Παρά Φύσιν γέννες, θερμοκοιτίδες, μπιμπερό και φιλιππινέζες
Το τι έχω δει κι έχω ακούσει σαν συγγραφέας, σύμβουλος ρέικι κι εξομολογητής (γενικώς) δεν λέγεται. Το θέμα εντοπίζεται σε όλα τα στραβογεννημένα, παραμελημένα, κακοποιημένα, βιασμένα, αγνοημένα, παρατημένα, απαξιωμένα παιδιά του κόσμου. Μου έλεγε μια συχωρεμένη ψυχαναλύτρια «δεν έχω δει υιοθετημένο παιδί που να μην είναι τετράπαχο – μόνον οι παραβατικοί κι οι εγκληματίες είναι λεπτοί, κάτι που δεν είναι το ίδιο με τους λεπτόσωμους, σου επισημαίνω». Καλή της ώρα όπου και να είναι, σκατά στο μνήμα της, ήτανε σκύλα, παραδόπιστη κι εγκληματίας η κακούργια δραχμοφονιάς! Αυτή, αν και είχε γεννηθεί τρίτη κόρη σε μια αυστηρά πατριαρχική οικογένεια τσελιγκάδων από την Ήπειρο, είχε βιώσει την υπερπροστατευτικότητα της μάνας της παράλληλα με την πλήρη απαξίωση, αδιαφορία, εγκατάλειψη από τον πατέρα της. Αυτός δεν δίστασε να παρατήσει την κουνέλα που γέμιζε το σπίτι με «σφυρίχτες» και πήγε αλλού να πηδήξει για να δει και καμιά τσουτσού αρσενική, να χαρεί κι αυτός παιδί να «κατουράει όρθιο». Είναι γνωστή η παροιμιακή φράση «έχω ένα παιδί και τρία κορίτσια»!!! Μάλιστα. Τόσο καλά. Πού να βρεις μετά Αγάπη και πώς να την διεκδικήσεις; Από ποιον; Από τους κακογαμημένους και κακο-αγαπημένους; Η αρρώστεια επαναλαμβάνει τον εαυτόν της δια της μιμήσεως. Μόνον η υπέρβασις είναι η λύσις, το «ποιοτικό άλμα», εκείνο που οραματιζόταν ο Σόρεν Κίρκεγκααρντ και πολλοί άλλοι βασανισμένοι φιλόσοφοι.
Θυμάμαι, ανεξίτηλα είναι γραμμένο στη μνήμη μου και θα το διηγούμαι πάντα, όσο έχω τα μυαλά μέσα στο κεφάλι μου, εκείνο το παιδάκι στην Δευτέρα δημοτικού, που τους παράτησε (εκείνον και την αδελφούλα του) η μαμά τους, γιατί την έπιασε ο μπαμπάς τους (που ήταν κουρέας, αποβλακωμένος από τα χάπια), αυτός λοιπόν ο επικίνδυνος άνθρωπος με τα τετράμενα χέρια πυροβόλησε τη μοιχαλίδα και τον εραστή της (ένας σιδεράς-αλουμινάς ήταν) αλλά ευτυχώς αστόχησε. Οι δύο ερωτευμένοι έφυγαν αμέσως για Καναδά αναζητώντας μιαν άλλη, ελεύθερη ζωή, μακριά από τις ασφυκτικά φεουδαρχικές συνθήκες μιας μεσσηνιακής κωμόπολης, λίγο έξω από την Καλαμάτα, προς το Βορρά, τα χαρούμενα εκείνα κι εθνοσωτήρια χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών. Το παιδάκι λοιπόν, παρατημένο, με έναν πατέρα-κουρέα που τρέμανε τα χέρια του από τα χάπια, έπρεπε στην ουσία να φροντίζει και τον εαυτό του και τη μικρότερη αδελφή του. Εννοείται ότι του έκανα παρέα στα διαλείμματα, του έδινα από το κολατσιό μου, το κερνούσα παγωτά και σοκολάτες, καθόμουνα δίπλα του μέσα στην τάξη και διαβάζαμε μαζί. Εκείνο, το κακόμοιρο, το ταλαίπωρο, τα δεχόταν όλ’ αυτά μάλλον παθητικά κι αδιάφορα. Λίγο πριν τελειώσει η σχολική χρονιά και το χάσουμε (το ανέλαβε πιθανώς κάποια κοινωνική υπηρεσία), με κοίταξε μια μέρα βαθιά στα μάτια, το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο και πολύ χλωμό, το δέρμα τόσο κίτρινο σαν μια παλιά περγαμηνή που βρήκα στο υπόγειο κελάρι του παππού (δυσανάγνωστη) και μου είπε την ανατριχιαστική εκείνη φράση, που καρφώθηκε βαθιά μέσα στο μυαλό μου και δεν θα την ξεχάσω από τότε ποτέ, ποτέ πριν με προλάβει η άνοια, γιατί θα είμαι και κορακοζώητος, όπως όλοι οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν από τα πράγματα και τις καταστάσεις να αναλάβουν την ευθύνη και την επιμέλεια του εαυτού τους: «Δεν πειράζει αν δεν με αγαπάει κανείς… Εγώ αγαπιέμαι από μόνος μου». Κι ήταν τόσο τρομακτικά γαλήνια αυτή η δήλωση που δεν μπορώ να της βάλω κανένα θαυμαστικό, δεν μπορώ να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα. Μάλιστα. Μαχητές της ζωής. Ο μόνος τρόπος για να μην στραφούν εναντίον των πάντων είναι ν’ αγαπήσουν τον εαυτό τους, επειγόντως, βαθιά, με όλη τη δύναμη του ενστίκτου της επιβιώσεως. Όσο κι αν «ζωή κι επιβίωση δεν είναι το ίδιο πράγμα».
Και μου έρχονται λοιπόν διάφορα μικρομέγαλα υιοθετημένα, πρόωρα μωρά της θερμοκοιτίδας, κακοποιημένα, παραμελημένα και κακοαναθρεμμένα, με μίσος εναντίον της μάνας, του πατέρα, των αδελφών, των «πρώην συγγενών», του παπά της ενορίας, του χωροφύλακα, του αγροφύλακα… μίσος κι εναντίον του ίδιου του εαυτού τους βεβαίως, που τον ταλαιπωρούν και τον στύβουν μέχρι να βγει το ζουμί και το γάλα που δεν βύζαξαν. Κι εγώ πρέπει να τους διδάξω επειγόντως πώς να επιβιώνουν αγαπώντας τον εαυτό τους, χωρίς να τους αγαπήσω απαραιτήτως και ο ίδιος. Αυτό θα ήταν απλώς μια υποκατάσταση τών προσκολλήσεών τους. Κάτι που δεν λύνει το πρόβλημα. Απλώς το μεταθέτει…
Περιπτώσεις λοιπόν. Περιπτωσάρες και περιπτωσούλες: η μία πάνχοντρη παρ’ όλη την βοήθεια της Τεχνολογίας, της Ιατρικής, της Φαρμακολογίας, της Ομοιοπαθητικής, της Βοτανολογίας και της Επιστήμης γενικότερα, με παθολογικό μίσος για τη μάνα της, «την σκύλα, την πουτάνα, την απαράδεκτη, την ανυπόφορη, που ακόμα και τον άντρα της έδιωξε από κοντά της κι αναγκάστηκε μετά να μεγαλώνει μόνη τα δύο ορφανά με έναν μεγάλο μισθό διευθύντριας της Δ.Ε.Η.»!!! [Εδώ προσθέτω θαυμαστικά απορίας – μην σου πω κι ερωτηματικά]. Δουλέψαμε μαζί έναν χρόνο, με ρέικι, αριθμολογία, ταρώ, ζώδια κι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν δούλευε τίποτα. Λουμπάνγκο το ένα μετά το άλλο, βουλιμία, επιθετικότητα ακολουθούμενη από εσωστρέφεια, κακές οικογενειακές σχέσεις, αλλά υπεραπόδοση στον επαγγελματικό στίβο, όπου αξιολογήθηκε παρά τα προφανή προβλήματά της με άριστα δέκα, λόγω τελειομανίας και υπερ-παραγωγικότητας. Τυπική περίπτωση ενθουσιώδους σκλάβου για αλαζονικά, ακόρεστα αφεντικά. Κι εγώ αν είχα επιχείρηση θα την ήθελα για βοηθό μου. Κάποια στιγμή απελπίστηκα κι αποφάσισα να καταφύγω στο προφανές: α-να-πνο-ές. Δηλαδή: ένα δύο τρία εισπνοή – κράτημα – ένα δύο τρία εκπνοή – κράτημα - ένα δύο τρία εισπνοή… και ούτω καθεξής. Κι εκεί είναι που αναφάνηκε το πρόβλημα σε όλη του τη δυσκολία. Κρίση πανικού. Έπαθε κρίση πανικού. Δεδομένου του πάχους και των καρδιακών της προβλημάτων φοβήθηκα ότι θα καταλήξει στο σαλόνι μου. Της είπα αμέσως να σταματήσει την άσκηση αλλά δεν υπάκουσε. Για σαράντα πέντε λεπτά της ώρας προσπαθούσα να την ημερέψω. Εις μάτην. Τελικά κουράστηκε, σηκώθηκε από το πάτωμα που κοιτόταν ανάσκελα με ένα βαρύ βιβλίο πάνω στην κοιλιά της [που θα έπρεπε να ανεβοκατεβαίνει με κάθε εισπνοή-εκπνοή] κι έν τέλει, αφού καταβρόχθισε τρία σοκολατάκια, πέντε παγωτά και μια πίτσα γίγας, με την απληστία ενός γλάρου, μου το ξεφούρνισε: «ξέρεις, εγώ γεννήθηκα πρόωρο, γιατί η σκρώφα η μάννα μου σκόνταψε και γλίστρησε, με βάλανε σε θερμοκοιτίδα, κι έμεινα εκεί για να είμαι σε σταθερή θερμοκρασία 30 βαθμών Κελσίου… Η μαμά μου επέστρεψε σπίτι χωρίς εμένα και με πήρε μετά από τρεις μήνες!!! Επίσης δεν θήλασα, γιατί όπως απεφάνθησαν οι γιατροί, δεν ήμουν ικανή να θηλάσω (“δεν μπορούσες να κάνεις την κίνηση”, μου είπε η μαμά μου)». Τι να πεις μετά; Άντε να αγαπήσεις τον εαυτό σου, να μάθεις μόνο σου ν’ αναπνέεις, να μάθεις να τρως, να μάθεις να χωνεύεις… Πολλή δουλειά. Θυμίστε μου την επόμενη φορά (γιατί θα το έχω λησμονήσει, ανυπερθέτως) να μην ξαναέρθω σε αυτόν τον πλανήτη… Να τελειώσω ό,τι έχω να κάνω αυτή τη φορά, να κάνω τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή, να εξωφλήσω όσα χρωστάω της Μιχαλούς (είναι σαν το ΔΝΤ, η άτιμη η τοκογλύφα!), να χαρίσω και την περιουσία μου στις χήρες με ή χωρίς ορφανά, να κάνω και φιλανθρωπίες-αγαθοεργίες, να κάνω ό,τι περνάει και δεν περνάει από το χέρι μου – τέλος πάντων – φτάνει να μην ξανάρθω εδώ, να μην ξαναπεράσω ούτε απέξω [τυπική δήλωση ανθρώπου με τραύματα εκ γενετής].
Και καλά τότε που υπήρχαν οι θερμοκοιτίδες. Τι γινόταν πριν; Ας διαφωτιστούμε. Άλλη διήγησις άντρα ασθενούς με προβληματική σχέση μίσους αγάπης με τον παραβατικό γονιό του: «Τι να πει κι ο πατέρας μου, που γεννήθηκε επταμηνίτης [το 1940 – μέσα στον Πόλεμο, Κατοχή κι άγιος ο Θεός – χωριό], όταν η γιαγιά προσπάθησε να σηκώσει ολόκληρο τσουκάλι και να το βγάλει από τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι με βραστό-ζεματιστό νερό. Πλούτς! Και πέφτει το μωρό. Στο ίδιο αυτό τσουβάλι το ξέπλυναν από τα αίματα και τις στάχτες, στο ίδιο το βάφτισαν μην τύχει και πεθάνει αβάπτιστο και πάει στην Κόλαση (ή στο Καθαρτήριο; Δεν θυμάμαι ευκρινώς – «τέτοια ώρα τέτοια λόγια»). Μετά η μάννα μου, λόγω της τραυματικής αυτής εμπειρίας αρνήθηκε να το θηλάσει, έπαθε αυτό που λέμε «ψύχωση λοχείας», προσπάθησε μάλιστα πολλές φορές να το σκοτώσει, αλλά, δυστυχώς, δεν τα κατάφερε. Τι να περιμένεις μετά από αυτό το παιδί που έζησε από την πρώτη μέρα της ζωής του το μίσος, τη σκληρότητα και την κακία, την απαξίωση, την απογοήτευση [;], την έλλειψη τρυφερότητας κι αγάπης; Και πάλι καλά. Αυτά που μου έκανε, σ’ εμένα και στην ταλαίπωρη τη μάνα μου, την έστειλε μια ώρα αρχύτερα τη συχωρεμένη, και πάλι …λίγα είναι» [στο τέλος της θεραπείας όταν τον βοήθησα να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και τη μοίρα του, λέγοντας απλώς «και τα χαρίσματα και τα ταλέντα και τα ελαττώματα-αναπηρίες και τις ειδικές ικανότητες και τις ειδικές ανάγκες που διαλαλείς τις οφείλεις στους γονείς σου» (μάλιστα)]…
Αυτά τα ολίγα για την ώρα. Άλλη φορά θα σας μιλήσω για το rebirthing, για να μην μακρηγορώ.
Για το BOOK TOUR, Κωνσταντίνος Μπούρας
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη