ο Ντίνος, ε; Μέσα σε μια σύγχυση. Τον ακούω και τον ξανακούω. Τον ξέρεις όμως κι εγώ τον ξέρω από οκτώ χρονών και τώρα είναι είκοσι χρονών. Έχει τόσο συσσωρευμένο θυμό. Αργότερα μου είπε η μαμά ότι όλοι σας είστε θυμωμένοι. Κι εγώ είμαι θυμωμένη. Θυμωμένοι με τη λευχαιμία που όλους μας ξεπέρασε όπως και όλες οι σοβαρές ασθένειες μας ξεπερνούν. Θνητοί είμαστε, Μιχαήλ. Κοινοί θνητοί. Όμως δεν παραιτούμαστε. Κι εσύ δεν παραιτήθηκες. Εγώ ακόμη προσπαθώ αλλά τελευταία δυσκολεύομαι πολύ και κλαίω πολύ. Και τι πειράζει; Πειράζει; Μην ακούσω πως κι εσύ δεν έχεις κλάψει…
Είναι νύχτα Μιχαήλ και μόλις τελείωσε η Μαρία να μου μιλάει στο κασετοφωνάκι, που σου είπα ότι πήρα ειδικά για σένα. Είναι 4:30 το πρωί και σε δύο ώρες ξημερώνει Σάββατο 8 Μαρτίου 2014. Το σαββατοκύριακο θα καταγράψω τα κενά που δεν ανέφερα πιο πάνω σε ό,τι αφορά την αδελφή σου θα προσπαθήσω τουλάχιστον. Να σου πω, λοιπόν. Μου είπε ότι της έλειπες πολύ και ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση «Δεν θεωρούσα ότι ήταν κάτι σοβαρό μιας και είχαμε συνηθίσει τα νοσοκομεία, αφού ο Ντίνος μπαινοέβγαινε κι εκείνος στα νοσοκομεία λόγω του άσθματος». Σου τα είπα και πιο πάνω, ε; Είμαι άυπνη είναι και ξημέρωμα…Τι να κάνω, Μιχαήλ; Δασκάλα είμαι δεν είμαι συγγραφέας. Το ξέρεις άλλωστε. Συνεχίζω, λοιπόν. Τώρα θα μιλήσουμε για τον Ντίνο, καλά;. Θα απαντήσω εγώ
« Ναι κ. Πόπη να μιλήσουμε για τον Ντίνο τώρα».
Ξεκινήσαμε την κουβέντα μας με τον Ντίνο πάλι στο δωμάτιό σου. Αυτή τη φορά εγώ ξάπλωσα στο κρεβάτι σου, αφού είχα ήδη κουραστεί αρκετά πιο πολύ από τη συναισθηματική φόρτιση λόγω της προηγούμενης κουβέντας που είχα με την αδελφή σου και εξαιτίας της αρκετής ώρας που από νωρίς το πρωί ήμουν καθισμένη στο αμαξίδιό μου. Ο Ντίνος καθόταν στην καρεκλίτσα του γραφείου σου δίπλα μου. Έβαλα το κασετοφωνάκι μου.
Ο Ντίνος, λοιπόν, είναι πολύ θυμωμένος, όπως κατάλαβες. Λογικό δεν είναι; Σου το είπα και πιο πριν. Πολύ θυμωμένος ο αδελφός σου «Θύμωσα όχι τόσο με τους γονείς μου όσο με το ότι η κατάληξη αυτή με βρήκε απροετοίμαστο. Δεν ήξερα. Αν ήξερα θα συμπεριφερόμουν διαφορετικά δεν θα μαλώναμε αν ήξερα ότι τα φάρμακα τον κάνουν αδύναμο και για αυτό το λόγο δεν μπορούσε να με αντιμετωπίσει στα ίσα». Μου είπε για τη Μαρία ο Ντίνος ότι «εκείνη ήξερε ίσως γιατί ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα, είχε περισσότερο το γονίδιο της μαμάς και μπορούσε να κρατήσει το σπίτι, ίσως επειδή ήμουν στην εφηβεία και φοβόντουσαν οι γονείς μου την αντίδρασή μου αν μάθαινα κάτι… Δεν ξέρω. Ίσως έτσι θεώρησαν ότι ήταν καλύτερα». Είχε προηγηθεί, βέβαια, μια άλλη κουβέντα. Με τον Ντίνο είχατε διαφορά ηλικίας δύο χρόνια ενώ με την Μαρία επτά χρόνια. Όταν έγινε η διάγνωση της λευχαιμίας εσύ είχες περάσει τα έξι. Η διάγνωση έγινε δυο μήνες μετά την εμφάνιση των προβλεπόμενων συμπτωμάτων, αφού μέχρι να γίνει η διάγνωση σε πήγαιναν από τον Άννα στον Καϊάφα… Ο Ντίνος ήταν οκτώ χρονών τότε. Τι να του έλεγαν Μιχαήλ; Ακόμη και για όλα αυτά είχε τον αντίλογό του ο Ντίνος «Γιατί δεν έγινε τίποτα από πιο πριν γιατί υπήρξε καθυστέρηση;» Σε κάποια σημεία της κουβέντας μας ο Ντίνος χαμήλωνε τον τόνο της φωνής του μετανοιωμένος για το χρόνο που είχε χάσει μαζί σου και γιατί δεν μπόρεσε να σε βοηθήσει, γιατί πίστευε ότι μπορούσε να σε βοηθήσει όμως εγώ, νομίζω, ότι ήταν μάταιο και άδικο όλο αυτό για εκείνον αλλά πως θα μπορούσα ή και κάποιος άλλος πως θα μπορούσε να μην τον δικαιολογήσει; «Ήμουν αδελφός του, δυο χρόνια διαφορά γιατί να μην μπορώ να τον βοηθήσω; Γιατί να μην είμαι δότης και να μην μπορώ να του δώσω μόσχευμα;», μου είπε ο Ντίνος. Κι εγώ με τη σειρά μου του απάντησα «αφού δεν ήσουν συμβατός ούτε εσύ ούτε η Μαρία πως μπορούσατε να τον βοηθήσετε; Εσύ με τη Μαρία είσαστε συμβατοί εκείνος πάλι όχι μαζί σας.» «Ήτανε κι αυτή η γκαντεμιά κι έπρεπε να ψάξουμε σε όλο τον κόσμο για να βρούμε συμβατό δότη».
Μάλλον επαναλαμβάνομαι Μιχαήλ. Είναι ώρα να το πάρω από την αρχή, όπως και άλλα πολλά. Θα συμπληρώσω, θα αφαιρέσω, θα συνεχίσω τη συγγραφή μου για σένα και για μένα. Άλλωστε μας το χρωστάω.
Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με τον Ντίνο σε ό,τι αφορούσε εσένα πάντα μιλούσαμε αδιάφορα για ποδόσφαιρο και για το γήπεδο, που κάναμε σχέδια σε ποιο ματς θα πηγαίναμε. Μιλούσαμε για την αγαπημένη μας ομάδα και ο λόγος που το έκανα ήταν για να μην φορτιστεί από την αρχή της κουβέντας μας ο αδελφός σου, γιατί μετά από τόσες συναντήσεις και συζητήσεις που είχα κάνει και που θα εξακολουθήσω να κάνω με δικούς σου ανθρώπους κατάλαβα ότι ο πόνος τους για το χαμό σου εξακολουθεί να είναι το ίδιο δυνατός όσο και τη μέρα που χάθηκες κι εγώ προσπαθώντας να πάρω όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες ενίσχυα τον πόνο τους χωρίς να το θέλω και αυτό συνέβαινε και με μένα την ίδια. Να, λοιπόν, πως ξεκινήσαμε.
«Πάμε, λοιπόν, Ντίνο. Είσαι έτοιμος; Ο Μιχαήλ ήταν έξι χρονών όταν έγινε η διάγνωση και συ ήσουν οκτώ.» Εκεί που μιλούσε με βροντερή φωνή στη στιγμή χαμήλωσε το τόνο της φωνής του. «Από πού να αρχίσω;» «Από την αρχή, όπως κάναμε και με τη Μαρία.» «Καταρχήν να σας πω πως δεν ήξερα τίποτα. Δεν ήξερα καν τι σημαίνει η λέξη λευχαιμία. Έμαθα για τη λευχαιμία την τρίτη φορά που υποτροπίασε και κατεβήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα ούτε καν τη δεύτερη φορά δεν μου είπε κανείς κάτι». Στο σημείο αυτό άκουσα κάτι από τον αδερφό σου που δεν περίμενα να ακούσω με αιφνιδίασε και συνεχίσαμε τη κουβέντα μας «τι λες τώρα Ντίνο μου; Τόσα χρόνια τι ήξερες τόσα χρόνια!!» «Ήξερα ότι έχει έναν ιό, ότι έμπαινε στο νοσοκομείο για να κάνει θεραπείες κι ότι όλα θα ήταν καλά. Ακόμη και όταν ο Μιχαήλ ήταν τρεις μέρες σε κώμα εγώ δεν ήξερα τίποτα». Ξαφνιασμένη του λέω «κάτσε Ντίνο εγώ θεωρούσα ότι αφού ακόμη κι εγώ η ίδια το ήξερα χρόνια τώρα ενώ ήταν εκείνος μικρούλης στη πρώτη δημοτικού, θεωρούσα ότι τα αδέρφια του το ήξεραν οι γονείς εννοείται…» και τότε εκείνος ακόμη πιο χαμηλόφωνα συνέχισε «και γι’ αυτό κι εγώ νευρίασα με τον μπαμπά και την μαμά. Δεν ξέρω γιατί δεν μου είπαν τίποτα ακόμη και μετά το τέλος της δεύτερης υποτροπής. Ίσως έτσι θεώρησαν ίσως γιατί η Μαρία ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα και ήξερε περισσότερα ίσως γιατί ήταν γυναίκα και είχε περισσότερο το γονίδιο της μαμάς να κρατάει το σπίτι ίσως γιατί ήμουν στην εφηβεία και με φοβόντουσαν… δεν έχω ιδέα.»
Θα συνεχίσουμε με τον Ντίνο, με τη Μαρία και με τους γονείς σου αλλά πρώτα θα ήθελα να σου πω τι αντιλαμβανόμουν και τι άκουγα κι εγώ η ίδια μέσα από τις κουβέντες μας και τους διαλόγους μας. Μου μιλούσαν τα αδέρφια σου, όπως μετά και οι γονείς σου στο πρώτο πληθυντικό για σένα. Συνέπασχαν μαζί σου το οποίο βρίσκω λογικό, απόλυτα δικαιολογημένο και πολύ πολύ τρυφερό. Μιλούσαν με πόνο, απογοήτευση, άρνηση, θυμό, ενοχές… Ενοχές που μεταφράζονταν και σε τύψεις όπως οι τύψεις που ένοιωσε η Μαρία γιατί δεν έκλαψε τη σωστή θεωρητικά στιγμή, τύψεις για τον Ντίνο που δε ρώτησε δεν έψαξε την ώρα που εκείνος θεωρούσε ότι έπρεπε για την αλήθεια και επιπλέον σε ότι αφορά τον Ντίνο ενοχές γιατί κάποια στιγμή σε κορόιδεψε εν αγνοία του που δεν είχες μαλλάκια μετά την επιστροφή σου. Αυτά όλα έγιναν ενώ δεν ήξερε ο Ντίνος, η επιστροφή σου όμως αυτή σήμανε συγχρόνως και το τέλος των θεραπειών σου και τη σταδιακή αποθεραπεία σου όμως τι να έβαζε με το νου του ένα οκτάχρονο παιδί. Επίσης θα αναφερθώ και πάλι στον αδερφό σου «λάθος μου που δεν έψαξα να βρω τι ακριβώς συνέβαινε στον Μιχαήλ όταν πια είχε ξεπεράσει και τη δεύτερη υποτροπή. Δεν ήξερα πόσο χάλια ήταν η κατάσταση». Σε ότι αφορά τους γονείς σου ήταν έτοιμοι να δώσουν και την ίδια τους τη ζωή για να σε κρατήσουν ζωντανό, που αρνήθηκαν τα πάντα για σένα, δε νοιάστηκαν καθόλου ούτε καν το σκέφτηκαν ότι βίωναν ένα διαρκή εφιάλτη τους αρκούσε και ήθελαν να είναι δίπλα σου και η μαμά πιο πολύ μετά από δική σου παράκληση σου κρατούσε το χέρι ακόμη κι ενώ ήσουν νεκρός μέσα στο φέρετρο. Σου κρατούσε το χέρι για να παραμείνεις ζεστός.
Θα σου πω μόνο τη πρώτη μου εντύπωση όταν σε συνάντησα και μετά επιστρέφουμε. Όταν σε συνάντησα, λοιπόν, δεν ήξερα πως είναι να κάνεις μάθημα σε ένα εξάχρονο παιδάκι πρώτης δημοτικού το οποίο είχε λευχαιμία. Είχε προηγηθεί, βέβαια, η επίσκεψή μου στο άλλο παιδί που όρισε η πρωτοβάθμια εκπαίδευση Θεσσαλονίκης να πηγαίνω για μάθημα. Εκείνος ήταν δώδεκα ετών στην έκτη δημοτικού με άλλη μορφή καρκίνου όμως τώρα μιλώ για σένα. Είδα λοιπόν, ένα παιδάκι εσένα χωρίς μαλλάκια, λίγο πρησμένο- προφανώς από τα φάρμακα- αλλά με ένα μεγάλο χαμόγελο και δυο μάτια λαμπερά με καλωσόρισαν. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε στην ώρα τους.
Συνεχίζουμε με τον Ντίνο. «Αυτό που ήταν το μότο ήταν ότι όλα θα πάνε καλά τώρα θα βγει ύστερα θα βγει… θα κάνουμε αυτό θα κάνουμε εκείνο… ήξερα ότι ψάχνουνε και όταν έψαξα και έμαθα, γιατί άκουσα κατά λάθος να λένε κάτι για νωτιαίο μυελό δε μου άρεσε». Κι όλα αυτά μου τα είπε ενώ γνώριζε, υπέθετε ότι έχεις μια ίωση «πως το άκουσες αυτό κατά λάθος;» «Το άκουσα προς το τέλος της δεύτερης φοράς» και συνεχίσαμε τη κουβέντα μας «δεν ήξερες τίποτα ούτε τη πρώτη φορά ούτε τη δεύτερη φορά. Τη πρώτη φορά που ήταν ουσιαστικά η διάγνωση ήσουν μικρούλης. Σκέφτηκες ποτέ ότι ίσως για το λόγο αυτό να μη σου είπαν τίποτα; Ήσουν μικρός.» «Ναι, αλλά δεν κατάλαβα, γιατί δεν μου είπαν τίποτα και μετά. Ίσως θεώρησαν ότι δεν χρειάζονταν να ξέρω, αφού το περάσαμε τελείωσε… πάμε για άλλα.» «Ναι αλλά εσύ τελικά θύμωσες μαζί τους.» Και μ’ ένα θυμωμένο και κοφτό γέλιο μου απάντησε «πολύ γιατί…» Στο σημείο αυτό τον διέκοψα και τον ρώτησα αν θύμωσε με τους γονείς σας με την αδελφή σας τελικά με τί απ’ όλα; «Δε θύμωσα με τους γονείς μου όχι θύμωσα αλλά πιο πολύ επειδή με βρήκε απροετοίμαστο. Δεν περίμενα καν να ακούσω αυτό το πράγμα ως το πρωί στις δεκαοκτώ Δεκεμβρίου. Όταν είδα τους καθηγητές μου να με κοιτάζουν με μια λύπηση και τη νονά της αδερφής μου να κλαίει περιμένοντάς με έξω από το σχολείο… κατάλαβα αμέσως.» « Εσύ είπες πως δε γνώριζες τίποτα δεν είχες ούτε υποψία για την κατάληξη οπότε πώς το κατάλαβες;» «Την τρίτη φορά έψαξα αλά στον όρο καρκίνος σταμάτησα. Δεν ήθελα να συνεχίσω να διαβάζω ακόμη και μετά στο μάθημα της Βιολογίας στο σχολείο δεν ήθελα να πάω. Δεν την “πάω” τη λέξη. Το ξέρω δεν είναι…» Κι αναρωτιέμαι τι ακριβώς δεν είναι ή τι είναι. Δεν είναι σωστό ή μήπως είναι παράξενο. Ας μας πει κάποιος. Αδέλφια μαθαίνουν το θάνατο του μικρού αγαπημένου αδελφού και φίλου τους πως θα μπορούσαν ν’ αντιδράσουν άραγε μετά από τόσα χρόνια γνώσης, άγνοιας, άρνησης, ελπίδας… ο καθένας και η καθεμία από εμάς μπορεί να πει ό,τι θέλει αλλά στη θέση αυτών των παιδιών μπορεί να έρθει όποιος και όποια έχει χάσει αδέρφια.
Είδα τον αδελφό σου πολύ θυμωμένο αγόρι μου, και στο πρόσωπο αλλά και μέσα από τα λόγια του «όχι δεν πάει έτσι. Όταν τον έβλεπα χαρούμενο, χαμογελαστό με καλή ψυχολογία, γιατί να φανταστώ κάτι τέτοιο.» Κι όμως, Μιχαήλ, αλίμονο! Ξέρεις όπως ξέρω κι εγώ, ότι πίσω από ένα χαμόγελο ενός πονεμένου ανθρώπου ίσως και να κρύβεται θλίψη και παράπονο και στενοχώρια. Και τώρα που το γράφω αυτό δακρύζω.
Και συνεχίζω… « Όταν έβλεπα όλα να πηγαίνουν,τελικά μόνο θεωρητικά, καλά, γιατί να πιστέψω ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο και επιπλέον όταν ήρθαν κάποιοι γιατροί από την Αμερική και μας επιβεβαίωναν ότι όλα είναι μια χαρά επιμένω, γιατί να πιστέψω κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και μ’ έπιασε απροετοίμαστο.» Είπαμε πολλά με τον αδελφό σου και κάποια στιγμή αναφερθήκαμε και πάλι στους γονείς σας και ρωτώντας τον αν τίθεται θέμα συγχώρεσης ως προς εκείνους, το θέμα αυτό το είχαμε κουβεντιάσει πολύ με τον αδελφό σου μου είπε πως δεν είναι αυτό το θέμα, αφού «ποιος είμαι εγώ δεν είμαι ο Πάπας για να τους συγχωρέσω» κι όλα αυτά για να τα βάλει τελικά με το Θεό και να μου πει πως χάθηκε η πίστη του σ’ Εκείνον, που και πάλι, δική μου άποψη Μιχαήλ, προέκυψε θέμα αμφισβήτησης ως προς τον Θεό ακόμη και από τους γονείς σου. Πόσο παράλογο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο αλλά και πόσο παράλογο μπορεί και να μην είναι… Συνεχίζει, λοιπόν, ο αδελφός σου « δεν πιστεύω πια και δεν πιστεύω, γιατί αν πιστέψω θα έχω να ρίξω κάπου τις ευθύνες δηλαδή στο Θεό. Δεν ήταν κανενός φταίξιμο παρά ήταν δική του επιλογή να φύγει.» «Τι μου λες τώρα Ντίνο, ότι ήθελε να πεθάνει ενώ πρόσφατα η ίδια έμαθα ότι ήθελε να ζήσει;» «Δεν ήθελε να πονάει άλλο και να περάσει πάλι τις ίδιες καταστάσεις. Έτσι ξεροκέφαλος όπως ήταν όταν ζούσε έτσι ξεροκέφαλος τελείωσε. Η επιλογή του ήταν αυτή για να μην του δίνει πια κανείς εντολές. Δε θα μάθω ποτέ τι ακριβώς συνέβη κι αν ακόμη ήταν ιατρικό λάθος αλλά εγώ πιστεύω ότι ο θάνατος ήταν δική του επιλογή. Ίσως, μάλλον, έτσι θεωρώ…» δίχως να καταλήγει κάπου αλλά και πώς να καταλήξει; Ο πόνος που έχει ο κάθε ένας από εμάς για τους δικούς του λόγους οδηγεί πάντα στο ανεξήγητο, στην ηττοπάθεια, στην απόγνωση. Και τελικά τίποτα. Έτσι απλά.
Λοιπόν, αγόρι μου, ο αδελφός σου θεώρησε, ότι έπρεπε να γνωρίζει τουλάχιστον τα στοιχειώδη για την ασθένειά σου. Θυμός, ενοχές, απορία «γιατί να μη ξέρω τίποτα;» Σε ό,τι αφορά τα μαλλάκια σου που είχες χάσει εξαιτίας των θεραπειών σου τη πρώτη φορά ρώτησα «ήξερες τι συνέβαινε; Δεν ήξερες, ήσουν οχτώ χρονών και σ’ αυτή την ηλικία ούτε που θα καταλάβαινες ακόμη κι αν σου έλεγαν γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει οπότε… ή μήπως νόμισες, ότι εκείνος καταλάβαινε τι του συμβαίνει;» «Όχι δεν ήξερε ως και τη τρίτη φορά, αφού τότε υποχρέωσαν τους γονείς μας να του το πουν για να το πολεμάει με περισσότερη δύναμη και περισσότερο πάθος. Αν όμως αυτό έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα, γιατί εκεί που ήταν και internet είχε και δικό του υπολογιστή ο ίδιος είχε κοντά του κι αν έμπαινε και έψαχνε και μάθαινε τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της τρίτης υποτροπής…» Τον ρώτησα αν αυτές ήταν δικές του σκέψεις ή σκέψεις των γονιών σας. Η απάντησή του; «Αυτά ήταν οι σκέψεις των γονιών μου τις οποίες άκουσα κατά λάθος». Το κατά λάθος αυτό ήταν ενώ κρυφάκουγε, όπως ο ίδιος ο Ντίνος μου ομολόγησε, τις κουβέντες εκείνων. Πως αλλιώς, Μιχαήλ; «Δεν με καταλάβαιναν όταν τους κρυφάκουγα. Οι ίδιοι, όταν ερχόταν η συζήτηση γύρω από τη περίπτωση του Μιχαήλ μου τα παρουσίαζαν όλα τόσο ιδανικά τόσο ουτοπικά…» Στο σημείο αυτό ο Ντίνος ανέβασε τους τόνους και σταμάτησε με τον ακόλουθο τρόπο «…και ξαφνικά τσακ! Βρισκόμασταν στην ίδια κατάσταση». Έχω να σου πω και το εξής Μιχαήλ, οι γονείς σας προσπαθούσαν να κρατήσουν σε απόσταση ασφαλείας τα δυο σου αδέλφια. Η Μαρία ήξερε περισσότερα κι αυτό είναι αλήθεια όμως και τι μ’ αυτό; Και οι τρεις σας δάχτυλα από κάθε παλάμη του μπαμπά και της μαμάς. Όποιο δάχτυλο κι αν τους έκοβαν το ίδιο θα πονούσαν, αυτό, νομίζω, δεν το είχε καταλάβει ο Ντίνος και κόπηκε το δικό σου δάχτυλο στην παλάμη των γονιών σου. Αβάσταχτος ο πόνος.
Νομίζω, ότι η άγνοια του Ντίνου μετά από ένα σημείο έγινε επιλογή του. Δεν ήθελε και δεν περίμενε να ακούσει την κατάληξή σου. Η δύναμή σου και η αδιαφορία σου για τη λευχαιμία τον έπειθαν για το ότι θα έβγαινες νικητής. Μέσα στην άγνοιά του κατά έναν τρόπο γνώριζε αλλά ως το τέλος ήταν κοντά σου έστω και νοερά αφού εσύ έλειπες και γυρνώντας εσύ θα ήσουν η προτεραιότητά του. Δεν ξέρω, Μιχαήλ, κατά πόσο έχει ξεσπάσει ο αδελφός σου. Τα δάκρυα πολλές φορές είναι λυτρωτικά κι εκείνος δεν έκλαψε όσο θα ήθελε «τώρα εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού μην κλάψεις» του είχε πει ο μπαμπάς το βράδυ που σε ξενυχτούσαν αλλά έτσι πάει; «Αν σου έλεγαν όλα αυτά που θα ήθελες να ξέρεις, Ντίνο, τι θα άλλαζες;» «Δε θα μάλωνα μαζί του». Προσπάθησα πολύ να τον απαλλάξω από τις ενοχές του όπως, επίσης, προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει, ότι οι γονείς σας δε θεωρούσαν ώριμη τη Μαρία και ανώριμο τον Ντίνο, δεν ξεχώριζαν τα δυο σου αδέλφια κι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζω προσωπικά. Στη συνέχεια δέχτηκε όλα αυτά που του έλεγα και ο ίδιος συμπλήρωσε, σημείο στο όποιο συμφωνήσαμε και οι δύο, ότι η Μαρία ως γυναίκα και πέντε χρόνια μεγαλύτερή του ήταν ωριμότερη. Είπαμε για τη ζωή και τα χρονικά περιθώρια, που θεωρητικά μας έχουν δοθεί και μη έχοντας υγεία όπως εσύ κι εγώ τρέχουμε να προλάβουμε την κάθε στιγμή. Υπάρχει δίψα γι’ αυτήν και προσπαθούσες, σκέψου, ότι, εγώ ακόμη προσπαθώ, ίσως μάταια κάποιες φορές να γεμίσουμε τα κενά ψάχνοντας αφορμές κι όχι βρίσκοντας αιτίες κι ύστερα λέω όχι, όχι μάταια. Κι αφού, λοιπόν, υπερθεματίσαμε με το θέμα των ενοχών του συνεχίσαμε την κουβέντα μας «το ότι είμαι αγόρι, ίσως είμαι ανώριμος δε σήμαινε ότι έπρεπε να μαλώνουμε, γιατί εγώ δε μεγάλωσα έτσι μεγάλωσα με άλλες αρχές. Γυμνάζομαι δεκατρία χρόνια δε θα τολμούσε κανείς να τον πειράξει, γιατί πάντα θα μ’ έβρισκαν μπροστά του κι όμως σ’ αυτή τη περίπτωση δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω γιατί να μη μπορέσω;» Κι εγώ με τη σειρά μου ρώτησα, πώς να τον βοηθούσες; «Ακόμη και δότης να ήμουνα δε μπορεί! Αδελφός μου ήταν δυο χρόνια διαφορά ηλικίας γιατί να μη μπορώ να τον βοηθήσω. Το ξέρω, ότι δεν μπορούσα, γιατί ακόμη κι αν ήμασταν συμβατοί ήμουν μικρός θα κινδύνευα». Ο αδελφός σου αυτοαναιρούνταν διαρκώς όμως και πάλι ας έρθει ένας μόνο ένας να μας κρίνει! Του υπενθύμισα πως είχαν γίνει από νωρίς οι απαραίτητες ενδοοικογενειακές εξετάσεις και κανείς από τους τέσσερις δεν ήταν συμβατός μαζί σου. «Το ξέρω αλλά γιατί κι έπρεπε να ψάξουμε σε όλο τον κόσμο για συμβατό δότη.» «Αυτά τα γιατί σου, Ντίνο θα μείνουν αναπάντητα» και τον προέτρεψα να κλάψει αφού ήδη είχαμε φορτιστεί πολύ και οι δύο. Μου αρνήθηκε λέγοντας, ότι το έχει κάνει κι ολοκληρώθηκε για εκείνον ο κύκλος των δακρύων. Πως γίνεται αυτό μου είπε πως βγαίνει τα βράδια στη βεράντα του δωματίου του και μιλάει μαζί σου πίνοντας μπυρίτσα. Δε μου είπε τι κουβεντιάζατε και δεν τον ρώτησα. Προφανώς εσείς ξέρετε. «Παρόλο που έμαθες από τη Μαρία, ότι έχετε 20% πιθανότητες να ζήσει ο αδελφός σας εσύ περίμενες αυτή τη κατάληξη;» «Όχι ίσως εθελοτυφλούσα ίσως δεν ήθελα να το πιστέψω δεν ξέρω δεν μπορούσα να σκεφτώ, ότι δεν θα ήμασταν πέντε, ότι το καλοκαίρι δε θα πηγαίναμε για μπάνιο όλοι μαζί και μετά μια βόλτα στη παραλία. Τώρα κανείς δε σηκώνεται για μια βόλτα, γιατί δεν είναι ο Μιχαήλ να μας παρακινήσει και τώρα χάθηκε αυτή οι συνήθεια.» «Μπορεί να βρείτε μια συνήθεια που θα είναι των τεσσάρων.» Μου είπε πως δε θα είναι ποτέ πια το ίδιο.
Κάπου εδώ ξεκινούν να συγκλίνουν οι απόψεις του Ντίνου με εκείνες της Μαρίας μόνο που ο καθένας τους το εξέφραζε με διαφορετικό τρόπο. Του είπα, επίσης, ότι η δεκάχρονη ιστορία με τον αγώνα κατά της λευχαιμίας ήταν το παράλογο που έγινε λογικό. Το παράλογο ήταν ο θάνατος και τελικά αυτός ο παραλογισμός μετατράπηκε στη λογική κατάληξη ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού. Συνεχίζοντας με τον Ντίνο γυρίσαμε δέκα χρόνια πριν, όταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της ασθένειάς σου ενώ βρισκόσασταν στο εξοχικό των παππούδων σας. «Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ο Μιχαήλ είχε ήδη κλείσει τα έξι και η μαμά είχε δει μια φουσκάλα στο λαιμό του. Αυτή η φουσκάλα κινούνταν και ίσως και να τον εμπόδιζε στην αναπνοή. Ψάχνανε για καιρό τι ήταν αυτό. Γιατί δεν είχε γίνει τίποτα από τότε, αφού η ιστορία κράτησε για δέκα χρόνια». Έτσι μου είπε ο Ντίνος δηλαδή θεώρησε εμμέσως πλην σαφώς, ότι αν η διάγνωση γίνονταν νωρίτερα τότε ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά όμως και πάλι τι σημασία είχε πια, όλα είχαν πάρει ένα δρόμο του οποίου το τέλος ήταν αδιέξοδο. Μου ανέφερε κάποιο φάρμακο , που έπαιρνες με συνταγή γιατρού και το οποίο ενδεχομένως να επιτάχυνε την υποτροπή σου «είναι δυνατόν ένα τέτοιο φάρμακο να το δίνει γιατρός… όλα αυτά μου προκαλούν νεύρα». Εξακολουθούσε με εκνευρισμό να μου λέει, ότι θα ήθελε να ξέρει τον υπεύθυνο για την κατάληξή σου. Οι γιατροί, αγόρι μου, είναι πάντα οι υπεύθυνοι- ανεύθυνοι, γιατί έτσι μας βολεύει γιατί έτσι είναι δε ξέρω και δε θα μάθουμε ποτέ. Μετά απ’ αυτό ο Ντίνος μου έκανε μια ερώτηση «είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς τους υπεύθυνους – ανεύθυνους;» «Εσύ γιατί τι μπορούσες να κάνεις;» «Να του δώσω νωτιαίο μυελό…» Η απάντηση οδηγούσε πάλι στα ίδια.
Συνδυαστικά τα δυο σου αδέλφια δεν περίμεναν το θάνατό σου αν και, νομίζω ότι γνώριζαν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση όπως και οι ίδιοι οι γονείς σου. Η θετική σκέψη, η αδιαφορία προς τη πραγματικότητα, η απόρριψη της σκληρής αλήθειας, η δύναμη, ο πόνος και η πίστη μας λέγαμε πως θα μας δικαιώσουν όμως αλλοίμονο! Η Μαρία στάθηκε στη λέξη σταθερά, ο Ντίνος ακόμη κι όταν έμαθε, ότι οι πιθανότητες να μείνεις στη ζωή ήταν ελάχιστες είπε «όχι δεν περίμενα το τέλος», ο κύριος Στέλιος κι εγώ ψάχναμε για δότες αιμοπεταλίων τα οποία χρειαζόσουν κι ενώ κάτι είχαμε βρει, έστω και τη τελευταία στιγμή, οι γονείς σου με την αδικαιολόγητη για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του θεραπευτηρίου στο οποίο βρισκόσουν, αισιοδοξία τους κατάφερναν να «παραπλανούν» άπαντες και πρωτίστως τους εαυτούς τους. Αυτό εγώ το ονομάζω μεγαλείο.
Η Μαρία έκλαψε, γέλασε ενώ μιλούσαμε γεμάτη πικρία για σένα που έχασε «ο κλαυσίγελος, φυσιολογικό, αφού ήταν αίμα σου Μαρία» της είπα και το αίμα μας πονάει, Μιχαήλ, κι εσύ το ξέρεις καλά. Το ξέρεις κυριολεκτικά. Ο αδελφός σου γεμάτος θυμό, νεύρα, απορία ψάχνει και παλεύει με τον εαυτό του αλλά δεν σε βρίσκει πια για να σε προστατεύσει. Όταν τον επανέφερα στην πραγματικότητα « δε θα γυρίσει πίσω, Ντίνο, πάει τελείωσε όσο σκληρό κι αν σου ακούγεται αυτή είναι η αλήθεια». Οι νεκροί δε γυρίζουν πίσω και μου είπε και το παρακάτω, που μου έκανε εντύπωση δεν ξέρω τι σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή «θα γυρίσει δε θα γυρίσει δεν ξέρω. Είχαμε ένα συμβάν στην Ιερουσαλήμ…» Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου έλεγε αλλά συνέχισε μιλώντας μου για το Λάζαρο που αναστήθηκε και τον Ιησού «εσύ μου είπες πως δε πιστεύεις πια στο Θεό εκείνοι πίστευαν» «Ο μπαμπάς και η μαμά πιστεύουν.» Δε θα ξαναγυρίσεις πίσω κι αυτό είναι αυτονόητο για όλους μας αλλά θα υπάρχεις πάντα στη καρδιά μας.
Τα δυο σου αδέλφια, λοιπόν, μου περιέγραψαν τι έγινε στο σπίτι και τι ένοιωσαν όταν πια γύρισες στο σπίτι σας νεκρός μετά τη τελευταία μάχη που έδωσες στον άνισο αγώνα με τη λευχαιμία αλλά τώρα θέλω να πούμε για τους γονείς σου παρά το ότι δεν τελειώσαμε με τον Ντίνο και τη Μαρία.
Όσο μου μιλούσε η μαμά όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησα να πάρω τη θέση της. Τρομακτική και μόνο η σκέψη. Όταν πλέον ήρθε η στιγμή να μιλήσω με τους γονείς σου εκείνοι κάθισαν δίπλα δίπλα, ο κύριος Στέλιος, ο οποίος ήταν πάντα κοντά μου σε όλη αυτή τη προσπάθεια που κάνω για να γράψω τη δική σου ιστορία, κάθισε απέναντι από τους γονείς σου κι έτσι μπορούσε να βλέπει τις αντιδράσεις τους και να μου τις περιγράφει και τέλος εγώ είχα ξαπλώσει κουρασμένη σωματικά και φορτισμένη ψυχολογικά στον καναπέ δίπλα από τους γονείς σου χωρίς να τους βλέπω. Κι έτσι ξεκίνησαν να μου μιλούν για σένα που η μοίρα και η ζωή τους στέρησαν. Ξεκινήσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι της δεκάχρονης ιστορίας σου με τη λευχαιμία. Εκείνοι μου μιλούσαν συμπληρώνοντας και όχι διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. Πρώτη η μαμά μας είπε ότι η αρχική ένδειξη ήταν ένα γρομπαλλάκι στο λαιμό σου τον Αύγουστο κι ενώ βρισκόσασταν στις καλοκαιρινές σας διακοπές. Ήταν Αύγουστος του 2003 είχες κλείσει ήδη τα έξι. Έτσι ξεκίνησε η πολύμηνη αναζήτηση της αιτίας και αυτή η αναζήτηση, όπως σου είπα και πιο πάνω, σας οδηγούσε από τον Άννα στο Καϊάφα μέχρι να αποδειχτεί ότι ήταν καρκίνος. Όμως πιο κάτω θα μιλήσουμε αναλυτικότερα. Ας ξεκινήσουμε.
Σ’ αγκάλιασε η μαμά κι έτσι άγγιξε ένα γρομπαλλάκι στο λαιμό σου κάτω από τ’ αυτί. Αρχικά αναρωτήθηκε τι μπορούσε αυτό να είναι όμως συγχρόνως άρχισε ν’ αλλάζει και το χρωματάκι σου προς το κίτρινο «ήτανε καλοκαίρι του 2003 ήμασταν στο εξοχικό των παππούδων και τότε έπιασα αυτό το γρομπαλλάκι. Ο Μιχαήλ Άγγελος σκούραινε εύκολα από τον ήλιο κι έτσι δικαιολόγησα το κίτρινο χρώμα του. Την επόμενη μέρα πήγαμε σ’ ένα μοναστήρι για να τον εξετάσει μια καλόγρια που ήταν και παιδίατρος η οποία μας είπε, ότι το πιο πιθανό ήταν να έχουν γεμίσει άμμο οι σιελογόνοι αδένες του και μας έδωσε μια αντιβίωση αλλά τα γρομπαλλάκια συνέχιζαν να πληθαίνουν σε σημεία που υπήρχαν αδένες στο λαιμό. Πέρασε κι ο δεκαπενταύγουστος γυρίσαμε πίσω στη Θεσσαλονίκη και επισκεφθήκαμε τη παιδίατρό του η οποία μας είπε να πάμε σε κάποια κλινική πράγμα που κάναμε. Νοσηλευτήκαμε για τέσσερεις μέρες κάνοντας κι ένα υπέρηχο και ο υπεύθυνος γιατρός μας είπε πως όλα ήταν καλά…» Και συμπλήρωσε ο μπαμπάς για το γιατρό της κλινικής «βγάλτε το κακό από το μυαλό σας πενήντα χρόνια είμαι στο επάγγελμα». Από τη κλινική έφυγες με τη διάγνωση της λοιμώδης μονοπυρήνωσης ή αλλιώς την ασθένεια του φιλιού αφού κολλιέται με το σάλιο όπως μου είπε η μαμά. Φεύγοντας από την κλινική θα πήγαινες για επανεξέταση αλλά και πάλι όλα, θεωρητικά, ήταν καλά. Μέσα έπεσαν, Μιχαήλ σε όλα όσα σας είπαν. Από εκεί συνεχίζουμε με ένα ωρυλά γιατρό που σε είχε χειρουργήσει στα τέσσερα σου αφαιρώντας τις αμυγδαλές και τα κρεατάκια που είχες- οι γονείς σου απευθύνθηκαν όπου ήταν δυνατό και σχετίζονταν με σένα εξαντλώντας κάθε επιλογή- κι εκείνος με τη σειρά του σας οδήγησε στο δικό του καθηγητή για να ξετυλιχτεί το κουβάρι ενώ εσύ εξακολουθούσες να γεμίζεις γρομπαλλάκια όπου υπήρχαν αδένες στο σώμα σου όπως επίσης και το χρώμα σου συνέχιζε να είναι κίτρινο ως και τα’ αυτιά σου πια. Πλέον, ο μπαμπάς αγανακτισμένος θεώρησε πως κάπου με κάποιο τρόπο κάποιο λάθος γινότανε ως τη στιγμή που οι αιματολογικές σου εξετάσεις απέδειξαν ότι κάτι ανησυχητικό συνέβαινε και μια σταγόνα αίμα σε οδήγησε στο παιδοογκολογικό τμήμα νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Η μαμά πρώτη πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο για λευχαιμία «ήταν 4:30 η ώρα το απόγευμα όταν μου το είπαν και λίγο αργότερα τηλεφώνησα στον Στέλιο. Με ρώτησε τί ακριβώς συνέβαινε τελικά και του είπα να έρθει καλύτερα να τα πούμε από κοντά και του το είπα». Εκείνος συμπλήρωσε «σα βόμβα άκουσα τα νέα και για αρκετή ώρα δεν άκουγα τίποτα δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Η Άννα μου είπε πως έπρεπε να πάω να δω το παιδί. Τον είδα έκανα πως δε τρέχει τίποτα και ξεκίνησε ο Γολγοθάς μας». Η μαμά συνέχισε «10 Οκτωβρίου του 2003 ανεβήκαμε στο παιδογκολογοκό και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Βαρύ το κλίμα, σκυθρωποί οι γονείς, χλωμά πρόσωπα… Δύο κυρίες, που είχαν τα παιδιά τους να νοσηλεύονται μέσα, μου στάθηκαν πολύ». Μιλήσαμε με τη μαμά για τις θεραπείες σου για τα φάρμακα… πριν απ’ όλα αυτά ο κ. Στέλιος ρώτησε αν είχες ξεκινήσει το σχολείο θα πήγαινες άλλωστε στη πρώτη δημοτικού. Είχες τελειώσει τα νήπια και ξεκίνησες πραγματικά τη πρώτη τάξη στην οποία πήγες μόνο για 15 μέρες. Στο σημείο αυτό σημείωσε ο μπαμπάς κάτι που κουβεντιάσαμε και με τη Μαρία πιο πριν «συμπτωματικά όλα τα περιστατικά συνέβαιναν κάθε πρώτη τάξη δηλαδή πρώτη δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου». Συνδέομαι, με τα προηγούμενα, Μιχαήλ, και με τη μαμά να μου λέει ότι ήταν απόγευμα προς βράδυ και μέχρι να ετοιμάσουν το κρεβάτι σου κοιμήθηκες για μια νύχτα σε μια πολυθρόνα. Πληροφορήθηκα στη συνέχεια από την Άννα ότι η ασθένεια έχει έξαρση εποχιακά κάθε φθινόπωρο και άνοιξη «τουλάχιστον απ’ αυτά που έβλεπα μέσα στα δέκα χρόνια που ήμασταν μέσα».
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Γολγοθάς, όπως χαρακτηριστικά είπε ο μπαμπάς. Βρέθηκες να σε φιλοξενεί ένα αφιλόξενο δωμάτιο με χλωμά πρόσωπα σε κάποιο νοσοκομείο, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Συνέχισε η μαμά «μας εξήγησαν ποιο θα ήταν το θεραπευτικό πρόγραμμα το οποίο θα διαρκούσε 7 μήνες. Αρχικά θα μέναμε μέσα για ένα τρίμηνο και θα γινότανε βομβαρδισμός της ασθένειας για 15 μέρες και μ’ αυτό τον τρόπο η θεραπεία γινόταν επιθετική αλλά μετά θα ήταν λιγότερο. Μας ενημέρωσαν για τις αλλαγές που θα ερχόντουσαν μας είπαν να κουρέψουμε τα μαλλάκια του κάτι που δεν κάναμε παρά πήραμε ταινίες για να μαζεύουμε τις τούφες από τα μαλλιά που του έπεφταν. Επιπλέον τον είχαμε γεμίσει με παιχνίδια, αφού ήτανε και μικρούλης και δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. Μέσα σ’ όλο αυτό το διάστημα έφυγα μόνο μια Κυριακή από κοντά του για να δω τα άλλα μου δυο παιδιά στο σπίτι και πέρασα όλη την ημέρα μαζί τους. Με τον Μιχαήλ Άγγελο έμεινε η αδελφή του Στέλιου εκείνο το βράδυ μαζί του. Μετά το πέρας του τριμήνου και για ακόμη τρεις μήνες συνεχίστηκε το θεραπευτικό πρόγραμμα. Ήμασταν πέντε μέρες έξω δέκα μέρες μέσα». Εκείνη ήταν και η περίοδος, που γνωριστήκαμε, Μιχαήλ, και που τελειώσαμε την πρώτη τάξη. Φτάνουμε στο τέλος της πρώτης φοράς. Ο τελευταίος μήνας της θεραπείας σου ήταν ο έβδομος μήνας ο όποιος αφορούσε την ίδια επιθετική θεραπεία με το πρώτο δεκαπενθήμερο. Μετά το τέλος όλης της παραπάνω επίπονης αλλά και επιβεβλημένης διαδικασίας ξεκίνησες να επιστρέφεις στην καθημερινότητα ενός επτάχρονου πια παιδιού έχοντας, βέβαια, πάρει και την απαραίτητη θεραπεία για το σπίτι. Εμείς οι δύο, εσύ κι εγώ, χωρίσαμε οριστικά με το θάνατό σου. Έτσι κι αφού ήταν όλα θεωρητικά καλά τελειώνοντας ο Ιούνιος ξεκίνησε για σένα τον Σεπτέμβριο μια νέα χρονιά και μια νέα σχολική χρονιά με κατ’ οίκον διδασκαλία για ένα χρόνο ακόμη. Δεν ήμουν εγώ επίσημα και με τον νόμο η δασκάλα σου αλλά με το δικό μας τρόπο παρέμενα η δική σου κυρία Πόπη για τα επόμενα δέκα χρόνια. Τελείωσες, λοιπόν, τη Δευτέρα δημοτικού και συνεχίζοντας η επόμενη σχολική χρονιά σε βρήκε να ξεκινάς κανονικά τα μαθήματά σου έως και την έκτη δημοτικού σε δημόσιο σχολείο. Είχες πάρει μετεγγραφή από το σχολείο στο οποίο προβλεπόταν να φοιτήσεις σε κάποιο άλλο μετά από δική σου προτροπή για τους δικούς σου λόγους, όπου και δημιούργησες ορισμένες δυνατές φιλίες. Θα κάνω μια μικρή παρένθεση. Σ’ εκείνο το σχολείο γνώρισες το φίλο σου τον Γιώργο ο οποίος ήταν και το πρώτο παιδί που σε πλησίασε, όπως με πληροφόρησε η μαμά. Έτσι ξεκίνησες την τρίτη δημοτικού έως και την έκτη αλλά τώρα ας επιστρέψουμε στους γονείς σου.
Η κουβέντα μας συνεχίστηκε με τον μπαμπά να λέει το εξής πολύ ενδιαφέρον που του είχαν πει οι θεράποντες γιατροί «μετά από δύο χρόνια το ξεχνάτε σα να μην έγινε ποτέ αλλά έτσι κι αλλιώς μετά τα δύο χρόνια μας είχε φύγει από το μυαλό. Ξαναγύρισε στις δραστηριότητές του και όλα έμπαιναν σε φυσιολογικούς πια ρυθμούς. Μετά βίας το θυμόμασταν πια. Μας το θύμιζαν μόνο κάποια περιστατικά που ακούγαμε» και κάπου εδώ θα παρέμβει η μαμά για να σημειώσει, ότι είχατε φτάσει σ’ ένα πολύ καλό σημείο, ώστε να κάνετε αιματολογικές εξετάσεις ανά εξάμηνο ως τη στιγμή, που έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια της δεύτερης υποτροπής κάπου κοντά στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
Ένας πόνος στην πλάτη κι εσύ να χωλαίνεις ενώ περπατούσες ήταν οι πρώτες ενδείξεις της υποτροπής. Δεν πέρασε κάτι κακό από το μυαλό των γονιών σου αλλά η λευχαιμία σου είχε ξαναχτυπήσει την πόρτα ενώ εσύ τελείωνες το δημοτικό σχολείο. Στην αρχή οι δικοί σου θεώρησαν, ότι, ίσως, η ενασχόλησή σου με το ποδόσφαιρο σε είχε κουράσει… μα η μαγνητική εξέταση φανέρωσε την υποτροπή σου. Σπάνια πέντε χρόνια μετά υποτροπιάζουν τα παιδιά, γιατί, θεωρητικά, ο οργανισμός θα είχε καθαρίσει από τη λευχαιμία όμως δυστυχώς… είχες υποτροπιάσει.
Σ’ έβλεπα πως περπατούσες… Το μυαλό μου πήγαινε εκεί. Εκεί… Ο μπαμπάς αρνούνταν να πιστέψει, ότι η θλίψη ερχόταν για άλλη μια φορά τόσο που «παίρνω το παιδί και φεύγω να ζητήσω κι άλλες γνώμες. Δεν μπορεί. Κάποιο λάθος έχει γίνει…». Πώς μπορεί ένας γονιός να πιστέψει πως η ιστορία θα επαναλαμβανόταν. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από την πρώτη υποτροπή πάει τελείωσε. Ήταν ένας εφιάλτης .Ήσουν πια 12 χρονών. Πρώτη γυμνασίου για τη νέα σχολική χρονιά. Έπρεπε να νοσηλευτείς επειγόντως. Είχες μεγαλώσει πια. Μπορούσες να ψάξεις να μάθεις (αν και θεωρώ πως ήδη γνώριζες). Οι γονείς σου μου είπαν πως οι δυσκολίες που είχατε συναντήσει ήταν πολλές. Ήταν η στιγμή, που το hickman έπρεπε να μπει σε κάποιο σημείο του σώματός σου, έτσι, ώστε να δέχεσαι μέσα από τον καθετήρα του τις χημειοθεραπείες σου. Δεν ήταν δυνατόν να σε τρυπούν συνέχεια! Τοποθετήθηκε στο λαιμό σου, λοιπόν, αφού δεν ήταν ανεκτή η τοποθέτησή του στο στήθος σου. Ξέρω, αγόρι μου… Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω…
Υπήρχε έλλειψη νοσοκομειακού υλικού κι έτσι οι γονείς σου δικαιωματικά δυσαρεστημένοι είδαν τελικά δυο σωληνάκια να προεξέχουν από το λαιμό σου κάνοντας ένα έφηβο αγόρι να ψάχνει τρόπους να τα εξαφανίσει… με παντός είδους φουλάρια…
Ποτέ δεν εγκαταλείπατε τον αγώνα και συνδυαστικά με την καλή ψυχολογία, που όλοι φρόντιζαν να έχεις αλλά και με την καθοδήγηση των γιατρών «ξεπερνιόντουσαν όλα όσο το δυνατόν ομαλότερα γινόταν. Προσπαθούσαμε να τον έχουμε χαρούμενο σχεδόν ευτυχισμένο…». Ο μπαμπάς συμπλήρωσε « το περιβάλλον μέσα στο νοσοκομείο ήταν καταθλιπτικό όμως εμείς φτάναμε σ’ ένα σημείο, που τους αφήναμε όλους άφωνους στο θάλαμο με τα αστεία που κάναμε». Η ψυχολογία σου ήταν ένα από τα βασικότερα κι έτσι οι γονείς σου προσπαθούσαν υπέρ του δέοντος γι’ αυτό. Προσποιούνταν, Μιχαήλ, για σένα ίσως και για τους ίδιους.
Τους ξέρεις τους παλιάτσους, Μιχαήλ; Είναι γεμάτοι αξιοπρέπεια δύναμη αγάπη και ειδικότερα αγάπη για τα μικρά παιδιά, κλαίνε αλλά κάνουν τους άλλους να γελούν. Είναι γεμάτοι θλίψη πολλές φορές αλλά φορούν ένα προσωπείο, αφού «μακιγιάρονται» και το πρόσωπό τους άλλες φορές έχει ένα πλατύ χαμόγελο κι άλλες φορές δάκρυα.
Η μαμά μου είπε για το προσωπείο που φορούσε κι εκείνη κι ο μπαμπάς κάθε φορά, που έπρεπε να νοσηλευτείς από τα έξι σου χρόνια εώς και δέκα χρόνια μετά, όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους της ζωής σου κι έτσι είπα να γράψω κάτι και για τους παλιάτσους.
"Τον εαυτό σου δικαστή αν θεωρείς
και δε σου πάει να συγχωρείς των αλλονών τα λάθη
κατέβα λίγο χαμηλά μπας και τους δεις
πώς περπατάν, πώς περπατάν
και πώς σκοντάφτουν οι παλιάτσοι
Στον ουρανό αν δεν μπορείς να κοιμηθείς
μα ούτε αντέχεις στον ιδρώτα και τη λάσπη
ανέβα ακόμα πιο ψηλά μπας και τους δεις
πώς ονειρεύονται, πώς ονειρεύονται στα σύννεφα οι παλιάτσοι
Αν καμαρώνεις απ’ το κέντρο της γιορτής
και σε ενοχλούν όσοι ξεβράστηκαν στην άκρη
είσαι για κλάματα ποτέ σου δε θα δεις
πώς ζουν, πώς ζουν και πώς πεθαίνουν οι παλιάτσοι."
*Στίχοι από το τραγούδι παλιάτσοι του Γιάννη Αγγελάκα
«Όσο σφιγμένος, στεναχωρημένος κι αν ήμουν έχοντας σκέψεις πολλές στο μυαλό μου, όταν πλησίαζα την πόρτα του νοσοκομείου όσο μεγάλη κι αν ήταν η στεναχώρια και το άγχος μου στόχος μου ήταν να μην καταλάβει τίποτα παρά μόνο να κάνουμε οτιδήποτε ήταν δυνατόν για να γελάσουμε». Ακούγοντας εκείνη την ημέρα από το πρωί τα δυο σου αδέλφια και τους γονείς σου, οι οποίοι πρέπει να σημειώσω, ότι μου είχαν εξομολογηθεί το άγχος τους για την κουβέντα που επρόκειτο να κάνουμε, φανέρωσαν ότι η αγάπη δεν έχει μέτρο. Δε μετριέται, αγόρι μου, δε μετριέται! Ταλαιπωρήθηκες πολύ στη σύντομη ζωή σου…
Πριν φτάσουμε στο 2012 θέλω να αναφέρω κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό. Τελειώνοντας τις θεραπείες της πρώτης υποτροπής κι ενώ όλα είχαν πάει όπως έπρεπε δηλαδή θεωρητικά καλά οι θεράποντες γιατροί είπαν στους γονείς σου πως έπρεπε να υποβληθείς σε μεταμόσχευση. Ύστερα από κάποια συνέδρια ο υπεύθυνος ιατρικός σύλλογος ανακοίνωσε, ότι τα παιδιά τα οποία είχαν υποτροπιάσει θα έπρεπε να υποβληθούν σε μεταμόσχευση.
Μετά από αυτές τις κουβέντες η μαμά αναρωτήθηκε « μα, γιατί, αφού τα καταφέραμε το επτάμηνο που προβλεπόταν» και συμπλήρωσε ο μπαμπάς πως ήδη από την πρώτη υποτροπή χρειαζόταν να γίνει μεταμόσχευση. Έτσι οδηγηθήκατε στην αναζήτηση μοσχεύματος μέσα από την Παγκόσμια Τράπεζα Δοτών μυελού των οστών. Ψάχνουν για ένα με ενάμιση μήνα και δε βρίσκουν κανέναν άνθρωπο που να είναι συμβατός μαζί σου. Ο Ντίνος και η Μαρία δεν ήταν συμβατοί, ο μπαμπάς ήταν κατά 60% συμβατός μαζί σου και η μαμά κατά 40%. Μετά από όλα αυτά ο μπαμπάς επικοινωνεί με το Θεραπευτήριο της Αθήνας, στέλνει τις εξετάσεις σου και ό,τι άλλο χρειαζόταν και το παράλογο ήταν ότι ο γιατρός που σε παρακολουθούσε είπε ότι δε χρειαζόσουνα μεταμόσχευση, αφού όλα πήγαιναν καλά και οι εξετάσεις ήταν εξίσου καλές δεν υπήρχε λόγος μεταμόσχευσης. Οι γνώμες όμως μεταξύ των ιατρών Αθήνας-Θεσσαλονίκης διΐσταντο. Έπρεπε να γίνει μεταμόσχευση διαφορετικά έπρεπε να περιμένετε και πάλι υποτροπή, οπότε όπως καταλαβαίνεις οι γονείς σου μπερδεύτηκαν. Κι εγώ μπερδεύτηκα… Κάπου εδώ θα προσθέσει ο μπαμπάς «Εδώ οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί. Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουμε μεταμόσχευση και τότε ρώτησα τι θα γινόταν, αν δεν κάναμε. Με ρώτησαν πόσα χρόνια είχαν περάσει για να υποτροπιάσει ο Μιχαήλ. Τους είπα πέντε χρόνια… ε, τώρα στα δυόμιση χρόνια θα ξαναγίνει». Κι έτσι έγινε, Μιχαήλ. Μετά από δυόμιση χρόνια τελειώνοντας το Γυμνάσιο υποτροπίασες «συνήθως σ΄αυτές τις περιπτώσεις κρατάς αυτό που σε συμφέρει κι αυτό κάναμε. Ακούσαμε το Μεταμοσχευτικό Κέντρο της Αθήνας, εκεί που τελικά πήγαμε κι εκεί που κατέληξε ο Μιχαήλ».
Μετά από δυόμιση χρόνια οι πόνοι στα κόκκαλά σου, η πιασμένη πλάτη σου ήταν τα συμπτώματα. Έκανες δέκα συνεδρίες φυσικοθεραπείας, αλλά οι πόνοι επέμεναν κι έτσι έκανες τις απαραίτητες εξετάσεις. Ήσουν πλέον ένας νεαρός άνδρας που ανυπομονούσε να μάθει τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων. Και τα έμαθες!
Οι γονείς σου θεώρησαν ότι για να ελαφρύνει το κλίμα θα ήταν καλό να πηγαίνατε στην Αθήνα και οι πέντε σαν μια εκδρομή. Κι έτσι έγινε. Η Μαρία και ο Ντίνος έμειναν σε ένα ξενοδοχείο μαζί με τον μπαμπά κι εσύ με τη μαμά στο θεραπευτήριο. Ο μπαμπάς, βέβαια, ερχόταν κάθε πρωί κι έμενε μαζί σας. Ο ίδιος ο μπαμπάς μου περιέγραψε τις διαφορές του δημόσιου νοσοκομείου που είχες νοσηλευτεί επανειλημμένα όλα αυτά τα χρόνια με το ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας.
Οι γονείς σου συνέχισαν να μου λένε ότι κάποια στιγμή τους κάλεσε στο γραφείο της η διευθύντρια του Παιδοογκολογικού τμήματος ρωτώντας τους τι ακριβώς γνώριζες για την κατάστασή σου. Οι ίδιοι της απάντησαν ότι αυτό που ήξερες ήταν πως είχες το στίγμα της Μεσογειακής Αναιμίας και όχι ότι είχες λευχαιμία. Εκείνη όμως τους έθεσε τον όρο να σου πουν την αλήθεια. Διαφορετικά θα το έλεγε η ίδια. Προσπαθούσαν να σε προφυλάξουν από μια τέτοια επώδυνη γνώση, όμως έτσι κι αλλιώς υπήρχε και το διαδίκτυο κι εσύ θα μάθαινες. Η μαμά φρόντιζε ακόμη και στο βιβλιάριό σου πριν και μετά από κάθε εξέταση που έκανες να γράφουν τα αρχικά της ασθένειάς σου, ΟΛΛ, που σημαίνει οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Δε νομίζω, και μου το επιβεβαίωσε και η μαμά, ότι δεν γνώριζες. Γιατί γνώριζες. Κάποια στιγμή είχες πει στη μαμά ότι γνώριζες τι σημαίνουν τα δύο πρώτα αρχικά « Ξέρω ότι είναι Οξεία Λεμφοβλαστική, όμως δε βρίσκω τι σημαίνει το τρίτο γράμμα». Άραγε δεν το βρήκες, δεν το ήξερες; Η μαμά παρόλο που καταλάβαινε πια ότι γνώριζες επέμενε ότι όλα αυτά είναι ιατρικά και το μόνο που η ίδια ήξερε ήταν ότι είχες το στίγμα της Μεσογειακής Αναιμίας. Ήρθε, λοιπόν, η ύστατη στιγμή, όπως χαρακτηριστικά μου είπε η μαμά να σου ανακοινώσουν ότι είχες λευχαιμία «Προτιμήσαμε να σου το πούμε εμείς αλλιώς θα σου το λέγανε οι γιατροί. Θυμάσαι την κουβέντα που είχαμε κάνει κάποια στιγμή, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ξέρεις τι είναι και θα το ξεπεράσουμε μαζί όπως κάναμε και τις προηγούμενες φορές. Θα κάνεις μεταμόσχευση». Η Άννα συνέχισε να μου μιλάει για το ότι δεν σε άφησαν ποτέ να αγχωθείς παρά έπαιρναν όλο το βάρος και την ευθύνη οι ίδιοι. Ύστερα από όλα αυτά πήγατε και οι τρεις στο γραφείο της διευθύντριας η οποία σου ξεκαθάρισε τι ακριβώς σου συνέβαινε και συγχρόνως κάλεσε στο γραφείο της και τα δυο σου αδέρφια, τη Μαρία και τον Ντίνο, για να τα ενημερώσει και να τους προτρέψει να σε αποχαιρετήσουν τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αφού σε λίγο θα ξεκινούσε η διαδικασία της θεραπείας σου πριν από τη μεταμόσχευση. Θα μπορούσες να τους βλέπεις τις επόμενες λίγες ημέρες, που θα έμεναν στην Αθήνα, στο σαλόνι του τμήματος για λίγη ώρα και μόνο αν το ανοσοποιητικό σου σύστημα επέτρεπε τις επισκέψεις. Πόσο σκληρό μπορεί να ήταν για σένα να αποχαιρετήσεις τα αδέρφια σου; Αναρωτιέμαι τι μπορεί να σκεφτόσουν. Πόνος στην ψυχή, την καρδιά και το μυαλό σου. Νομίζω ότι κανένας δε θα μπορούσε να σε καταλάβει τις στιγμές εκείνες. Μια θεραπεία μεγατόνων για να επιτευχθεί η πλήρης ίαση της ασθένειάς σου.
Είναι η ώρα που μένεις πια μόνος με τη μαμά « από εκείνο το μεσημέρι μείναμε πλέον μέσα» και ο μπαμπάς ερχόταν κάθε Παρασκευή για να είναι κοντά σας. Το σκεπτικό ήταν πάλι το ίδιο να είσαι χαρούμενος, να έχεις άριστη ψυχολογία. Ο μπαμπάς δεν έλειψε ούτε ένα Σαββατοκύριακο. Όμως εσύ συνεχώς έψαχνες στο διαδίκτυο για να βρεις καινούριες πληροφορίες για την αρρώστια σου. Τίποτα δε σε σταματούσε. Όλοι σου έλεγαν, οι γιατροί κυρίως, να μην πιστεύεις τις πληροφορίες που διάβαζες γιατί ήταν παρωχημένες κι εσύ θα μπορούσες να τις παρερμηνεύεις. Όσο για τον Dr House που παρακολουθούσες φανατικά, μάλλον δεν γνώριζαν ότι δεν ήσουν και τόσο αφελής… Ο μπαμπάς έκανε τα πάντα για να έχεις πολύ καλή ψυχολογία μέσα στην παράνοια ενός καρκίνου που βίωνες: Κάνατε βόλτες στους διαδρόμους, παίζατε μπιλιάρδο σ΄έναν χώρο-εντευκτήριο που υπήρχε. Οι άλλοι σας έβλεπαν κι ενώ όλοι ήταν μες στην κατάθλιψη, εσείς μες στην τρελή χαρά.
Όταν με επισκέφθηκε η μαμά σου, Μιχαήλ, στο σπίτι μου για να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου μου έδειξε βιντεάκια που είχε τραβήξει με το κινητό της. Εσύ ολοζώντανος να παίζεις με τον μπαμπά μπιλιάρδο και να χαίρεσαι το παιχνίδι μαζί του. Κάπου αλλού να είσαι ζαλισμένος λίγο πριν το καθιερωμένο πια για σένα μυελόγραμμα και η μαμά να σου ζητάει απεγνωσμένα να αρνηθείς την αγαπημένη σου ομάδα «Απαρνιέσαι τον ΠΑΟΚ; Απαρνιέσαι τον ΠΑΟΚ;» Μέχρι να δεχτείς και να καταλάβει ότι είχες ζαλιστεί και ήσουν πια έτοιμος για την εξέταση. Εσύ να χαμογελάς να περιμένεις καρτερικά μια εξέταση. Δεν έπρεπε να σε πάρει ο ύπνος.
Μες στην κλινική όμως εκτός από παιχνίδια με τον μπαμπά κάνατε και όνειρα, σχέδια για το μέλλον. Ο μπαμπάς με σπασμένη φωνή μου λέει για το μουσικό συγκρότημα που ονειρευόσουν: « Είχαμε πολλά κοινά με τον Μιχαήλ σε σχέση με τη μουσική. Ρωτούσε τη γνώμη μου συνέχεια. Πώς να γίνει το συγκρότημα, πού να το στήσουμε…» Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο κ. Στέλιος και λέει ότι συνεχώς αλλάζατε ονόματα στο μελλοντικό συγκρότημα και καταλήξατε στο “Upside down” («Ανάποδα»). Εσύ, Μιχαήλ, θα ήσουν ο ντράμερ του συγκροτήματος. Ο μπαμπάς ανέφερε ότι είχαν την επιλογή να απευθυνθούν στην οργάνωση “make a wish” και να ζητήσουν να φτιάξουν ένα στούντιο στο μαγαζί που έχουν κάτω από το σπίτι. Γίνονταν συζητήσεις για το πώς θα μπορούσαν να οργανωθούν όλα αυτά. Προχωρώντας η κουβέντα μας ο μπαμπάς συγκινούνταν όλο και περισσότερο. Σε ερώτησή μου αν ήθελες να κάνεις κάτι πέρα από τη μουσική μου απάντησε ότι σε ενδιέφεραν η ιατρική και η μαγειρική. Ήσουν έτσι κι αλλιώς μικρός ακόμη για τέτοιου είδους αποφάσεις.
Και μετά από όλα αυτά έφτασε η στιγμή να αναφέρουμε το απαραίτητο για τις θεραπείες σου Hickman. Μετά από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας δεν ήξεραν σε ποιο σημείο του σώματός σου να τοποθετήσουν τον παραπάνω μηχανισμό. Έκανες τη θεραπεία σου από μια φλέβα και οι γιατροί έλεγαν πως όσο κρατήσει αυτή και μετά έπρεπε να τοποθετηθεί κάτι πιο μόνιμο. Το πρώτο ήταν αυτό και το δεύτερο ότι η μεταμόσχευση ήθελε οπωσδήποτε Hickman. Στην Αθήνα κάλεσαν τους δύο κορυφαίους στο είδος τους γιατρούς για να συναποφασίσουν σε ποιο σημείο θα έμπαινε το Hickman. Ήταν μια δύσκολη απόφαση δεδομένου ότι σε παρόμοια θεραπεία στη Θεσσαλονίκη ο οργανισμός σου είχε απορρίψει το εν λόγω μηχάνημα όταν τοποθετήθηκε στο λαιμό σου. Επιχειρήθηκε τότε να τοποθετηθεί στην κοιλιακή χώρα , αλλά τελικά το πόδι σου ήταν αυτό που δέχτηκε το Hickman. Στην Αθήνα αυτός ο σκόπελος ξεπεράστηκε με ένα χειρουργείο μιας ώρας. Η θεραπεία μεγατόνων διήρκεσε δύο μήνες. Όμως μετά από αυτό το διάστημα ο ίδιος ο θεράπων ιατρός αποκάλυψε ότι από τη θεραπεία- βομβαρδισμό τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά: «Φανταστείτε ένα χωράφι γεμάτο ζιζάνια κι εμείς το βομβαρδίζουμε για να τα εξαφανίσουμε, παρά το βομβαρδισμό όμως ορισμένα ζιζάνια επιμένουν». Αλλά για να γίνει η μεταμόσχευση η αρρώστια θα έπρεπε να έχει αρθεί εντελώς από το αίμα του Μιχαήλ. Το περίεργο και θαυμαστό είναι αυτό που αναφέρει ο πατέρας « Από ένα σημείο και μετά ο οργανισμός του Μιχαήλ ήταν λες και είχε αναπτύξει ικανότητες αυτοθεραπείας. Όταν άκουγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την ασθένειά του στο επόμενο διάστημα το πρόβλημα διορθωνόταν». Έτσι έγινε, Μιχαήλ, και με τα ζιζάνια-καρκινικά κύτταρα που δεν έλεγαν να φύγουν. Λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση του γιατρού ότι η θεραπεία σου δεν είχε αποτέλεσμα έκανες δεύτερο μυελόγραμμα το οποίο ήταν καθαρό, τα κακά κύτταρα είχαν εξαφανιστεί. Τώρα μπορούσες να προχωρήσεις στη μεταμόσχευση.
Λοιπόν, αγόρι μου, δε χρειαζόταν πια να βρίσκεσαι στην κλινική κι έτσι επέστρεψες μετά από περίπου πέντε μήνες στο σπίτι σας ως τη στιγμή, που θα ειδοποιούνταν οι γονείς σου για το μόσχευμα, έτσι, ώστε, να πραγματοποιούνταν η πολυπόθητη μεταμόσχευση εκείνη, που θα σε θεράπευε...
Γύρισες σπίτι απαλλαγμένος από τη λευχαιμία, όμως, έχοντας περιορίσει ή μάλλον έχοντας «εξαφανίσει» την παρουσία σου. Κι αν με ρωτήσετε ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Ζήτησες από την μαμά να κρατήσει κρυφή την άφιξή σου στη Θεσσαλονίκη. Δύσκολο πρακτικά για εκείνη, αφού θα την έβλεπαν στο σχολείο με τον Ντίνο κι εσύ ήσουν πάντα μαζί της όμως έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία σου όσο κι αν διαφωνούσε. Αυτό, που εσύ της έλεγες, ακόμα κι αν επέμεναν με ερωτήσεις οι φίλοι και συμμαθητές σου για το που βρισκόσουν, αφού η ίδια βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη ήταν να επιμένει πως εσύ είχες παραμείνει στην Αθήνα κι ας βρισκόσουν γύρω τους… Ο μπαμπάς μου είχε πει περιμένοντας το μόσχευμα και παρά το γεγονός, ότι είχες μετά από την τόσο επιθετική θεραπεία πως πάντα υπήρχε ένα μόνιμο άγχος…
Δε βρέθηκες με κανένα φίλο σου παρά μόνο με τα αδέλφια σου και τους γονείς σου. Πηγαίνατε μόνοι να δείτε τα ματς με την αγαπημένη σου ομάδα, πηγαίνατε στη Χαλκιδική όλοι μαζί για φαγητό…
Το τηλέφωνο χτύπησε το μόσχευμα βρέθηκε κι έτσι κληθήκατε να προχωρήσετε στην μεταμόσχευση και βρεθήκατε τέλη Νοεμβρίου και πάλι στην Αθήνα. Εισαχθήκατε στην κλινική μετά από ταλαιπωρία στην οποία, αφελώς, σε είχαν υποβάλει. Η διαδικασία τη μεταμόσχευσης σύντομα θα ξεκινούσε.
Η αμερικανίδα κυρία, που προσέφερε το μόσχευμά της δεν είχε κάνει τεστ εγκυμοσύνης κι έτσι έπρεπε να περιμένεις… και περίμενες…
Ήσουν πια κοντά 12 χρονών, πρώτη γυμνασίου για τη νέα σχολική χρονιά. Έπρεπε να νοσηλευτείς επειγόντως αυτή τη φορά και θα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Έχεις πια μεγαλώσει. Ήταν η περίοδος της εφηβείας σου. Μπήκες, λοιπόν, για δεύτερη φορά να νοσηλευτείς. Μόνο που αυτή τη φορά ως μεγαλύτερος γνώριζες, έψαχνες και δεν μπορούσε κανείς να χαϊδέψει τ' αυτιά σου, «συναντήσαμε πολλές δυσκολίες».
Οι γονείς σου συμφώνησαν ότι πάντα τα βγάζετε πέρα απέναντι σε όποια δυσκολία προέκυπτε. Κανείς από τους τρεις σας δεν το έβαζε κάτω. Η πολύ καλή ψυχολογία σου και η ανάλογη με την κάθε περίπτωση καθοδήγηση των γιατρών οδηγούσαν σε καλά αποτελέσματα, «ξεπερνιόντουσαν όλα τόσο καλά, χαλαρά… Τον είχαμε πάντα χαρούμενο, ευτυχισμένο, να γελάμε, να κάνουμε αστεία, να κοροϊδεύουμε τους γιατρούς, να παίζουμε κάνοντας αγώνες δρόμου με τα αμαξίδια που βρίσκαμε εκεί που ήμασταν…» και ο μπαμπάς συμπλήρωσε «το περιβάλλον εκεί ήταν καταθλιπτικό, όλοι οι γονείς ήταν σε πλήρη κατάθλιψη κι εμείς τους αφήναμε όλους άφωνους με αυτά που κάναμε και την πρώτη και τη δεύτερη φορά που νοσηλευόμασταν. Αφού μας έβλεπαν έτσι και κάνανε το σταυρό τους. Μα τρελοί είναι αυτοί… τί κάνουν!» Εκείνος, όμως, ήξερε, αφού από την αρχή είχε ενημερωθεί ότι τα πάντα ή έστω ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της θεραπείας είναι η άριστη ψυχολογία κι έτσι «όσο σφιγμένος και στεναχωρημένος κι αν ήμουν με χίλια δυο πράγματα στο μυαλό, πλησιάζοντας την πόρτα του νοσοκομείου, όταν την περνούσα, όσο μεγάλη κι αν ήταν η στεναχώρια μου και το άγχος μου, στόχος μου ήταν να μην καταλάβει τίποτα και να γελάσουμε».
Η αγάπη δεν έχει μέτρο. Δεν μετριέται! Και ταλαιπωρήθηκες πολύ. Πάρα πολύ!
Μετά από δυόμισι χρόνια υποτροπίασες ξανά. "Συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις κρατάς αυτό που σε συμφέρει και αυτό κάναμε. Ακούσαμε το μεταμοσχευτικό κέντρο της Αθήνας που μας είπαν να μην γίνει μεταμόσχευση, εκεί που πήγαμε μετά". Τί να πούμε τώρα; Θα πω ότι συμφωνώ με τον μπαμπά, μιας και δεν απευθύνθηκε όπου να' ναι παρά σ' ένα διακεκριμένο θεραπευτικό κέντρο, το οποίο είπε όχι σε μια μεταμόσχευση.
Πόνοι στα κόκκαλα, πιασμένη πλάτη ήταν τα συμπτώματα. Έκανες δέκα συνεδρίες φυσιοθεραπείας, όπως επεσήμανε η μαμά, αλλά οι πόνοι επέμεναν κι έτσι έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις. Ήσουν πλέον ένας νεαρός άντρας που ανυπομονούσες να μάθεις τα αποτελέσματα αυτών. Κα τα έμαθες!
Πριν προχωρήσουμε, όμως, θέλω να αναφέρω αυτό που μου είπε ο μπαμπάς όταν έμαθε ότι υποτροπίασες για δεύτερη φορά. Ήταν τέλη Ιουνίου, μετά τις θεραπείες και αυτό που θυμάμαι είναι ότι το είχαμε συζητήσει μαζί με τη μαμά το συμβάν με τις φυσιοθεραπείες σου, κι εγώ η ίδια έκανα εκείνη την περίοδο. Είπε, λοιπόν, ο μπαμπάς «τα αποτελέσματα των εξετάσεων έκαναν καμιά δυο μέρες να βγουν και εντωμεταξύ μας ρωτούσε κι ο Μιχαήλ τι έγινε με τα αποτελέσματα, τον έτρωγε. Με πήρε η Άννα, ενώ δούλευα και μου είπε πως ήταν υποτροπή κι έχασα… Είχα και τον Ντίνο μαζί μου και του εξήγησα και του είπα "πάμε να φύγουμε". Του κακοφάνηκε και έβαλε τα κλάματα. Γυρίσαμε σπίτι κι εγώ με την Άννα αναρωτηθήκαμε για το τί θα κάναμε. Ξέραμε εκ των προτέρων ότι δε θα ήθελε να νοσηλευτεί πάλι εδώ».
Κι έτσι ξεκίνησαν οι γονείς σου να τηλεφωνούν επίμονα και επανειλημμένα στην Αθήνα, για να δοκιμάσετε κάτι διαφορετικό. «Τηλεφωνούσαμε μέρα - νύχτα στην Αθήνα, προσπαθούσαμε να βγάλουμε άκρη. Το θεραπευτήριο στην Αθήνα δε μας δεχόταν και ο λόγος ήταν ότι "αφού μπορείτε να κάνετε την ίδια δουλειά στη Θεσσαλονίκη, γιατί να έρθετε εδώ. Λες κι ήταν δικό τους το μαγαζί». Κι έτσι πέρασε λίγος καιρός ως τη στιγμή που τελικά κατεβήκατε αλλά μέχρι τότε... Συνεχίζει ο μπαμπάς «περάσανε μερικές μέρες, έτσι είχαμε σταματήσει κάθε δραστηριότητα αλλά δε θέλαμε να του πούμε ακόμη τίποτα. Πήγαμε στη Χαλκιδική για μπάνιο, φαγητό. Την άλλη μέρα το ίδιο… Το παράξενο, βέβαια, ήταν ότι ενώ ήξερε πως εκείνη η περίοδος ήταν γεμάτη δουλειά για μένα, δεν με ρώτησε γιατί δε λείπω. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή μ' έβλεπε, δε μ' έβλεπε».
«Αφού, τελικά, είχαμε ψιλοκαταλήξει, μαζευτήκαμε και οι πέντε στη βεράντα, η Άννα δεν μπορούσε να του το πει, άρχισε να μας ρωτάει για τ' αποτελέσματα και φυσικά του το είπαμε, όπως επίσης του είπαμε ότι θα πάμε Αθήνα». Τώρα πια η μεταμόσχευση ήταν αναγκαία. «Του κακοφάνηκε πάρα πολύ, βούρκωσε, είχε τις μνήμες από τις προηγούμενες φορές, δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και καταλήξαμε μαζί του να πάμε στην Αθήνα». Κι έτσι ξεκίνησες το ταξίδι για την πρωτεύουσα, αλλά αυτή τη φορά φύγατε και οι πέντε σα να πηγαίνατε μια εκδρομή. Σκοπός ήταν πάντα να γίνει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη η διαδικασία που έτσι κι αλλιώς ήταν επώδυνη. «Κατεβήκαμε οικογενειακά, το κάναμε σαν εκδρομή, γιατί αλλιώς ήταν να φύγουμε οι τρείς μας και αλλιώς και οι πέντε. Πήγαμε εκεί… Η πρώτη εντύπωση ήταν πολύ καλή. Είχε το ξενοδοχειακό προφίλ από άποψη καθαριότητας, εξυπηρέτησης. Πολλοί γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, άψογη εξυπηρέτηση κι έτσι είπαμε "εδώ είμαστε!". Πολλές φορές έβλεπα γονείς αγανακτισμένους στους διαδρόμους του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης εξαιτίας παντός είδους ελλείψεων κι έτσι τους προέτρεψα να κάνουμε αγωγή κατά δημοσίου».
Ο μπαμπάς, Μιχαήλ, είχε αγανακτήσει και ο ίδιος με όλα όσα είχε βιώσει τόσα χρόνια σ' ένα δημόσιο νοσοκομείο. Δεν μπορώ να πω τίποτα, ούτε καν τη γνώμη μου θέλω να πω. Έχω βιώσει παρόμοιες καταστάσεις κι έχει δίκιο. Σε όλα έχει δίκιο! Την αγωγή αυτή τη συνέταξε δικηγόρος. Πήρε όλη την ευθύνη ο μπαμπάς και μάλιστα λίγο πριν την καταθέσει, την έδωσε στον ίδιο το διευθυντή του νοσοκομείου να τη διαβάσει, ο οποίος και συμφώνησε. Και όλα αυτά, για να βοηθήσει το παιδο-ογκολογικό τμήμα του συγκεκριμένου νοσοκομείου. Η αγωγή αυτή ακόμη εκκρεμεί και δεν ξέρω πότε θ' ασχοληθεί κάποιος υπεύθυνος επί της ουσίας με κάτι τόσο σοβαρό, το οποίο ο μπαμπάς είχε το θάρρος, το θράσος και την τόλμη να το κάνει.
Ας μεταφερθούμε πάλι στο θεραπευτικό κέντρο της Αθήνας. Η μαμά πήρε το λόγο διακόπτοντας ευγενικά τον μπαμπά που ξεκίνησε να μιλά για τις θεραπείες σου «πριν ξεκινήσουμε τις θεραπείες, μας κάλεσε η διευθύντρια στο γραφείο της εμένα και το Στέλιο, για να μιλήσουμε. Μας ρώτησε τι ξέρει ο Μιχαήλ Άγγελος και της απαντήσαμε πως δεν του έχουμε μιλήσει ποτέ για λευχαιμία. Ξέρει μόνο ότι έχει το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας, κάτι αιματολογικό και για το λόγο αυτό συμβαίνουν όλα αυτά. Εκείνη, όμως, μας θέτει ως όρο ότι πρέπει να ξέρει τι ακριβώς του συμβαίνει. Τώρα το αν θα το λέγαμε εμείς ή εκείνη δεν την απασχολούσε. Η πολιτική του θεραπευτηρίου και απαράβατος όρος ήταν πως ο Μιχαήλ έπρεπε να ξέρει, διαφορετικά δε θα έμπαινε στο τμήμα».
Έπειτα απ' όλα αυτά ρώτησα κι εγώ αν αυτό που ήθελαν οι γονείς σου ήταν να σε προφυλάξουν από μια τέτοια εξομολόγηση. Γιατί πως να πεις στο έφηβο παιδί σου ότι πάσχει από λευχαιμία. Υπάρχει ,όμως, και το διαδίκτυο, θα έψαχνες και θα μάθαινες έτσι κι αλλιώς κι από την άλλη ένας γονιός οφείλει να σκέφτεται όλα τα ενδεχόμενα μιας τέτοιας εξομολόγησης και τις αντιδράσεις σου. Η διάγνωση ήταν οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία.
Ξαναγυρίζουμε στο θεραπευτικό κέντρο της Αθήνας στο σημείο που μαζί με τους γονείς σου βρίσκεστε στο σαλονάκι του τμήματος, για να σου ανακοινώσουν πλέον και επίσημα ότι νοσείς από λευχαιμία. «Του εξηγήσαμε για ποιους λόγους έπρεπε να ξέρει.» Συνεχίζοντας η μαμά μου είπε «Δεν τον βάλαμε ποτέ να μπει σε μια διαδικασία να έχει την έννοια, την είχαμε μόνο ο Στέλιος και γω. Ψάχναμε για δότη από το 2009. Εκείνος δεν ήξερε πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο ήταν να βρει συμβατό δότη. Ήξερε ότι δεν ήταν συμβατός με τ' αδέρφια του ούτε με εμάς τους γονείς του αλλά δεν τον αφήσαμε ποτέ να αγχώνεται γι' αυτό το ζήτημα. Ξέραμε ότι την πρώτη φορά δεν είχαμε βρει συμβατό δότη αλλά είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια από τότε που είχε μπει στη δεξαμενή, οπότε άλλοι μπαίνανε άλλοι βγαίνανε και τώρα ίσως βρίσκαμε συμβατό δότη. Πηγαίναμε μ' αυτά τα στατιστικά.
Μετά απ' όλα αυτά πήγαμε και οι τρεις στο γραφείο της διευθύντριας, η οποία του ξεκαθάρισε κι εκείνη τι ακριβώς είχε και του είπε ότι τώρα πια ξέρεις, σου το είπαν πλέον και οι γονείς σου. Στη συνέχεια κάλεσε μέσα τον Ντίνο και τη Μαρία». Η διευθύντρια του τμήματος σου ζήτησε να αποχαιρετήσεις τα δύο σου αδέλφια, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, αφού θα ξεκινούσε σε λίγο καιρό η διαδικασία της θεραπείας σου.
Είναι η ώρα που μένεις πια με τη μαμά. «Από εκείνο το μεσημέρι πλέον μείναμε μέσα» και ο μπαμπάς ερχόταν κάθε Παρασκευή, για να είναι κοντά σας. «Το σκεπτικό ήταν πάλι το ίδιο, δηλαδή άριστη ψυχολογία. Εγώ δεν έλειψα κανένα Σαββατοκύριακο και όταν πλέον εξοικειωθήκαμε με το τμήμα, κάναμε πάλι τα ίδια». Πιο μπροστά κουβεντιάσαμε και για το πως περνούσε ο καιρός μέσα στην κλινική.
Έβλεπες διαρκώς και χωρίς να παρεκκλίνεις τα επεισόδια από μια γνωστή σειρά με πρωταγωνιστή ένα γιατρό. Όλοι ξέρουμε αυτή τη σειρά. Έψαχνες στο διαδίκτυο για τη λευχαιμία, κάτι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο, αν και σου έλεγαν οι γιατροί ούτε τις μυθοπλασίες να πιστεύεις ούτε τις διάφορες αναρτήσεις. Σου έλεγαν, λοιπόν, οι γιατροί να μην πιστεύεις όλα αυτά που διαβάζεις στο διαδίκτυο, αφού οι πληροφορίες και παλιές ήταν και εσύ θα μπορούσε να παρερμηνεύεις αυτά που διάβαζες. Όσο για τον Dr. House δε γνώριζαν μάλλον ότι δεν είσαι και τόσο αφελής…
Οι γονείς σου αλληλοσυμπληρώνονταν. Στην Αθήνα κάλεσαν τους δύο κορυφαίους στο είδος τους γιατρούς να συναποφασίσουν τον τρόπο, με τον οποίο θα γινόταν το χειρουργείο κι έτσι έγινε. Στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης έβγαινες από το χειρουργείο και οι γονείς σου, ενώ περίμεναν να έχεις μηχανισμό στην κοιλιακή χώρα, βγήκες με το hickman στο πόδι! Έχω ήδη αναφέρει ότι όταν χρησιμοποίησαν το λαιμό σου για τον ίδιο λόγο, ο οργανισμός σου δε δέχτηκε το ξένο σώμα και το πέταξε από πάνω σου. Έγινε, λοιπόν, ένα ραντεβού στο χώρο που βρισκόταν ο υπέρηχος του ιδρύματος. Ήρθαν οι συγκεκριμένοι δύο γιατροί που αναφέραμε πιο πάνω, μαζί με το γιατρό από το τμήμα που προσπαθούσε να τους συντονίσει και να τους φέρει σε επαφή. Αυτό ήταν ένα από τα δύο προβλήματα που απασχολούσαν τον υπεύθυνο γιατρό και επιπλέον ήθελε να βρει τα φάρμακα και της πρώτης και της δεύτερης θεραπείας, επειδή ήταν Αύγουστος και οι φαρμακευτικές εταιρείες θα έκλειναν. Τελικά βρέθηκε όλη αυτή η ομάδα των γιατρών κοντά σου την ώρα που έκανες υπερηχογράφημα και με τους κατάλληλους συνδυασμούς, τους οποίους μόνο εκείνοι ήξεραν και καταλάβαιναν, την επόμενη μέρα χειρουργήθηκες.
"Τον περιμέναμε έξω από το χειρουργείο, το οποίο κράτησε… μια ώρα, ε;", η ερώτηση προς τον μπαμπά, ο οποίος έγνεψε καταφατικά, όμως η απάντηση ήρθε από τη μαμά "μια ωρίτσα και το παράξενο που φάνηκε έτσι και στους γονείς και στην προϊσταμένη ήταν ότι ο γιατρός που έκανε την επέμβαση, ήρθε στο δωμάτιο να μας επισκεφθεί". Ρωτούσαν τους γονείς σου, Μιχαήλ, αν αυτός ο γιατρός ήταν γνωστός σας ή κάποιο συγγενικό σας πρόσωπο ή … Δεν είχε ξαναγίνει γιατρός που περνάει έναν καθετήρα hickman, να έρθει στο δωμάτιο του ασθενή. Πω πω Μιχαήλ πόσο τιμητικό μπορεί να ήταν αυτό για σένα!
Συνέβαιναν, λοιπόν, και στραβά και καλά. Ο σκόπελος του hickman προκαλούσε άγχος, όμως ξεπεράστηκε. Αφού, λοιπόν, έγιναν όλα αυτά με επιτυχία, «μετά από ένα δίμηνο θεραπειών μας φωνάζει στο γραφείο του ο γιατρός, για να μας πει ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως ο ίδιος περίμενε δίνοντας μας ένα παράδειγμα. Εκεί πάλι μας τσίγκλισε, μας μάζεψε. Πριν φτάσουμε στη μεταμόσχευση θα έπρεπε να αρθεί η αρρώστια από το αίμα του, ότι δηλαδή δεν έχει λευχαιμία, είναι καθαρός και ως καθαρός μετά να κάνει τη megaθεραπεία, εννοούμε το απόλυτο μηδέν, να μηδενίσουν όλα τα στοιχεία του, το ανοσοποιητικό του είναι στο μηδέν, σβήνει, δεν υπάρχει το DNA του, εκείνη την ώρα θα γίνει η μεταμόσχευση με το μυελό του δότη». Δεν έπρεπε να υπάρχουν κακά κύτταρα.
Ύστερα ο μπαμπάς πρόσθεσε « Όταν άκουγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, λες και το θεράπευε μόνος του χωρίς κανένα φάρμακο». Στο σημείο αυτό θα μιλήσω εγώ: «τόσο πολύ ήθελε να ζήσει που θεράπευε ο ίδιος τον εαυτό του». Οι γονείς σου συμφώνησαν με αυτό που είπα και εξακολουθήσαμε να κουβεντιάζουμε για λίγο ακόμη, ενώ πλησιάζαμε στο τέλος: «και αφού καθάρισε;». «Αφού καθάρισε μας, είπαν να γυρίσουμε Θεσσαλονίκη μέχρι να βρεθεί δότης» ήταν η απάντηση του μπαμπά στην ερώτηση που έκανε ο κ. Στέλιος.
Επέστρεψες, λοιπόν, σπίτι και ξεκίνησε η αναζήτηση ενός υποψηφίου, συμβατού δότη. Η διαδικασία για τους γονείς σου ήταν γεμάτη άγχος και αγωνία. Εκεί που δεν υπήρχε κανένας υποψήφιος δότης, ξαφνικά προέκυψαν παραπάνω από ένας συμβατοί δότες και τελικά καταλήξατε κάπου.
Η επόμενη ερώτησή μου αφορούσε τα συναισθήματα των γονιών σου και για να γίνω πιο σαφής «θα' θελα ν' ακούσω τα συναισθήματά σας από εσάς τους γονείς του μέσα σ' αυτά τα δέκα χρόνια». Ξεκίνησε να μου μιλάει ο μπαμπάς: «Ήταν ένα διαρκές σφίξιμο. Η άτιμη αυτή η αρρώστια, η καταραμένη που δε σ' αφήνει μέρα - νύχτα σε ησυχία. Έπρεπε πάντα όσο και να λέγαμε ότι την ξεχνούσαμε και προσπαθούσαμε να επιστρέψουμε στην καθημερινότητα, παρόλα αυτά πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού…».
Στο σημείο αυτό ο κ. Στέλιος ρώτησε αν στα πέντε χρόνια που θεωρητικά ήσουν καλά, είχατε ξεχάσει. «Σιγά-σιγά μπαίνεις στην καθημερινότητα αλλά δεν το ξεχνάς ποτέ. Βλέπεις τα βιβλιάρια, τα φάρμακα, τα βλέπεις όλα γύρω σου, πέφτουν τηλεφωνήματα στο νοσοκομείο. Δε ζεις σε άλλη χώρα, σε άλλο πλανήτη και να θέλεις να ξεφύγεις, είναι όλα γύρω σου». Μας είχες πει ότι αυτό που σας είχαν πει, ήταν ότι μετά από δύο χρόνια το ξεχνάς. Εσύ λοιπόν δεν το ξέχασες. «Δεν μπορεί να το ξεχάσεις, δε σ' αφήνει να το ξεχάσεις» και συμπληρώνει η μαμά: «απλώς βάζεις τη ζωή σου σε άλλες βάσεις. Αυτό που σου έλεγα ότι μετά τα δύο χρόνια σταματήσαμε να αισθανόμαστε ότι έχουμε υποχρεώσεις να πάμε στους γονείς μου, να πάμε στους γονείς του Στέλιου… Κάναμε πράγματα για εμάς. Ήρθαμε το Νοέμβριο και ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ήθελε κανέναν εδώ, δεν ήρθε εδώ κανένας φίλος του. Επέμενε ο ίδιος ότι είναι στην Αθήνα και του έλεγα πως εγώ το Νοέμβριο πηγαίνω τον Ντίνο στο σχολείο, του έλεγα, αγόρι μου, κάποια παιδιά θα με δούνε με το αυτοκίνητο. Ξέρουν ότι εμείς οι δύο είμαστε αυτοκόλλητοι, δεν υπάρχει περίπτωση να πας κάπου χωρίς εμένα. Όμως εκείνος επέμενε να λέω πως είναι στην Αθήνα κι έτσι έκανα. Τα απογεύματα έφευγε μαζί με τα αδέλφια του να δούνε τα ματς του ΠΑΟΚ αλλά πήγαιναν σε πιο μακρινή συνοικία που ήξερε ότι δε θα τον δει κάποιος γνωστός. Τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε για φαγητό στη Χαλκιδική». Ρώτησα την Άννα αν έβγαιναν κι εκείνη: «βέβαια, αφού το ανοσοποιητικό μας είχε ανέβει, οπότε δεν είχαμε κανένα θέμα». Οπότε τί ήταν αυτό που έφερε το τέλος; Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω!
Τί έφταιξε και κατέληξες; «Μας τηλεφωνούν και μας λένε να πάμε στην Αθήνα γιατί είχε βρεθεί το μόσχευμα. Πηγαίνουμε τέλος Νοεμβρίου και τους λέμε, ήρθαμε να εισαχθούμε αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα και εκτός από αυτό έλειπε μια εξέταση που ήταν ένα τεστ εγκυμοσύνης της Αμερικανίδας δότριας, εξέταση απαραίτητη για τη μεταμόσχευση. Μας λένε δε θα μπείτε μέσα, θα μείνετε κάπου έξω για απόψε μέχρι την άλλη μέρα που θα έβγαιναν τα αποτελέσματα». Μου τα έλεγε η μαμά οργισμένη. Επιπλέον, «μέσα από ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, σαν αστακοί μπαίναμε στο τμήμα με ρούχα από τη μέσα και έξω πλευρά πλυμένα, σιδερωμένα, χάλασε μέσα ο μαγνήτης και με ταξί σε ιδιωτικό κέντρο» για να πραγματοποιήσετε την εξέταση που έπρεπε να κάνεις.
Μετά πήρε το λόγο ο μπαμπάς, για να πει για τις αναποδιές που συναντήσατε οδικώς. Καταστάσεις όμως που προκαλούσαν άγχος «κι όμως όλα τα ξεπερνούσαμε. Μπαίνουμε μέσα στο εν λόγω ίδρυμα την επόμενη μέρα και ξεκίνησε η αντίστροφη διαδικασία. Άρχισαν να κατεβάζουν τα στοιχεία του μέχρι να φτάσουμε στο σημείο μηδέν, για να κάνουμε τη μεταμόσχευση. Εκείνο το διάστημα είχε και πάλι πολύ καλή ψυχολογία, αν και ήταν πιο σφιχτά τα πράγματα, του πήρα φορητό υπολογιστή κι ενώ πήγα στα τυφλά να τον αγοράσω, αυτό που πήρα ήταν η τρομερή του αδυναμία». Θα αναφέρω το πρώτο κομμάτι της ανάρτησής σου, το άλλο ας το υποθέσουν: «έχω τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου…». Έτσι ανέβηκε κι άλλο η ψυχολογία του και άρχισε να επικοινωνεί και πάλι με τους φίλους του. Η μαμά: «βασικά δεν ήθελε να μιλάει με τους φίλους του και τον πείσαμε ότι έπρεπε να κρατήσει επαφή γιατί δε θα μέναμε αιώνια εκεί μέσα, δηλαδή να μην νόμισε ότι η ζωή του ήταν εκεί, κάποια στιγμή θα τελειώναμε, θα επιστρέφαμε. Θα σου γυρίσουνε και οι φίλοι σου την πλάτη. Κι ύστερα λίγο - λίγο, δειλά - δειλά, έστω ανά μία - δύο μέρες… Ύστερα άλλαξε το νούμερο στο τηλέφωνό του». Πόση διάθεση να έχει ένας άνθρωπος που πονάει, παλεύει να μιλήσει. Θα σε ρωτούσαν «τί κάνεις;», θα έλεγες «καλά είμαι» και; Τί άλλο να έλεγες πέρα από το "καλά". Το νούμερο το είχε μόνο η οικογένεια.
Η μεταμόσχευση, θεωρητικά μιλώντας πάντα ίσως και πρακτικά, ήταν επιτυχημένη. Υπάρχουν, όμως, και οι παρενέργειες μιας μεταμόσχευσης, οι οποίες μπορεί να έχουν διάφορες μορφές. Το μόσχευμα που δέχτηκες, προέρχονταν από έναν οργανισμό, ο οποίος είχε προδιάθεση να εμφανίσει λ.μ., όπως ακριβώς και ο δικός σου, και εκεί που ήσουν καθαρός από τη λευχαιμία, εκδηλώθηκε λ.μ. με αποτέλεσμα να σου σακατέψει τα πνευμόνια και ν' αρχίσεις ν' ανασαίνεις βαριά.
Πριν από αυτό έβγαζες αίμα από πίσω, λίγο μετά έκανες εμετό με αίμα. Αυτό ανησύχησε έναν από τους υπευθύνους γιατρούς, ο οποίος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, γεγονός που για πρώτη φορά θορύβησε τη μαμά. Κάποια στιγμή είπες στη μαμά: «Πες τον μπαμπά να μην έρθει αυτό το Σαββατοκύριακο, ας έρθει το άλλο που θα είμαι καλύτερα». Κι έτσι ενημερώθηκε ο μπαμπάς. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαιναν καλά. Κάποια στιγμή μέσα στο δωμάτιο κι ενώ είχες δει το αίμα είπες: «Μαμά θα πεθάνω;». Εκείνη έσπευσε, όπως πάντα, να σε καθησυχάσει. Ζήτησες να καθίσεις στην πολυθρόνα, να μην ξαπλώσεις πάλι στο κρεβάτι. Κι έτσι έγινε.
«Η ανάσα του άρχισε να βαραίνει κι εγώ τον αγκάλιασα και τον έβαλα ανάμεσα στα πόδια μου τρίβοντάς του το σώμα. Του έλεγα να παίρνει ανάσες και να μην αγχώνεται, να σκέφτεται κάτι όμορφο. Μας ρώτησαν για ποιο λόγο καθόμασταν έτσι κι εγώ τους απάντησα ότι εμείς έτσι είμαστε». Οι γιατροί σύστησαν στη μαμά να έρθει και ο μπαμπάς. Να είναι δύο γιατί της είπαν ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα. Πάλι όχι το κακό στο μυαλό της: «Να είμαστε δύο, για να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Μου έλειπε απίστευτος ύπνος. Είχα να κοιμηθώ καλά πολλές μέρες σε σημείο να βλέπω οράματα. Ήρθε ο Στέλιος κι έμεινε εκείνος με τον Μιχαήλ. Εγώ κοιμήθηκα στο σαλονάκι. Την άλλη μέρα του βάλανε μάσκα οξυγόνου».
Τα πράγματα και τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Το οξυγόνο δε σου έφτανε κι έτσι την άλλη μέρα πήγες στην εντατική που η ατμόσφαιρα είχε περισσότερο οξυγόνο. Εκεί, επειδή δεν μπορούσες πια να μιλήσεις, σου έφερε ο μπαμπάς ένα πρόχειρο κομμάτι χαρτί, η μαμά ένα στυλό κι εσύ έγραψες με τα χέρια σου να τρέμουν:
"Μόνο αυτό μας έλειπε".
Άραγε ποιο να ήταν το ύφος, τα συναισθήματά σου και τι σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή; Έχω πει την ίδια φράση πολλές φορές, μπουχτισμένη, αγανακτισμένη, θυμωμένη, γεμάτη έκπληξη, φόβο, ειρωνεία, αυτοσαρκασμό… Εσύ, όμως, δεν είσαι εγώ. Όλα αυτά τα περιπετειώδη και πέτρινα χρόνια δεν είχες βιώσει ποτέ την εισαγωγή στην εντατική. Πάντα ήσουν ετοιμόλογος, πάντα ξενέρωνες καταστάσεις και καταστάσεις με το θανατηφόρο χιούμορ σου. Ίσως αυτό να έκανες και τώρα.
Στην εντατική ήταν ακόμη πιο σφιχτά τα πράγματα. Υπήρχαν συγκεκριμένες ώρες επισκεπτηρίου, ακόμη και για τους γονείς, μισή ώρα το πρωί, μισή ώρα το απόγευμα. Είχες μια τεράστια μάσκα οξυγόνου και απλά περίμενες και προφανώς σκεφτόσουν. Ο μπαμπάς και η μαμά ήταν έξω και περίμεναν τα νέα σου. «Ρώτησα την καθαρίστρια που ήταν μέσα τί έκανε. Μου απάντησε ότι ήταν ήσυχος και απλά κοιτούσε αριστερά, δεξιά». Κάποια στιγμή ξαναέρχονται μέσα οι γονείς σου. «Δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Του σκούπισα τα μάτια και κράτησα το χαρτομάντιλο με τα δάκρυά του. Τώρα τί σήμαιναν αυτά; Ήθελε να μας πει κάτι, ήθελε να μας αποχαιρετίσει…».
Κάποια στιγμή προέκυψε πρόβλημα και με τα νεφρά σου. Υποβλήθηκες σε αιμοκαθάρσεις. Και πάλι ενώ πλησίαζε το τέλος, ρώτησε η μαμά κάποια γιατρό που σε παρακολουθούσε: «όταν τελειώσουμε και φύγουμε από εδώ, θα επανέλθει η φυσιολογική λειτουργία των νεφρών του;» κι ενώ εκείνη έσπευσε να γνεύσει καταφατικά: «μα τί λέτε κυρία μου! Το παιδί σας σας λέω πως μετράει ώρες». Η αισιοδοξία των γονιών σου ξεπερνούσε κάθε λογική.
Μετά απ' όλα αυτά οι γιατροί σύστησαν στους γονείς σου να φύγουν από τον κλινικό χώρο, αφού έπρεπε πια να ασχοληθούν μαζί σου. Βρισκόσουν ήδη σε καταστολή και σε είχαν διασωληνώσει. Και κάτι ακόμη να πούμε. Μια από τις τελευταίες φορές, πέρα από τα δάκρυά σου που τα έχει φυλαγμένα, η μαμά σου χάιδεψε το χέρι. Εσύ με το άγγιγμά της ανατρίχιασες κα ανέβαιναν οι σφυγμοί της καρδιάς σου! Ακόμη και η λοιμώδης μονοπυρήνωση μία μέρα πριν φύγεις, είχε υποχωρήσει.
Την επόμενη μέρα που ήρθαν οι γονείς σου να σε συναντήσουν, ήταν μόνο το άψυχο σώμα σου εκεί. «Έχει λίγα λεπτά που το παιδί σας έφυγε και να ήσασταν εδώ, δε θα μπορούσατε να κάνετε τίποτα». Όταν κάποια στιγμή, λίγο πιο πριν, ρώτησα τη μαμά για ποιο λόγο σας είπαν να μη βρίσκεστε έξω από το δωμάτιο της εντατικής, μου είπε η μαμά: «Ο χώρος εκεί ήταν στενόχωρος, μικρός. Φορεία μπαινοέβγαιναν, γονείς παντού για τα παιδιά τους… Μας είπαν να φύγουμε, αφού η παρουσία μας έτσι κι αλλιώς δεν ωφελούσε σε κάτι. Μας είπαν να φύγουμε, γιατί ήθελαν να ασχοληθούν με το παιδί μας. Τί άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Γι' αυτό το λόγο φύγαμε. Εμποδίζαμε περισσότερο παρά βοηθούσαμε».
Όπως καταλάβαινες, αγόρι μου, το τέλος πια ήταν αναπόφευκτο και ίσως το είχες καταλάβει και για το λόγο αυτό να δάκρυσες. Δεν περίμενες ότι θα ερχόταν η ώρα που θα ζούσες το θάνατό σου.
Λίγες μέρες μετά, νομίζω το ανέφερα πιο πάνω, μας επισκέφθηκε η μαμά μετά από δική μου πρόσκληση. Ήρθε μαζί με μια τεράστια ανθοδέσμη. «Σε αρραβώνα ήρθες;» της είπε χαριτολογώντας ο κ. Στέλιος. «Όχι αλλά δεν ήξερα τί άλλο να φέρω». Ξεκίνησε, λοιπόν, να μου μιλάει για σένα από τη σύλληψη έως και το θάνατό σου. Ζήτησε ένα ζεστό καφέ και ανάβοντας ένα τσιγάρο, εγώ καθισμένη στον καναπέ αυτή τη φορά κοντά της, την άκουγα να μου μιλάει για περισσότερο από δύο ώρες. «Θέλω να μου πεις σε ποια ηλικία ήσουν, όταν προέκυψε το θέμα με την υγεία του Μιχαήλ;». Της είπα: «ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αφού είναι δική μου η συνέντευξη».
Ξεκίνησε λέγοντάς μου πόσο χαριτωμένο και όμορφο μωρό ήσουν, καθώς και ότι είχες πάντα κάτι ξεχωριστό καθώς μεγάλωνες. Είχε δώσει πολλή έμφαση στο γέλιο σου που ήταν "κελαρυστό", όπως χαρακτηριστικά μου είπε. Σου ζητούσε να επαναλάβεις μια λέξη αλλά ήταν δύσκολη λέξη, για να την επαναλάβεις σε τόσο μικρή ηλικία. Ήσουν συνέχεια μαζί της, καθώς ήσουν και ο μικρότερος. «Ήμασταν πάντα μαζί. Άφηνα τη Μαρία και τον Ντίνο στο σχολείο και ήμασταν αυτοκόλλητοι». Έτσι ξεκινήσατε και έτσι καταλήξατε. Πόσο οδυνηρή άραγε να ήταν η αποκόλληση!
Επίσης, «ήτανε προοδευτικός, πρωτοποριακός, ανυπόμονος και ευκολομπούχτιστος ». Τον τελευταίο χαρακτηρισμό σου τον είχε προσάψει και ο μπαμπάς: «βαριόταν πολύ εύκολα…». Είναι και κάποια πράγματα, τα οποία δεν έχω ακόμη αναφέρει σχετικά με τις τελευταίες ώρες της ζωής σου, με τους γονείς σου και με τ' αδέλφια σου. Δε θέλω να γινόμαστε μονότονοι, κουραστικοί κι έτσι επιλέγω να κάνω εναλλαγές σε παρελθόν και παρόν. Το παρόν αφορά στις κουβέντες που έκανα με την οικογένειά σου και τους φίλους σου και από την άλλη το παρελθόν το δικό σου γιατί δυστυχώς μέλλον δεν υπάρχει.
Και γυρίζουμε πίσω στον Αύγουστο του 2003. Τα πράγματα έγιναν όπως τα είπαμε πιο πάνω, μόνο που αυτή τη φορά η μαμά συμπλήρωσε κάποια κενά που ενδεχομένως και να είχα. «Σου το έχουμε πει πως έγιναν τα πράγματα, να μην σου τα ξαναλέω… Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα, το μυαλό όμως δεν πήγαινε σε κάτι κακό. Τελικά γίνεται η ανακοίνωση. Φωνάζουν εμένα και μου το ανακοινώνουν και ήμασταν εκεί η γιατρός που μου το είπε, μια νοσοκόμα και ένας ακόμη γιατρός…».
Στο σημείο αυτό τη διακόπτω, για να τη ρωτήσω πόσο χρονών ήταν, όταν ξεκίνησε η σκληρή ιστορία της λευχαιμίας και είχα λόγο που τη ρωτούσα. Μου είπε, λοιπόν, ότι αφού στα είκοσι επτά της ήταν που γεννήθηκες, η διάγνωση έγινε στα έξι σου, οπότε ήταν τριάντα τριών ετών.
«Ήταν εκεί η διευθύντρια του τμήματος, για να μου το ανακοινώσει , καθώς και ο γιατρός και η νοσοκόμα μήπως λιποθυμήσω, μήπως πάθω κάτι. Ήμουν μόνη μου, προσπάθησα να το διαχειριστώ όσο καλύτερα μπορούσα και μετά έπρεπε να το αναγγείλω στον Στέλιο».
Ο τρόπος με τον οποίο μου το είπε, με οδήγησε: «ήταν δύσκολο αυτό για σένα;» και ευθύς ήρθε η απάντηση: «Ναι, γιατί στο ρόλο αυτό έχω μπει πάρα πολλές φορές» και στη συνέχεια τη ξαναρώτησα: «για σένα ήταν πιο εύκολο να το ακούσεις από να το ανακοινώσεις στον άντρα σου;». «Ίσως και κάποια στιγμή να είχα καταλάβει ότι αυτό που είχε ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν κάτι πιο σοβαρό τελικά από ένα κρύωμα. Προαίσθημα θέλεις να το πεις… Έβλεπα το παιδί… δεν ήταν κάτι απλό και καταλάβαινα ότι είναι κάτι πιο δύσκολο, κάτι πιο περίπλοκο».
Της είπα αν αυτό που ήθελε, ήταν να παραμερίσει αυτή τη σκέψη: «Εννοείται αλλά τα συμπτώματα δε σου άφηναν να το διώξεις παρά σου έλεγαν: μην πετάς άλλο, προσγειώσου εδώ που είσαι και ξεκίνα να συνειδητοποιείς ότι είναι κάτι άλλο τελικά. Ο εαυτός μου ερχόταν σε σύγκρουση ότι από τη μια πλευρά μπορεί να ήταν κάτι δύσκολο, όχι όμως τόσο δύσκολο, και από την άλλη βάλε και ότι ίσως και να είναι κάτι πιο δύσκολο. Το δύσκολο τώρα για μένα ήτα να το πω στον Στέλιο και έρχεται στο νοσοκομείο. Όταν μου το ανακοίνωσαν το μεσημέρι, δεν του είπα τίποτα παρά περίμενα εκείνη την ώρα, γύρω στις τεσσεράμισι με πέντε η ώρα το απόγευμα τον πήρα μέσα σ' ένα δωμάτιο που ήταν σαν μια αίθουσα σχολείου που είχε εκεί μέσα και του είπα κατευθείαν ότι ήταν λευχαιμία. Εκείνος έμεινε αμίλητος». Πάλι, Μιχαήλ, έσπευσε με κάποιον τρόπο να τον καθησυχάσει λέγοντάς του ότι η μορφή της λευχαιμίας που είχες, ήταν καρκίνος αλλά με καλές προοπτικές τουλάχιστον σε σχέση με άλλες μορφές λευχαιμίας.
«Ήταν με τις καλές προοπτικές, ότι δηλαδή πάρα πολλά παιδιά σώζονται έχοντας αυτού του είδους λευχαιμία. Αμέσως μετά μας ανέβασαν στο παιδογκολογικό τμήμα. Όταν μπήκα πρώτη φορά, ήτανε βράδυ γύρω στις οκτώ με οκτώμισι, μας πήγανε στο τμήμα. Όταν πέρασα εκείνη την πόρτα, ήταν ένα σοκ για μένα. Παιδιά χλωμά, άχρωμα, με τα στατό γεμάτα μπουκάλια, χωρίς μαλλάκια, αγέλαστα, γονείς επίσης αγέλαστοι, ένα γενικά καταθλιπτικό μέρος. Μας βάλανε στο τελευταίο δωμάτιο. Εκεί ήταν και δύο κοπέλες που είχανε τα παιδιά τους, παιδιά μεγαλύτερα από τον Μιχαήλ Άγγελο. Δεν είχε κρεβάτι και μας βάζουνε σε μια πολυθρόνα που γινότανε κρεβάτι έως ν' αδειάσει κάποιο μέρος και να μας μεταφέρουνε. Τακτοποιούμαστε, φεύγει ο Στέλιος κι εγώ ως εκείνη την ώρα δεν έχω κλάψει και μετά που έφυγε ο Στέλιος, γοερά!
Οι νοσοκόμες τακτοποιούσαν το παιδί, του έβαζαν ορό να ξεκινήσουνε τα φάρμακα και όλα αυτά, οπότε με πήραν οι δύο μαμάδες έξω από το δωμάτιο, εγώ να κλαίω, να κλαίω, χωρίς να μπορώ να συνέλθω κι ήταν αυτές που μου δώσανε κουράγιο, μου μιλήσανε κι αυτές λες και μου πήρανε το βάρος εκείνο το βράδυ». Όλα περισσότερο από δύσκολα, αγόρι μου.
Είναι πολλές φορές που τα δάκρυα μας λυτρώνουν, άλλες φορές πάλι δε μας επιτρέπεται να κλάψουμε για ευνόητους λόγους και αντί να βάζουμε τα κλάματα, να βάζουμε τα γέλια ή να μένουμε ανέκφραστοι. Αλλάζουμε προσωπεία, Μιχαήλ. Ποιο πρόσωπο είναι δυνατό και ποιο αδύναμο και ποιός ή ποιά θα μας κρίνει; Ξέρεις τί συνηθίζω να λέω εγώ; Ο καθένας ας κοιτάζει τη δική του καμπούρα.
Πάμε στη μαμά: «την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε καλύτερα, μέσα σε εισαγωγικά καλύτερα, απλώς ήτανε όλα καινούρια πράγματα κι έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένη για το τί κάνουνε με ένα παιδί να κοιτάζει αριστερά-δεξιά, έβλεπε χαμένος και έπρεπε να του πω ότι εκεί θα περνούσαμε ένα μεγάλο διάστημα και ότι θα πέσουνε σιγά-σιγά τα μαλλάκια σου. Μας είχανε πει από την πρώτη στιγμή να τον κουρέψουμε εντελώς αλλά δεν το κάναμε, παρά τα αφήσαμε να πέφτουν σιγά-σιγά και εμείς βρίσκαμε τρόπους να τα μαζέψουμε. Από εκεί και πέρα η κάθε μέρα ήταν γεμάτη με τα προβλήματα που δημιουργούνταν, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να μη σκέφτεσαι την αρρώστια».
Πολλές φορές η μαμά χρησιμοποιούσε το γ΄ ενικό πρόσωπο αντί το α΄ ενικό. «Δεν σκεφτόσουν ότι το παιδί σου έχει λευχαιμία, απλώς σκεφτόσουν την καθημερινότητα του νοσοκομείου και μάθαινες όλο καινούρια πράγματα, δηλαδή να προσέχεις αντιδράσεις κι έτσι είχες συνέχεια το μυαλό σου στο παιδί και στο τι γινότανε. Οπότε, τουλάχιστον για μένα, δεν ήξερα τί έκαναν οι άλλοι οι γονείς, καμιά φορά ξεχνούσα ότι το παιδί έχει λευχαιμία γιατί με συνέπαιρνε η μέρα.
Ερχόταν ο Στέλιος από το πρωί όλο αυτό το διάστημα. Για ένα μήνα ο Στέλιος ήτανε εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ και έφευγε γιατί δε γινότανε να καθίσουμε και οι δύο. Είχαμε και τα άλλα μας τα παιδιά στο σπίτι, τα οποία ήτανε και εκείνα μικρά και στη δουλειά πήγε μετά από ένα μήνα. Τον πρώτο μήνα ήτανε συνέχεια εκεί μαζί μας και δεν άξιζε τον κόπο να είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να κάνει τί; Και επίσης αυτό το πράγμα δεν ήταν ότι θα τελείωνε σ' ένα μήνα, ήθελε χρόνο και από την άλλη ήταν και το άλλο: αν κάποια στιγμή κουραζόμουν εγώ, έπρεπε έστω τυπικά κάποια στιγμή να είναι κάποιος ξεκούραστος, για να ξεκουραστώ κι εγώ.
Τους τρεις πρώτους μήνες δεν έφυγα καθόλου, δεν άφησα ούτε τον Στέλιο να μείνει. Μόνο μια μέρα άφησα τη θεία του τη Νατάσσα, η οποία βρισκότανε δίπλα μας από την πρώτη στιγμή κι έτσι την άφησα μαζί του μια Κυριακή, για να πάω να δω και τ' άλλα μου παιδιά».
Κάπου εδώ θα τη ρωτήσω κάτι που κάτι που από ώρα σκεφτόμουν: «σκέφτηκες ποτέ ότι εγώ στα τριάντα τρία μου χρόνια κάτι άλλο θα ήθελα να κάνω, κάτι άλλο ονειρευόμουν και τώρα κοίτα τι μου έτυχε και πρέπει να παλέψω για το παιδί μου μαζί με το παιδί μου; Ενώ εγώ στα τριάντα τρία μου θα μπορούσα να κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα, όπως για παράδειγμα να ταξιδέψω να γυρίσω και να ζήσω κάτω από άλλες συνθήκες μαζί με όλη μου την οικογένεια ή κάποιες στιγμές μόνοι μας ως ζευγάρι, παρά ήσουν δίπλα στο παιδί σου, ταγμένη στο παιδί σου;» .
Η απάντηση ήταν άμεση: «Όχι, δεν υπήρχε προσωπική σκέψη, ήμουν εκεί μόνο για τον Μιχαήλ. Δεν μπορώ να πω ότι είχα στερηθεί εξόδους ή ταξίδια. Αυτά λίγο-πολύ τα είχα ζήσει». Η μαμά δεν ένιωσε στιγμή ότι της έλειψε κάτι. Δεν είχε μυαλό για τέτοιου είδους σκέψεις, οι οποίες νομίζω ότι ήταν περιττές για εκείνη. Ασχολούνταν μόνο με σένα, τη φαρμακευτική σου αγωγή και ό,τι άλλο προέκυπτε. «Ήταν τόσα τα πράγματα που έπρεπε να γίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας… Φοβόμουν μην κάνω κανένα λάθος και βλάψω το παιδί, δηλαδή έπρεπε να μάθω να χειρίζομαι τον καθετήρα. Επιπλέον, αγχωνόμουν και για τα φάρμακα που του έδιναν οι νοσοκόμες στο τμήμα, χωρίς να υπονοώ ότι δεν κάνανε καλά τη δουλειά τους, αλλά ήταν πολλά τα παιδιά και λίγο το νοσηλευτικό προσωπικό». Ήθελε να σε προστατέψει και σκεφτόταν την παραμικρή λεπτομέρεια. Κι έτσι το προσωπικό κομμάτι εκτός του ότι είχε εξαφανιστεί, δεν την απασχολούσε και καθόλου. «Δεν έλειψα τρεις μήνες από κοντά του, αφού καμιά φορά μπορώ να σου πω ότι δε σκεφτόμουν να πάω σπίτι να δω τα άλλα μου παιδιά».
Είχε έρθει μια φορά η αδελφή του μπαμπά κι έμεινε για ένα βράδυ μαζί σου. Άλλωστε ζητούσε η ίδια να βοηθήσει τη μαμά, όχι για μια νύχτα μόνο, όπως και ο μπαμπάς, όμως εκείνη δεν ήθελε στιγμή να σε αφήσει μόνο. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα φύγω και θα τον αφήσω μόνο. Το μόνο που έκανα για τον εαυτό μου, ήταν να πηγαίνω και να πίνω έναν καφέ κάτω κι αυτό νωρίς το πρωί που κοιμόταν. Ακόμη και στο χειρουργείο που έμπαινε για να βάλει τον καθετήρα, αν μπορούσα, θα έμπαινα μαζί του».
Μου είπε πόσο πολύ σου άρεσε να σου διαβάζει διάφορα βιβλία, όχι να διαβάζεις ο ίδιος αλλά να την ακούς να σου διαβάζει και μετά να σε παίρνει ο ύπνος, κάτι που ευχαριστούσε τη μαμά. Της έλεγες «μου αρέσει ο τόνος της φωνής σου» που σήμαινε -και νομίζω πως έτσι είναι- ότι είχε ροή ο λόγος της, χωρίς σκαμπανεβάσματα. Τη ρώτησα για το αγαπημένο σου βιβλίο, το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα", το οποίο δε σου το πήρα εγώ κι ούτε μου είχες μιλήσει ποτέ, ούτε είχες αναφέρει ποτέ αγαπημένο βιβλίο, αλλά το έγραψες ακόμη και στο παιδικό σου λεύκωμα. Αφού ξεκαθαρίσαμε ότι το δικό μου δώρο ήταν το δικό μου αγαπημένο βιβλίο, το οποίο είναι ο "Μικρός πρίγκιπας", με μια αφιέρωση, συνεχίσαμε την κουβέντα μας. Το βιβλίο του Λουντέμη έπεσε στα χέρια της, ενώ έψαχνε να βρει κάτι για να σου διαβάσει. Βιβλίο επίσης ωραίο, πολύ ωραίο. Αυτά όλα -εκτός από τον "Μικρό Πρίγκιπα" που σου το χάρισα πολύ αργότερα- έγιναν πριν ξεκινήσουμε μαζί τα μαθήματα, παρά είχες πάει μόνο για δεκαπέντε μέρες στην πρώτη δημοτικού. Δηλαδή ήσουν πολύ μικρούλης κι ίσως η μικρή σου ηλικία, σε συνδυασμό με το στρωτό λόγο της μαμάς, έκαναν αγαπημένο το εν λόγω βιβλίο.
Ποτέ, λοιπόν, δε σ' άφησε μόνο σου γιατί απλά δεν ήθελε. Όταν πια κατεβήκατε στη Αθήνα, έμεινε ένα βράδυ στο ξενοδοχείο. «Έβλεπα πια οράματα από την αϋπνία και έμεινε ο Στέλιος και ένα μεσημέρι που ήμουν πολύ κουρασμένη. Αυτό ήταν. Δεν έφυγα από δίπλα του, δεν έφυγα από κοντά, με ήθελε εκεί κοντά του». Ένιωθες ασφάλεια κοντά της. Ήξερες ότι εκείνη ήταν που πάντα τα έβγαζε πέρα με όλους και για όλα. Ούτε καν με τον μπαμπά ένιωθες έτσι. «Είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε μένα να του καθαρίζω και να του φτιάχνω τον καθετήρα παρά τη νοσοκόμα. Νόμισε δηλαδή ότι μια νοσοκόμα πηγαίνοντας από το ένα παιδί στο άλλο ενδεχομένως να μην έβγαζε τα γάντια και να του μετέφερε μικρόβια ή να έκανε κάτι κακό στον καθετήρα και μετά πάλι χειρουργείο». Ποιός μπορεί να σε αδικήσει ή να σε πει παρανοϊκό, μετά από όλα όσα είχες περάσει.
Η μαμά συνέχισε: «Αν ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν δέκα φορές έξυπνος, από εκεί μέσα βγήκε πολύ εξυπνότερος». Όταν βρισκόμαστε σε μια τέτοια θέση, επιστρατεύουμε όλες μας τις αισθήσεις και οξύνεται το πνεύμα μας. Το ξέρω, αγόρι μου!
Ας συνεχίσουμε με τα λόγια της μαμάς, η οποία μου είπε πως από ένα σημείο και μετά έπρεπε να συνεννοούνται ο μπαμπάς κι εκείνη με τα μάτια έτσι ώστε να μην καταλάβεις εσύ πόσο δύσκολη ή πόσο αγχωτική ήταν μια κατάσταση. Μπήκες εντατική ημέρα Σάββατο και δύο μέρες πριν, όταν βρισκόσουν ακόμη στο τμήμα της μεταμόσχευσης, κάλεσαν τη μαμά να της πούνε πως δεν ήταν καλά τα πράγματα: «Πρέπει να καλέσω τον πατέρα;» και της απάντησαν καταφατικά. «Δεν μπορεί, θα είναι κάποια παρενέργεια, αλλά το παιδί είχε πολύ αίμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας κάποιες στιγμές σταματούσε και κάποιες στιγμές ξανάρχιζε, αλλά εγώ του έλεγα να μη στεναχωριέται, ότι ήταν κάποιες παρενέργειες και αυτό το είχα πιστέψει κι εγώ η ίδια: Αλλά και πάλι θα ξεπεραστεί. Το Σάββατο το πρωί πριν πάμε στην εντατική, άρχισε να κάνει εμετό με αίμα». Όμως για ακόμη μια φορά η μαμά προσπάθησε να σε καθησυχάσει λέγοντάς σου ότι έφταιγε το στομάχι σου και αυτό που σε είχε πειράξει, έφυγε. Είναι παράλογο κάποιος να το σκεφτεί κι όμως η μαμά θεωρούσε ότι και αυτό θα το ξεπερνούσατε, γιατί έτσι γινόταν πάντα. Κι όταν τη ρώτησα, η απάντησή της ήταν κατηγορηματικά αρνητική: «Όχι, όχι! Δεν άφηνα τον εαυτό μου, να με πάρει… Τα καταφέρναμε πάντα, έστω και δύσκολα».
Στη συνέχεια μου είπε για δύο όνειρα που είχε δει στον ύπνο της. Τα όνειρα είναι το υποσυνείδητό μας, είναι ό,τι θα θέλαμε να γίνει στην πραγματικότητα που ίσως πραγματοποιηθεί, ίσως όχι. Τα όνειρα είναι οι επιθυμίες μας, οι οποίες είναι μασκαρεμένες, αυτό λέει η επιστήμη της ψυχολογίας. Αλλά τώρα μιλάει η μαμά για ένα όνειρο που είδε τη δεύτερη φορά στο νοσοκομείο, το οποίο θεώρησε ότι ήταν ένα ευοίωνο όνειρο. «Ήτανε κάποιος κύριος κάτω στην είσοδο του νοσοκομείου και φώναξε όλα τα παιδάκια, για να υποδεχτούνε κάποιον. Αυτός ήτανε ένας πολύ όμορφος, ξανθός νέος και ανάμεσα σε όλα τα παιδιά -γνωστά και άγνωστα- παίρνει τον Μιχαήλ Άγγελο και μου λέει πως θα τον στείλει να κάνει μπάνιο. Μα του λέω πως έχει ήδη κάνει μπάνιο, είναι καθαρός κι εκείνος συνεχίζει να μου λέει πως θα τον πάρει να τον καθαρίσει όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά, γιατί ήταν βρώμικος. Και μετά θα μου έδινε πίσω το παιδί καθαρό. Θεώρησα ότι ήταν ένα καλό όνειρο, ότι ήταν κάποιος άγιος κι έτσι ήμουν σίγουρη πως θα επιστρέψει καθαρός από τη λευχαιμία σε μένα, αφού μου το υποσχέθηκε! Ήτανε ένα πολύ καλό όνειρο κι έτσι δεν έβαζα το κακό στο μυαλό μου. Έψαξα να βρω ποιος άγιος ήταν. Η εκκλησία που είχε εκεί, ήταν του Αγίου Παντελεήμονος και όταν κοίταξα τις εικόνες, έμοιαζε ο άγιος με τον άντρα που είδα.
Κι ένα ακόμη όνειρο πριν φύγει ο Μιχαήλ Άγγελος. Την Τρίτη το πρωί κατά τις επτά η ώρα ξύπνησα. Είδα μια γυναίκα με μαύρα, μακριά μαλλιά, φορούσε ρούχα γιατρού κι εγώ έβλεπα μόνο την πλάτη της και μου είπε κατηγορηματικά ότι εκείνος θα αποφασίσει, αν θα μείνει ή αν θα φύγει, όχι εσύ. Ήταν ξεκάθαρα τα λόγια της, όμως δεν καταλάβαινα αν αυτά ήταν όνειρα δικά μου ή οι σκέψεις μου που ήθελα να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει… Τα λόγια της γυναίκας ήταν ξεκάθαρα. Έλεγε εκείνος θα αποφασίσει αν θα μείνει ή όχι και δεν έλεγε αν θα πεθάνει ή όχι, αλλά αν θα μείνει ή αν θα φύγει. Ξύπνησα με αυτό και το είπα στον Στέλιο και μετά από μία ώρα μας τηλεφώνησαν, μας είπαν να πάμε στην κλινική κι εκεί χτυπήσαμε την πόρτα και μας είπαν πως είχε πέντε λεπτά που είχε φύγει». Όνειρα, σκέψεις, αγωνία, ελπίδες, πίστη, κούραση… όλα ένα κουβάρι που δεν ξετυλίχτηκε ποτέ.
Στη συνέχεια ρώτησα που είχανε κοιμηθεί με τον μπαμπά και εκείνη μου απάντησε, αλλά εμένα μου φάνηκε τόσο παράξενο να μην είναι την ύστατη εκείνη στιγμή σου οι δικοί σου γονείς κοντά σου. Κι όμως: «Μας είχανε πει πως οτιδήποτε κι αν συμβεί, θα μας τηλεφωνούσαν κι έτσι μείναμε στο ξενοδοχείο. Δε μας άφηναν να στεκόμαστε έξω από την πόρτα, γιατί μαζευότανε πολύς κόσμος… Στην εντατική ήτανε επτά κρεβάτια και φαντάσου από δύο γονείς, δεκατέσσερις άνθρωποι μπροστά στην εντατική». Εγώ, βεβαία, είχα τη ένστασή μου, αλλά η μαμά συνέχισε: «Υπήρχαν παιδιά που ήταν πενήντα μέρες μέσα. Δεν μπορούσες πενήντα μερόνυχτα να είσαι εκεί, γιατί τί θα γινότανε, αν έβγαινε και έπρεπε να πάει στο τμήμα του. Θα έπρεπε εμείς να είμαστε δυνατοί».
Και πάλι της είπα ότι θα μπορούσαν να μένουν έξω από την εντατική εκ περιτροπής. «Σκέψου, όμως, λίγο διαφορετικά. Ο Μιχαήλ Άγγελος θα ήταν αδύναμος που σημαίνει ότι έπρεπε κάποιος να ήταν δυνατός κι επειδή δεν θέλαμε τέτοιες στιγμές να μην είμαστε και οι δύο μαζί, μήπως γινόταν κάτι κι έλειπε ο ένας από τους δύο. Οι ώρες του επισκεπτηρίου ήταν περιορισμένες, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Μας έλεγαν ότι ενώ βρισκόμασταν εκεί, κάναμε κακό στο έργο των γιατρών και συγχρόνως εμποδίζαμε, ενοχλούσαμε στο χώρο, αφού φορεία πηγαινοέρχονταν και υπήρχε διάχυτη αναταραχή και ένας μικρός χώρος για τόσους ανθρώπους μαζί με φορεία που ανεβοκατέβαιναν». Συνοψίζοντας, λοιπόν, οι καταστάσεις στο συγκεκριμένο περιβάλλον αφορούσαν στο έργο των γιατρών και των νοσηλευτών.
Επιστρέφουμε στην κουβέντα μας με τη μαμά: «Την πρώτη φορά που μας επέτρεψαν να τον δούμε την ώρα του επισκεπτηρίου, αφού τον είχαν ήδη βάλει στο δωμάτιο της εντατικής από το Σάββατο το πρωί, μπήκαμε μέσα γύρω στις μιάμιση το μεσημέρι και μας αφήσανε κοντά στα δέκα λεπτά. Εκείνη ήταν και η στιγμή που μας έγραψε αυτό που είπαμε, αλλά μας διώξανε γρήγορα λέγοντάς μας ότι πρέπει ν' ασχοληθούν με το παιδί μας κι έτσι βγήκαμε έξω, περιμένοντας έως αργά το βράδυ μέχρι τη στιγμή που εξαντληθήκαμε, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν και θα κάναμε κακό και στον εαυτό μας μ' αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να θέλαμε να μέναμε εκεί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, αλλά εμείς θέλαμε το καλό. Αν ξέραμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος θα έφευγε σε τέσσερις μέρες, εννοείται πως θα είχαμε κατασκηνώσει εκεί. Έμεναν για μέρες τα παιδιά μέσα στην εντατική, όπως και το παιδί, του οποίου τη θέση πήρε ο Μιχαήλ Άγγελος. Το παιδί εκείνο έμεινε πενήντα μέρες στην εντατική και μετά από πενήντα μέρες τον βγάλανε και τον πήγανε στο τμήμα του, οπότε κι εμείς ήμασταν πάντα με την καλή διάθεση. Όταν μας μιλούσαν οι γιατροί στην εντατική με απελπιστικά λόγια, εμείς τους λέγαμε: «εντάξει, και όταν θα βγει;».
Κάπου εδώ θα διαμαρτυρηθώ έντονα ρωτώντας τη μαμά: «γιατί; Το άλλο παιδί ήτανε μέσα στην εντατική πενήντα μέρες και έζησε, ενώ ο Μιχαήλ…» Παρασύρθηκα και εγώ, λες κι ήσουν ζωντανός, λες και δεν ήξερα τί μπορεί να σημαίνει ένας καρκίνος! Η μαμά με επανέφερε. «Όχι, δεν έζησε ούτε εκείνο το παιδί. Μετά από δύο μέρες…». Εξακολουθούσα να αναρωτιέμαι αλλά δίχως νόημα. Αυτό το "γιατί" δε θα απαντηθεί ποτέ, ενώ η μαμά συνεχίζει:
«Είναι Πέμπτη που μου έχουνε πει αυτά τα πράγματα και ότι θα πρέπει να καλέσω τον μπαμπά, αλλά εντωμεταξύ δε σου έχω πει πως στην ανακοίνωση της πρώτης υποτροπής ήμουν πάλι μόνη μου, όπως και τότε όταν διαγνώσθηκε η λευχαιμία. Πάλι έπρεπε να έρθει ο Στέλιος σπίτι, γιατί είχανε βγει τα αποτελέσματα και με καλέσανε στο νοσοκομείο μετά από πέντε χρόνια που ήμασταν έξω. Μου το είπανε κι εγώ γυρίζω σπίτι. Ήτανε δυσβάσταχτο πάλι μόνος σου ν' ακούς τα ίδια και πρέπει να βρεις ωραία λόγια να το πεις στο σύντροφό σου και ν' αντιμετωπίσεις την άρνηση από εκείνον εκείνη την ώρα. Ο Στέλιος είχε πολύ μεγάλη άρνηση, όταν του το είπα».
Ρώτησα με ποιον τρόπο είχε εκφράσει την άρνησή του ο μπαμπάς. «Εκείνη την ημέρα πήρε ένα μπουκάλι ουίσκι στην κρεβατοκάμαρα και έπινε, ενώ εγώ έπρεπε να βγω έξω στην κουζίνα και να φάω με τα παιδιά σα να μη συμβαίνει τίποτα». Ρώτησα αν όλα αυτά συνέβαιναν, ενώ ήταν ο Μιχαήλ στο σπίτι: «Ναι, ναι, ναι, ήταν μόλις μου είπαν. Είχαμε πάει το πρωί και κάναμε εξετάσεις, κάτι δεν τους άρεσε και το μεσημέρι μου τηλεφωνούν. Επειδή δε θέλανε να μου το πούνε από το τηλέφωνο, ξαναπηγαίνω στο νοσοκομείο, μου το λένε και επιστρέφω σπίτι. Τώρα το πως κατάφερα να επιστρέψω, δεν ξέρω… Τηλεφωνώ στον Στέλιο και του λέω να έρθει σπίτι. Αφού του είπα τελικά τί συμβαίνει, εκείνος έμεινε στην κρεβατοκάμαρα κι εγώ με τα παιδιά έπρεπε να καθίσουμε να φάμε, ενώ ήταν μαζί και ο Μιχαήλ, στον οποίο έπρεπε να το πούμε, αλλά πρώτα να φάμε όλοι μαζί μες την καλή χαρά, χωρίς να καταλάβει τίποτα ο ίδιος και κανένας, ενώ ο Στέλιος ήταν στην κρεβατοκάμαρα, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει.
Την άλλη μέρα πήγαμε σε ιδιωτική κλινική, γιατί αρνούμασταν να το πιστέψουμε, για επιπλέον αιματολογικές εξετάσεις σε μια αιματολόγο, την οποία εμπιστευόμασταν και εκεί πιστοποιήθηκε πλέον η υποτροπή». Εσύ ήξερες ότι είχε κάτι που αφορούσε στο αίμα σου, αλλά το μόνο που θεωρητικά γνώριζες, ήταν ότι είχες το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας.
Σου είπανε, λοιπόν, οι γονείς σου ότι Πάσχα θα κάνατε στο νοσοκομείο, αφού έπρεπε πάλι να νοσηλευτείς. Θυμάμαι είχαμε έρθει με τον κ. Στέλιο τότε και πραγματικά είχα συναντήσει ένα διαφορετικό αγόρι από εκείνο που γνώριζα. Η απότομη αλλαγή, όπως πολύ εύστοχα μου είχε επισημάνει λίγες μέρες πριν η Μαρία.
Και πάλι συνεχίζοντας η μαμά: «την πρώτη φορά, όταν έγινε η διάγνωση ήταν Οκτώβριος, που νοσηλευτήκαμε, τη δεύτερη φορά ήταν Απρίλιος και την τρίτη ξεκινώντας από Μάιο με πόνους που είχε στην πλάτη κι ενώ κάναμε φυσιοθεραπείες, κάναμε και εξετάσεις, οι οποίες πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο συνέχεια και τελικά μας είπε ο γιατρός να κάνουμε ένα μυελόγραμμα και αφού αυτό έγινε και ενώ αυτή τη φορά ήμασταν με τον Στέλιο, ο γιατρός μας είπε πως μακάρι να έκανε λάθος. Μακάρι να έβγαινε ψεύτης και μακάρι να πηγαίναμε και να του λέγαμε πως είναι ψεύτης. Πολύ θα χαιρόταν να του λέγαμε κάτι τέτοιο και ότι δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά του. Πολύ θα το χαιρόταν, αλλά έχει και πάλι κάνει υποτροπή. Οπότε και πάλι δύσκολα για τον τρόπο, με τον οποίο θα του το λέγαμε».
Θα πήγαινες, λοιπόν, πρώτη λυκείου. Τις τάξεις του δημοτικού τις τελείωνες κανονικά, εκτός από το τέλος της έκτης δημοτικού, γιατί αφού τον Απρίλιο είχες υποτροπιάσει και μεσολαβούσαν οι διακοπές του Πάσχα, τον Μάιο δεν πήγες σχολείο. Η έκτη δημοτικού ήταν ακόμη ένας μήνας και δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Και στην α΄ γυμνασίου ερχόντουσαν καθηγητές στο σπίτι, μιας και οι θεραπείες σου διήρκησαν ως το Δεκέμβριο της ίδιας χρονίας. Αλλά μετά παρακολούθησες κανονικά την β΄ και γ΄ γυμνασίου στο σχολείο και τελειώνοντας το γυμνάσιο στο δρόμο για την α΄ λυκείου υποτροπίασες και πάλι.
Την τρίτη και έσχατη φορά μπήκες τέλη Ιουλίου στο νοσηλευτικό ίδρυμα και εκεί ερχόντουσαν καθηγητές στην κλινική, σταλμένοι από το κράτος. Είχε και ο ίδιος ο νοσηλευτικός χώρος σχολείο, αλλά εσύ δεν ήθελες να πηγαίνεις, παρά ήθελες οι καθηγητές να έρχονται στο δωμάτιό σου. Αφού ήρθαν δύο-τρεις ειδικότητες στο δωμάτιό σου για μάθημα για δυο-τρεις φορές, μετά εσύ δεν ήθελες πια. «Έκανε ψέματα ότι κοιμάται και μ' έστελνε έξω να τους πω ότι κοιμάται ή ότι είχε πάρει κάποιο φάρμακο… Η αλήθεια ήταν πως δεν τους ήθελε, γιατί ήταν πολύ μεγάλης ηλικίας ή αφού πήγαιναν από παιδί σε παιδί, υπήρχε ο φόβος των μικροβίων που ίσως μετέφεραν, αν και φορούσαν μάσκες, εκτός από μια καθηγήτρια, η οποία δεν μπορούσε να φοράει τη μάσκα, γιατί την έπνιγε… Μετά Οκτώβριο μήνα ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη».
Ήταν το διάλειμμα σου πριν προχωρήσεις στη μεταμόσχευση. Ήταν η περίοδος χάριτος; Δεν ξέρω! Ένας μήνας πριν σε καλέσουν πίσω, για να κάνεις την πολυπόθητη κι ελπιδοφόρα μεταμόσχευση. «Γυρίσαμε 1η Νοέμβρη να μπούμε στη μεταμόσχευση. Τα μαθήματα σταμάτησαν. Ο ίδιος έγινε πολύ, πολύ δοτικός. Την Πέμπτη που μου ανακοίνωσαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και είπα στον Στέλιο να κατέβει, εκείνος δεν μπορούσε να οδηγήσει μετά τα νεότερα κι έτσι ήρθε με τη βοήθεια ενός συνεργάτη του. Δηλαδή τον μετέφερε οδικώς στο θεραπευτήριο που βρισκόμασταν και έφτασε την Πέμπτη το απόγευμα. Κάποια στιγμή, μετά από πολλές φορές, ο Μιχαήλ, αφού βγήκε από την τουαλέτα, του είπα να έρθει να καθίσει στην πολυθρόνα που συνήθιζα εγώ να κάθομαι και να μην ξαπλώσει πάλι στο κρεβάτι. Ήρθε πραγματικά, κάθισε και με ρώτησε: Μαμά, θα πεθάνω; Κι εγώ του απάντησα αρνητικά, λέγοντάς του: όχι, παιδί μου, δεν πρόκειται να πεθάνεις».
Εδώ η μαμά λύγισε και δάκρυσε και με παρέσυρε. Η αυτοσυγκράτησή της, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε προηγούμενο! Ο κ. Στέλιος προσπάθησε να διασκεδάσει την κατάσταση, μα η μαμά συνέχισε κλαίγοντας πια: «Πήγε, ξάπλωσε και μου είπε: Μαμά, θα μου κρατάς συνέχεια το χέρι; Μη μου αφήσεις το χέρι, να μου το κρατάς. Γι' αυτό δεν ήθελα μέχρι και την τελευταία στιγμή πριν αποχωριστούμε και πριν μου τον πάρουνε εντελώς… του κρατούσα το χέρι, γιατί του υποσχέθηκα να του κρατάω το χέρι συνέχεια.
Η φίλη μου που έχασε κι εκείνη το παιδί της, με ρώτησε αν ο Μιχαήλ μου έκανε αστεία του τύπου: Μαμά, κοίτα τώρα πεθαίνω». Η μαμά συμφώνησε, αφού δύο μέρες πριν φύγεις, της έλεγες, ενώ τοποθετούσες χαρακτηριστικά τα χέρια σου πάνω στο στήθος, "τώρα είμαι dead". Και θα ξαναρωτήσω πως μπορεί να νιώθει μια μάνα, βλέποντας το παιδί της σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, άσχετα με το κατά πόσο η ίδια ξεγελούσε τον εαυτό της και πίστευε πραγματικά ότι ήταν παρενέργειες της μεταμόσχευσης.
«Έβλεπε το αίμα να μη σταματάει και άρχισε να στεναχωριέται, αλλά εγώ πάντα του έλεγα -και το πίστευα αυτό- ότι όλα ήταν παρενέργειες. Είχα μάθει ότι μπορούσαν να υπάρχουν πολλές παρενέργειες, όπως ότι έπεφταν τα νύχια, το δέρμα… Είχε πολλές παρενέργειες η μεταμόσχευση και ήταν κάτι το οποίο γνωρίζαμε. Για παράδειγμα σ' ένα παιδί είχε παραλύσει όλο το νευρολογικό του σύστημα».
Σ' αυτό ακριβώς το σημείο τη διέκοψα, για να τη ρωτήσω κάτι που μ' ενδιέφερε και προσωπικά. Τη ρώτησα, λοιπόν, αν θα προτιμούσε να ήταν το παιδί της παράλυτο και να ζούσε και να το παλεύατε μαζί ή ας έφυγε. Τότε εκείνη απάντησε: «Ας έφυγε δε θα το έλεγα ποτέ, γιατί ως μαμά, όπως και να ήτανε, θα τον ήθελα δίπλα μου. Είχαμε κάνει μια κουβέντα με τη Μαρία. Ο Μιχαήλ Άγγελος πρόσεχε πολύ την εξωτερική του εμφάνιση και του άρεσε να βγαίνει έξω με τους φίλους του, οπότε δε θα ήθελε εκείνος να ζει κάτω από αυτές τις συνθήκες, γιατί θ' αποτραβιότανε από τον περίγυρό του και ο ίδιος δεν ήθελε να μένει μόνος του, παρά να βγαίνει έξω με την παρέα του. Κάποιες φορές, όπως για παράδειγμα μέρες που είχε πολλή ζέστη, αν και του έλεγα να μη βγει από το σπίτι, εκείνος έφευγε. Έπεφτα να κοιμηθώ και άκουγα την πόρτα που έκλεινε πίσω του κι εγώ έβγαινα στο μπαλκόνι να τον δω. Θυμάμαι πολύ έντονα την εικόνα του, ενώ έπαιρνε το δρόμο, για να πάει κοντά στους φίλους του».
Νομίζω ότι προσαρμόζουμε τη ζωή μας σύμφωνα με τα δεδομένα που μας δίνονται, αλλά η συνθήκη είναι να θέλουμε να ζήσουμε. Για τους ανθρώπους που θέλουμε κι αξίζει να έχουμε γύρω μας, εμείς αποφασίζουμε, όχι εκείνοι. Άραγε ποιός άνθρωπος θέλει να ζήσει κάτω από συνθήκες αναπηρίας μαζί με όλες τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει μια τέτοια κατάσταση; Κανένας!
Η μαμά συνέχισε να μου λέει για σένα διάφορα πράγματα που σε αφορούσαν και μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο φόβος της ήταν να μην ξεχάσει και βέβαια όχι εσένα, αλλά τις δικές σου στιγμές. Συνέχισε, λοιπόν: «Είχε μεγαλώσει πια αλλά εμείς συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στο νοσοκομείο το 2009, 2010 και κάποια στιγμή, ενώ ήτανε η περίοδος που καλοκαίριαζε, νομίζω Μάιος μήνας ήτανε, και ενώ βρισκόμασταν στο νοσοκομείο περιμένοντας, παρατήρησα ότι είχε πέσει ψυχολογικά. Κάποια στιγμή έρχεται ένα αγόρι κοντά στα εικοσιένα στο χώρο που βρισκόμασταν, καθώς και δύο αγόρια ακόμη, τα οποία περίμεναν για τον ίδιο λόγο τον γιατρό. Κάποια στιγμή έρχεται η νοσοκόμα, η οποία τους αναγνώρισε».
Ρώτησα, βέβαια, τη μαμά τί περίμεναν εκεί τα παιδιά. Περιμένανε, λοιπόν, τον γιατρό να τους δώσει οδηγίες στράτευσης ή χαρτί απαλλαγής από το στρατό. Το ένα από τα δύο παιδιά περίμενε να πάρει ένα ιστορικό και οδηγίες από τον ίδιο γιατρό που τον παρακολουθούσε, όταν μικρότερος για τους ίδιους λόγους μαζί σου είχε νοσηλευτεί. Περίμενε, λοιπόν, ο εικοσιενάχρονος πλέον νεαρός τί είδους κατευθύνσεις θα του έδινε ο γιατρός σας, όπως για παράδειγμα ποια εμβόλια έπρεπε να αποφύγει. Αντίστοιχα, κάποια από τα άλλα παιδιά ζητούσαν χαρτί απαλλαγής από το στρατό.
Είχες έτσι κι αλλιώς αυτή την επιλογή. «Αυτό του έδωσε θάρρος, του αναπτέρωσε το ηθικό… Οι νοσοκόμες του έλεγαν εκείνη τη στιγμή: βλέπεις τα παιδιά; Αν θέλεις, μπορείς να μην πας φαντάρος ή αν πάλι θέλεις το αντίθετο, έλα απλώς να πάρεις ένα χαρτί, για να ξέρουν στο στρατό τί ακριβώς θα πρέπει και τι μπορείς να κάνεις».
Αφού κάναμε μια μικρή παύση στην κουβέντα μας, γιατί σκεφτόμουν που και πως να συνεχίσουμε, ξαναγυρίσαμε λιγάκι πίσω. Είπαμε για τη γλώσσα του σώματος που έστελνε τα θανάσιμα μηνύματά της. Τα χέρια πάνω στο στήθος και τα λόγια σου προμήνυαν το θάνατό σου, σύμφωνα με τη γυναίκα που έχασε και το δικό της παιδί και έκανε παρόμοιες κινήσεις στο σώμα του.
Κάπου εδώ η μαμά έθεσε ζήτημα με τη θρησκεία, λέγοντάς μου:
«Ίσως να είμαι θυμωμένη με την εκκλησία», θέμα το οποίο θίξαμε και κάπου παραπάνω.
Φτάνοντας προς το τέλος και ενώ εσύ έκανες διαρκώς εμετό με αίμα, είναι πολύ πιθανό να άρχισες να διαισθάνεσαι την άσχημη πορεία και την κατάληξη της κατάστασης. Δεν είχες διάθεση για κουβέντες με κανέναν, παρά ήθελες να κοιμάσαι ή να είσαι με τη μαμά και να την ακούς να σου διαβάζει αστείες ιστορίες. Και τί άλλο; Να μιλούσες με τους φίλους σου διαδικτυακά ή από το τηλέφωνο και να τους έλεγες ότι ήσουν καλά; Ποιό το νόημα; Κάποιες κουβέντες, κάποιες στιγμές της ζωής μας γίνονται ανώφελες, ανόητες… Όμως εσύ ήσουν παιδί της παρέας. Είχες βρεθεί με τους φίλους σου μια μέρα πριν φύγεις, χωρίς να τους πεις τον πραγματικό λόγο, για τον οποίο έφευγες. Οι ίδιοι ανακάλυψαν την αιτία αργότερα. Δεν ήταν που δε γνώριζαν, απλώς δεν το κουβεντιάζατε. Άλλωστε ήσασταν μικρά παιδιά, παιδιά που γίνατε έφηβοι, άντρες.
Είπαμε πως μίλησα μαζί τους. Πάντα ήταν μαζί μου ο κ. Στέλιος και με βοηθούσε και στις μετακινήσεις μου και σε ερωτήματα που έθετα. Κάποιες φορές ίσως οι ερωτήσεις μου να ήταν άκυρες και ίσως να τις έκανα από καθαρή περιέργεια. Ο κ. Στέλιος έκανε επισημάνσεις, ερωτήσεις… Με βοήθησε πολύ.
Επιστρέφω στη συζήτηση με τη μαμά που γυρνώντας πίσω σ' εκείνη την Τρίτη που έφυγες από τη ζωή, κάτι το οποίο είχε την ευθύνη και την υποχρέωση να το ανακοινώσει ο υπεύθυνος γιατρός και βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό: «Εκεί που πάω να πω πως δεν προλάβαμε… εκείνος μας είπε ότι δεν είχε σημασία, αφού κι εκεί να ήμασταν, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε, γιατί ενώ προσπαθούσανε να τον κρατήσουνε στη ζωή, εκείνοι δε θα μπορούσανε να μπούνε στην εντατική. Μπήκαμε μέσα. Ήτανε ακόμη διασωληνωμένος και ζεστός. Τον χάιδεψα και … Εκτός από αυτό δε σου είπα ότι την Κυριακή που είχαμε πάει πάλι επίσκεψη στην εντατική και είχε έρθει η γιατρός πάνω από τα πόδια του να μας πει για την πορεία της κατάστασής του κι εγώ της είχα επισημάνει ότι ο Μιχαήλ Άγγελος άκουγε όσα μας έλεγε, αφού βρισκόταν σε κατάσταση τεχνητού ύπνου. Εκείνη τη στιγμή του φύγανε δύο δάκρυα κι εγώ τα κράτησα σ' ένα χαρτομάντιλο». Κάπου εδώ η μαμά φορτίστηκε και πάλι.
Είδα γεμάτα τα μάτια της και έσπευσα να δώσω άλλη κατεύθυνση στη συζήτησή μας. Ήθελα πολύ ν' ακούσω ό,τι αφορούσε εμένα σε σχέση με σένα. Τη ρώτησα, λοιπόν, πως ένιωσε η ίδια και εσύ με το τηλεφώνημά μου και τη ανακοίνωση ότι ο δάσκαλος που είχαν καλέσει κάποιους μήνες πριν, θα ερχότανε σπίτι, για να ξεκινήσουμε μαθήματα πρώτης δημοτικού. Ήταν Φεβρουάριος μήνας, όταν ξεκινήσαμε τα μαθήματα. Ήμουν μία νεαρή, ψαρωμένη δασκάλα. Θυμάμαι ότι αυτό που σκεφτόμουν, ήταν ποιος θα ήταν ο τρόπος, με τον οποίο θα δίδασκα σ' ένα πρωτάκι. Δε σκέφτηκα ούτε στιγμή τον καρκίνο ενός μικρού παιδιού. Ήσουν απλά ο μαθητής μου για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Και τώρα πάμε πίσω στη μαμά: «Μέχρι να έρθεις εσύ, όταν βγαίναμε από το νοσοκομείο, ερχότανε στο σπίτι και του έκανε μαθήματα η κ. Ελευθερία. Η κυρία αυτή ήταν δασκάλα στην α΄ δημοτικού στο δικό μας σχολείο και ήταν εκείνη που βοήθησε να γίνουν όλα τα χαρτιά, έτσι ώστε να γίνεται κατ' οίκον διδασκαλία. Η ίδια γνώριζε τον Στέλιο και την αδελφή του Στέλιου και τελικά έγινε καλόγρια σε κάποιο μοναστήρι κοντά στην Αλεξανδρούπολη. Όταν τηλεφώνησες εσύ και μας είπε ότι θα έρθεις, χαρήκαμε με το γεγονός ότι έρχεται ένας καινούριος δάσκαλος.
Όταν ήρθες, η πρώτη εντύπωση ήταν ένα σοκ! Ένα μικρό κορίτσι που φαινόταν και στον ίδιο περίεργο, που περπατούσες με δυσκολία, όμως ήθελε να σε προσέχει. Μετά έγινες συνήθεια. Το ότι δεν περπατούσες καλά, δεν του ήταν κάτι άγνωστο, αφού έβλεπε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις και μέσα στο νοσοκομείο. Μπορεί πριν να μη γνώριζε ότι υπήρχαν άνθρωποι με κινητικά προβλήματα και άτομα με αναπηρίες, αλλά μετά εξοικειώθηκε με την εικόνα τέτοιων καταστάσεων.
Για παράδειγμα, μέσα στο δωμάτιο ήτανε ένα παιδί με ένα ξύλινο πόδι, το οποίο έβγαζε πριν πάει για ύπνο. Οπότε είχε καταλάβει ότι μπορούσαν να υπάρχουν και τέτοιου είδους προβλήματα. Κι έτσι, όταν ήρθες εσύ κι ενώ το μάτι του είχε συνηθίσει σε παρόμοιες καταστάσεις, δε μου είπε τίποτα. Ο ίδιος αισθανότανε ότι σε έκανε ό,τι ήθελε και ίσως κάποιες φορές να περνούσε η κατάσταση του μαθήματος πολύ χαλαρά και στο χαβαλέ. Καταστάσεις χαλαρές περνούσαν και σε άλλες περιπτώσεις μαθημάτων κατ' οίκον αργότερα».
Ρωτούσε η μαμά αν είχες μαθήματα να διαβάσεις κ σε οτιδήποτε κι αν έπρεπε να ήσουν προετοιμασμένος, φρόντιζες την τελευταία στιγμή για όλα. «Μιχαήλ Άγγελε είσαι έτοιμος, για να έρθει η δασκάλα σου; Και μισή ώρα, ένα τέταρτο πιο πριν, σβούρα της τελευταίας στιγμής. Να φτιάξει το δωμάτιο, να φτιάξει το γραφείο, να βγάλει τα βιβλία. Έκανε, δεν έκανε ασκήσεις; Θυμάσαι που είχε κρύψει κάτω από το χαλί τη φωτοτυπία, μια φορά στο πλυντήριο και διάφορα που τα έβρισκα αριστερά-δεξιά. Την τελευταία στιγμή να είναι καθαρός, ντυμένος και να σε περιμένει. Η καρέκλα στη θέση της για σένα, δύο καρέκλες και για τους δυο σας…».
Μεγαλώνοντας κι ενώ είχα πάψει να είμαι πια επίσημα η δασκάλα σου, έψαχνες να βρεις τρόπους, για να μ' ευχαριστήσεις με γλυκά, με διάφορα δώρα, στα γενέθλιά μου, στη γιορτή μου… Η σχέση μας μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια έγινε σχέση ζωής για μένα. Για μένα ήσουν πάντα το μικρό, αθώο, χαμογελαστό παιδάκι που έτυχε να είναι και μαθητής μου.
Είπαμε ακόμη πολλά με τη μαμά. Είπαμε και για το άγραφο ραντεβού του Σαββάτου. Αφού είχαμε τελειώσει τα προβλεπόμενα μαθήματα ενός τετραμήνου και επιπλέον έφυγε το καλοκαίρι, ξεκινώντας κάθε σχολική χρονιά ερχόμουν σπίτι για επιπλέον βοήθεια. Το ζητούσαμε και το θέλαμε και οι δύο. Κι αν κάποιες φορές ένιωθα έντονη κόπωση και δεν ερχόμουν, τότε ειλικρινά στεναχωριόμουν. Ακόμη και μεγαλύτερος πια περίμενες να βρεθούμε και μετά μπορεί να έβγαινες με τους φίλους σου. Βλέπεις η συνήθεια έχει μεγάλη δύναμη και αυτό νομίζω πως είναι αποδεκτό από πάρα πολλούς ανθρώπους.
Επίσης, η μαμά μου επεσήμανε πως θεωρούσες τον κ. Στέλιο και εμένα ανθρώπους κοντά στην οικογένειά σας και συνήθιζες να λες στη μαμά για τους συγγενείς, τους οποίους, αν και δεν τους επιλέγουμε, βρίσκονται στη ζωή μας. Ενώ αντίθετα «την κα. Πόπη και τον κ. Στέλιο τους επιλέξαμε να είναι στη ζωή μας». Ήσουν άνθρωπος με οξυδερκές πνεύμα, με αίσθηση του χιούμορ, στοιχείο που σ' έκανε να γίνεσαι εύκολα φίλος με ανθρώπους που σε αφορούσαν. Δε χαριζόσουν αλλά διεκδικούσες όμως, αλίμονο! Η ζωή δε στάθηκε με το μέρος σου.
Η μαμά συνέχισε να μου μιλάει για τις τελευταίες σου εν ζωή στιγμές. «Θυμάμαι, πήγαμε με φορείο στην εντατική και καθότανε πάνω σε αυτό, γιατί όσο ήτανε ξαπλωμένος, η αναπνοή του ήταν ακόμη δυσκολότερη κι εγώ πήγαινα μπροστά, για να του ανοίγω τις πόρτες, ενώ ο Στέλιος μαζί με τον τραυματιοφορέα ήταν στα αριστερά του και δεξιά ήταν η γιατρός. Από την άλλη εγώ ήμουν μπροστά και μπορούσα να τον βλέπω. Έβλεπα δύο τρομαγμένα μάτια στο δρόμο προς την εντατική. Όταν τρόμαζε για κάτι με κοιτούσε, αφού αναρωτιότανε, αν γινότανε σωστά εκείνο που του κάνανε τη συγκεκριμένη στιγμή και αυτό γιατί μου είχε απίστευτη εμπιστοσύνη, χωρίς να συμβαίνει το ίδιο με τον μπαμπά του. Εκείνον τον ήθελε για να κουβεντιάζει για άλλα θέματα, όπως η μουσική, η οποία ήτανε κοινός τόπος και για τους δύο».
Συνεχίσαμε να μιλάμε άλλες φορές πιο γενικά, άλλες πάλι πιο ειδικά. Κάποια στιγμή ήρθε κοντά μου και μου έδειξε φωτογραφίες και από τους τρεις σας. Από τη Μαρία, τον Ντίνο και εσένα μαζί στο σπίτι, στη θάλασσα… Φωτογραφίες πολύ τρυφερές. Ύστερα είδα βιντεάκια με σένα. Δύσκολο να πιστέψω ότι πέθανες. Όμως αυτή είναι η αλήθεια. Τα βιντεάκια που τραβούσε η μαμά με το κινητό της, ήτανε ντοκουμέντα -θα τολμούσα να πω-, τα οποία θα σου τα έδειχνε. Όταν θα τελειώνατε από εκεί μέσα, θα σου τα έδειχνε μετά και θα γελούσατε. Με άλλα λόγια θα διακωμωδούσατε, θα διασκεδάζατε πικρές στιγμές. Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι όπως η μαμά θα ήθελε να πιστέψει. Από την άλλη έμειναν πολλές στιγμές ζωντανές στη μνήμη της. Όμως πόσο παρηγορητικό μπορεί να είναι αυτό για εκείνη;
Κάπου εδώ τελειώσαμε την κουβέντα μαζί της. Όμως αυτό δε σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από το ότι τελείωσε μια ακόμη κουβέντα που είχα κάνει για σένα μαζί της. Θα μπορούσε να μιλάει μερόνυχτα για σένα.
Θα μεταφερθούμε και πάλι στο δωμάτιό σου. Αυτή τη φορά παρέα με τον Σωτήρη και τον Γιώργο. Τον Σωτήρη τον είχα ήδη γνωρίσει, αλλά όχι και τον Γιώργο. Ξέρεις τί παρατήρησα; Το πόσο διαφορετικοί χαρακτήρες όχι μόνο μαζί σου αλλά και μεταξύ τους, ήταν οι φίλοι σου. Οι δύο σου φίλοι καθισμένοι στο κρεβάτι σου περίμεναν…
Τον Γιώργο τον έβλεπα πρώτη φορά. Ήταν το πρώτο παιδί που μόνο του σε πλησίασε, όταν ξεκίνησες να πηγαίνεις κανονικά στο δημοτικό. Ένα πολύ συναισθηματικό, ευαίσθητο και συναισθηματικό δεκαεξάχρονο παιδί. Αυτό, τουλάχιστον, κατάλαβα από τις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε. Ξεκινήσαμε και πάλι μια κουβέντα με δύο παιδιά να βρίσκονται στην εφηβεία και να διαπιστώνω ότι ο Γιώργος βρίσκεται σε δύσκολη και αμήχανη θέση. Μιλούσαμε για αρκετή ώρα και με τα δύο παιδιά. Άλλες στιγμές πιο σοβαρά, άλλες πάλι πιο χαλαρά. Ήθελα να μάθω για σένα όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα.
Ας τα πάρουμε, πάλι, από την αρχή, Μιχαήλ. Βρεθήκαμε τρεις άνθρωποι στο δωμάτιό σου και όπως ακριβώς έγραψα και παραπάνω, με τους δύο φίλους σου καθισμένους στο κρεβάτι σου κι εμένα απέναντί τους στο αναπηρικό μου αμαξίδιο, μαζί με το μαγνητοφωνάκι μου να προσπαθώ να κάνω εύστοχες και επί της ουσίας ερωτήσεις. Η μαμά μας κέρασε πρωινό, ενώ ο Σωτήρης ζήτησε ένα καφέ που του πρόσφερε ο Ντίνος, με τον οποίο αστειεύτηκε ο ένας με τον άλλο. Δώσαμε πάλι ζωή στα ντουβάρια του δωματίου σου, εκεί που κάποτε εσύ έδινες ζωή. Είδες; Τελικά, μάλλον, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Το ξέρω αυτό. Το ξέρω πολύ καλά.
Ήξερα ότι ήσασταν πέντε οι κολλητοί φίλοι και το επιβεβαίωσαν και παραπάνω τα δύο αγόρια. Κάποια στιγμή, λοιπόν, Μιχαήλ, προσκάλεσα στο δικό μου σπίτι αυτή τη φορά και τους πέντε, δηλαδή τον Σωτήρη, τον Γιώργο, τον Μάριο, κάποιον Νίκο που τελικά δεν κατάφερα να γνωρίσω κι εσένα. Κάλεσα και σένα! Κανένας από τους δύο δε σχολίασε τίποτα. Δε σχολίασαν, για να μη με φέρουν σε δύσκολη θέση, γιατί δεν έδωσαν σημασία ούτε οι ίδιοι… Τελικά δεν ξέρω πόση σημασία είχε κάτι τέτοιο. Το κορυφαίο ξέρεις ποιό ήταν; Είπα στα παιδιά πως δε θα είχε χώρο και για τους πέντε στο αυτοκίνητο του κ. Στέλιου μιας και 5+1 = 6! Αυτό ήταν το πρόβλημα. Και να φανταστείς ότι ήταν ακόμη πρωί αλλά έπινα καφέ.
Ας προχωρήσουμε με την κουβέντα που κάναμε με τους φίλους σου. Απευθυνόμενη, κυρίως, στον Γιώργο ρώτησα να μάθω αν γνώριζαν τι ήταν η λευχαιμία και τι σήμαινε και κυριολεκτικά, αλλά και για τον ίδιο. Η απάντηση ήταν πως γνώριζαν, όμως εσύ ο ίδιος δεν επέτρεπες να συζητάνε και να ασχολούνται οι φίλοι σου μ' όλο αυτό που σου συνέβαινε. Κι έτσι όλοι πίστεψαν πως θα περάσει και θα τελειώσει.
Πριν από αυτό ρώτησα πως αντέδρασαν στην είδηση του θανάτου σου. Αφού πια το νέο ήταν μια αδιάψευστη πραγματικότητα, ο Σωτήρης είπε πως το απόγευμα εκείνης της μέρας λίγες ώρες πριν σε ξενυχτίσουν και πριν έρθουν και οι ίδιοι να σε αποχαιρετίσουν, θέλοντας να διώξουν την ένταση που είχαν, μαζεύτηκαν να παίξουν Μονόπολη.
Ύστερα μιλήσαμε για την περίοδο που είχες ανέβει Θεσσαλονίκη. Όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν ήθελες να το ξέρει κανείς κι έτσι έγινε. Κανένας δεν ήξερε ότι είχες έρθει σπίτι σου μέχρι να ξαναφύγεις. «Κόντρα ρόλος για τον Mike» μου είπαν χαρακτηριστικά οι δυο σου φίλοι.
Κάπου εδώ θα πέσουν οι τίτλοι τέλους, αγόρι μου. Ήρθε η στιγμή να σε αποχαιρετήσω να σου πω αντίο. Ίσως είναι πολλά αυτά, που δεν κατέγραψα, ίσως να επαναλαμβάνομαι όμως, νομίζω, ότι τα πήγαμε καλά. Τι λες θα περάσουμε το μήνυμα που θέλουμε; Μήνυμα αγάπης, αισιοδοξίας. Φαίνεται οξύμωρο όμως παρά το γεγονός, ότι «έφυγες» τελικά «έμεινες» για πάντα. Είναι ξημερώματα δεν κοιμάμαι. Σκέφτομαι το αντίο που θέλω να σου πω. Αυτό το αντίο, που σου είπαν γονείς, αδέλφια, φίλοι, συγγενείς… Πάντα θα θυμάμαι τον αγώνα, που έδινες επανειλλημένα για να μείνεις στη ζωή. Μπορεί να μην τα κατάφερες όμως μου έμαθες πως αγωνίζονται οι ήρωες.
Η κυρία σου έχει ΣΚΠ, όμως, αν θέλεις κάτι βρίσκεις τρόπους, αφορμές αν πάλι όχι ψάχνεις για δικαιολογίες κι εγώ θέλησα να μείνω στο πρώτο να μείνω κοντά σου. Πέρασαν 4 χρόνια και μου λείπεις πολύ όμως θα ζεις στο μυαλό και στην καρδιά μου. Έφυγες νικητής από τον καρκίνο όμως νίκησε το ταλαιπωρημένο ανοσοποιητικό σου η λοιμώδης μονοπυρήνωση της δικής σου προδιάθεσης καθώς και του μοσχεύματος, αφού η ασθένεια εκδηλώθηκε στον οργανισμό σου. Αντίο Μιχαήλ, αντίο αγόρι μου.
«Εγώ δεν είμαι ποιητής είμαι στιχάκι»**.
Σιδηρά Πόπη
**Στίχος του Λάζαρου Ανδρέου από το τραγούδι "Εγώ δεν είμαι ποιητής" του Νίκου Παπάζογλου.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη