Μια κριτική προσέγγιση στο μυθιστόρημα «Πάντα θα επιστρέφω» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη
Το θέμα της μετανάστευσης, από τα περισσότερο συζητημένα στον ελληνικό χώρο, διαχρονικά παρόν και συχνά πολύ επίκαιρο, κυριαρχεί στο νέο μυθιστόρημα του Θοδωρή Καλλιφατίδη. Ο συγγραφέας, μετανάστης ο ίδιος, τοποθετεί αυτή την πάντοτε αναγκαστική (γιατί ακόμη κι όταν πρόκειται για επιλογή απομάκρυνσης από τα πάτρια εδάφη πάντα υποκρύπτεται κάποια μορφή πίεσης) φυγή μέσα στα αναπόφευκτα χωροχρονικά της πλαίσια. Έτσι στο φόντο της μυθοπλασίας του εκτυλίσσεται η πορεία της Ελλάδας από το μακρινό 1932, οπότε και ξεκινά η προσωπική ιστορία της ηρωίδας του, μέχρι το κοντινό σε μας 2012. Μια ζωή ολόκληρη.
Η Έλενα, κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, γεννημένη στη Χρυσοπηγή των Γρεβενών το 1932, θα βιώσει τη σκληρή όψη της ζωής ήδη από μικρή ηλικία. Η γερμανική κατοχή θα της στερήσει τον πατέρα της, τον καλό της φίλο, τον δάσκαλό της, αγαπημένα, οικεία πρόσωπα που όριζαν ως τότε τον παιδικό της ορίζοντα, ταυτόχρονα την ηρεμία που αποζητά η παιδική ηλικία για να αναπτυχθεί χωρίς τον φόβο και την ανασφάλεια.
Με το τέλος της κατοχής, θα βιώσει την άλλη σκληρότητα, αυτή των συγχωριανών της, που δεν θέλουν να συγχωρήσουν στη μητέρα της το ηθικό ατόπημα του έρωτα με τον Γερμανό λοχαγό, δήμιο στην ουσία του άντρα της.
«Κι έτσι έγινε. Άφησαν την Έλενα να μείνει στο χωριό, αλλά πήραν τη μητέρα της μαζί τους. Όλοι ήξεραν τι σήμαινε. Και η μητέρα της το ήξερε. Δύο άντρες είχε αγαπήσει: πρώτα τον σύζυγό της και μετά τον δήμιό του. Τέτοια πράγματα τα τιμωρεί ο Θεός, κι αν δεν το κάνει Εκείνος, το κάνουν οι άνθρωποι.»
Έτσι θα βρεθεί μόνη απολύτως από συγγενείς στη ζωή (μια ζωή έτσι κι αλλιώς αβέβαιη κι ανασφαλή στην Ελλάδα του εμφυλίου) να μεγαλώνει με τον παπά του χωριού και τη γυναίκα του, ένα υποκατάστατο παιδιού που οι ίδιοι ποτέ δεν αξιώθηκαν.
Όμως ο μικρόκοσμος του χωριού, που ζει πίσω από τα κλειστά παράθυρα ανελέητος και κοντόφθαλμος, θα βλέπει στη θέα του νεαρού κοριτσιού όχι μόνο τη φύτρα της άτιμης μητέρας αλλά και τον κρυφό πόθο προς την ίδια, ‘εύκολη’ κατ’ επέκταση λεία στις ορέξεις των νεαρότερων αρσενικών. Ο βιασμός της από τους συμμαθητές της θα τη σημαδέψει αλλά και θα της δώσει την απαραίτητη δύναμη να πάρει αποφάσεις για τη ζωή της.
Η Έλενα, έτσι, θα βρεθεί παντρεμένη με τον νεαρό δάσκαλό της, τον Γιάννη, έτοιμη να ξεκινήσει μια ζωή μαζί του αφήνοντας πίσω κακές μνήμες. Καθόλου εύκολο αυτό, κάτι που μπορεί να κατανοήσει όποιος έχει βιώσει τις κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας.
«Ξημέρωνε όταν γύρισε σπίτι. Ήταν βέβαιη ότι την κοιτούσαν πίσω από τα παντζούρια. Έτσι είχε δει κι εκείνη τον Γερμανό λοχαγό να φεύγει. Τα παντζούρια κάνουν τη ζωή μας μια συνωμοσία. Πάντα κάποιος σε βλέπει χωρίς να τον βλέπεις.»
Δύσκολα τα χρόνια, ακόμη πιο δύσκολη η πραγματικότητα του ζευγαριού. Άλλωστε η τάση της φυγής δεν αφορά μόνο τη δική τους περίπτωση. Η μετανάστευση φαντάζει μοναδική λύση. Η Αυστραλία θα αποδειχθεί η πιο εύκολη χώρα υποδοχής, με οργανωμένη υποδομή και φιλόξενο περιβάλλον.
Από το 1952 μέχρι το 1962 θα παρακολουθήσουμε την πορεία των ηρώων, μαζί με τα νέα πρόσωπα που θα συναντήσουν και θα δεθούν μαζί τους, στον νέο τόπο. Δύσκολη η προσαρμογή αρχικά.
«Ήταν μια περίεργη ατμόσφαιρα. Από τη μια μεριά όλοι προσπαθούσαν να συνεργαστούν, από την άλλη, φοβόντουσαν να δημιουργήσουν δεσμούς. Το ήξεραν ότι σε λίγο θα χωρίζονταν. Μέσα σε έναν δύο μήνες οι περισσότεροι θα στέλνονταν εδώ κι εκεί.»
Αλλά με κάποιο μαγικό θαρρείς τρόπο ο συγγραφέας θα δίνει διεξόδους και λύσεις στους ήρωές του. Εδώ δεν έχουμε μια περίπλοκη ζωή, όπως διαβάζουμε σε άλλα βιβλία με ανάλογο θέμα. Όλα ‘κουμπώνουν’ μαγικά, όπως στα παραμύθια. Σου δημιουργείται η εντύπωση πως όλα πια τα μπορεί ο Έλληνας, αρκεί να φροντίσει να αρπάξει τις ευκαιρίες προτού χαθούν από μπροστά του. Οι ευκαιρίες, ωστόσο, υπάρχουν. Και αυτό το γνωρίζουμε από τις τόσες περιπτώσεις Ελλήνων που κατάφεραν να φτιάξουν ζωή πλούσια στην Αυστραλία, να εγκατασταθούν γενιά τη γενιά εκεί, ενώ ξεκίνησαν κυριολεκτικά από το τίποτα.
Μόνο που αυτή είναι μόνο η πρώτη μετανάστευση για τους ήρωες. Θα επιστρέψουν στην πατρίδα, τόσο διαφορετική από αυτήν που εγκατέλειψαν πριν από δέκα χρόνια. Η Ελλάδα της ανασυγκρότησης, να μαζεύει τα κουρέλια από τις ζοφερές μνήμες του εμφυλίου και του σκληρού μετεμφυλιακού κλίματος, να σηκώνει κεφάλι και πάλι να μην μπορεί να σταθεί γερά στα πόδια της.
«Εκείνη ήθελε την Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως την ήθελε;»
Η Έλενα θα επισκεφθεί το χωριό της, θα μαζέψει τα αποκόμματα της παλιάς της ζωής,
«Ήθελε να θυμηθεί το οχτάχρονο παιδί που ρωτούσε τον πατέρα του τι σήμαινε ‘ειρήνη’, να ξαναγίνει το κοριτσάκι που σήκωνε στον αέρα ο Γαβριήλ και υποσχόταν να το παντρευτεί όταν μεγαλώσει.»
θα συγχωρέσει και θα γαληνέψει.
«Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο λένε. Δεν είναι αλήθεια. Η μόνη ικανοποίηση που προσφέρει η εκδίκηση είναι η άμεση. Μετά γίνεται κάτι άλλο, τρώει τα σωθικά του εκδικητή.»
Η δεύτερη μετανάστευση αυτή τη φορά θα έχει πιο κοντινό προορισμό. Τη Σουηδία της ελευθερίας, της ανάπτυξης. Έναν άλλο κόσμο, τόσο διαφορετικό γι’ αυτούς. Αυτή τη φορά η παραμονή θα είναι για πάντα. Η νέα πατρίδα θα τους κρατήσει κοντά της κι αυτούς και την κόρη τους, που εν τω μεταξύ θα γεννηθεί εκεί. Νέες ασχολίες, νέοι φίλοι, πολιτική δραστηριότητα έντονη, όσο στην Ελλάδα καταλύεται η δημοκρατία από τη δικτατορία. Η σχέση τους θα δοκιμαστεί γερά, αυτοί όμως επιμένουν να πορεύονται σ' αυτό τον δρόμο που επέλεξαν τόσα χρόνια πριν.
«Δεν κρατάς κακία σε κάποιον που έχει ραγίσει την καρδιά σου. Την καρδιά σου κρατάς για να μη σπάσει εντελώς.»
Η πλοκή παρουσιάζεται σε δύο επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Έτσι ο συγγραφέας μάς καθοδηγεί από το παρελθόν στο παρόν, και πίσω πάλι, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την εξέλιξη της ιστορίας αλλά κυρίως την εσωτερική διάσταση που παίρνουν τα γεγονότα στη μνήμη της ηλικιωμένης πια Έλενας, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της κόρης της και μέσα απ’ αυτά να τοποθετήσει και τη δική της ζωή στα σωστά της πλαίσια. Όλα με την πάροδο του χρόνου αλλάζουν τις διαστάσεις τους, και ο απολογισμός είναι κοντά.
Παρακολουθούμε κι εμείς ταυτόχρονα τη ζωή των μεταναστών στην εξέλιξη του χρόνου, τις αλλαγές που υφίστανται οι ήρωες κυρίως λόγω της επί μακρόν απομάκρυνσής τους από την πατρίδα. Αναρωτιόμαστε, ποια είναι πλέον γι’ αυτούς η πατρίδα. Κι αν αυτό είναι μια αμφιλεγόμενη πραγματικότητα για τους γονείς, είναι πιο ξεκάθαρο για τη Μαρία, την κόρη της Έλενας.
«Δεν μιλούσαν. Άκουγαν την ησυχία γύρω τους. Και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε έναν παλιό ερειπωμένο νερόμυλο. Ο τροχός δεν υπήρχε πια, το νερό όμως έπεφτε όπως πριν με έναν ήχο που η Μαρία δεν είχε λέξεις για να τον περιγράψει. Δεν ήταν καν ήχος. Ήταν ένα τοπίο που της έδινε τη μεγαλύτερη και πιο βαθιά γαλήνη που είχε αισθανθεί και που θα αισθανόταν στο μέλλον. Από εκείνη τη μέρα η Σουηδία έγινε η πατρίδα της. Οι γονείς της ήταν μετανάστες. Όχι εκείνη.»
Ο Καλλιφατίδης έφτιαξε ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον λυρισμό. Εκεί που με σίγουρα βήματα σε οδηγεί στη συγκίνηση (και αναπόφευκτα θα λέγαμε, καθόσον το θέμα σηκώνει ανάλογα συναισθήματα) σε προσγειώνει στο σκληρό τοπίο της πραγματικότητας. Για να σε απογειώσει πάλι με τον παραμυθιακό χαρακτήρα των μαγικών λύσεων. Όλα μπαίνουν στη θέση τους. Οι ήρωες έχουν αυτά ακριβώς τα συναισθήματα κι αυτές τις αντιδράσεις που αντέχει ο αναγνώστης, ο οποίος με το πέρας της ανάγνωσης νιώθει πως έτσι ακριβώς έπρεπε να εξελιχθεί η ιστορία.
Δεν είναι ένα μυθιστόρημα έντονου πάθους, αν και η ηρωίδα μοιάζει φτιαγμένη για κάτι ανάλογο. Δεν είναι καν ένα περίπλοκο στην αφήγησή του βιβλίο. Κι όμως σε γοητεύει. Ίσως γιατί σου δίνει την αίσθηση ενός οικείου αναγνώσματος (όπως άλλωστε και τα προηγούμενα του συγγραφέα) που όλο κάτι σου θυμίζει αλλά δεν μπορείς να το προσδιορίσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα «παλαιάς κοπής», με όλη τη μαγική έλξη που ασκούν πάνω στον αναγνώστη τα αφηγήματα που κερδίζουν το κοινό τους από τα πρώτες αράδες. Χωρίς να απαιτούν λογικές περιελίξεις και ερμηνείες δυσνόητων νοηματικών τοπίων. Καθαρή γραφή, καθαροί χαρακτήρες, ευδιάκριτοι, κατανοητοί στις σκέψεις τους. Σκέψεις που μάλλον θα κάναμε κι εμείς σε ανάλογες συνθήκες. Άλλωστε, η μετανάστευση είναι πάντα ανοικτή ‘επιλογή’, ακόμη και σήμερα. Όπως λέει και ο συγγραφέας με το στόμα ήρωά του: «Οι Έλληνες πάντα φεύγουν. Είτε από τη χώρα τους, είτε στη χώρα τους.»
Για το BOOK TOUR, Διώνη Δημητριάδου.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη