Καθημερινές ιστορίες …τού αν-πιστέπτα-μπωλ (un-pistept-able)
Όλο θέλω να κόψω αυτές τις ευθυμογραφικές παρεκβάσεις από το κυρίως λογοτεχνικό μου έργο, όμως αυτές οι αριστοφανικές παραβάσεις, με βοηθούν να αποφύγω το …έμφραγμα και καθιστούν την πραγματικότητά μου περισσότερον ανεκτή. Είναι αυτό που λένε «θέλει να αγιάσει ο παπάς κι ο σατανάς δεν τον αφήνει» ή «πίσω σε έχω σατανά και μπροστά μου …κρέμεσαι» [άσχετο – μα τελείως άσχετο με τη σημερινή ιστορία καθημερινής τρέλας που θα σας διηγηθώ – σκέφτομαι απλώς κάποτε κι ενίοτε προβληματίζονται παραφράζοντας τα λόγια του Αστρώφ από τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ: «αυτοί που θα έρθουν κάποτε μετά από εμάς και θα ζουν υπέροχες, ευτυχισμένες, ειδυλλιακές απλοποιημένες ζωές και θα επικοινωνούν με τηλεπάθεια, θα πιστέψουν άραγε αυτοί οι αγαθοί καλοπροαίρετοι απόγονοί μας (όχι δικοί μου, του ανθρωπίνου είδους, για να εξηγούμαι μην τυχόν και παρεξηγηθώ) θα πιστέψουν αυτοί οι άνετοι άνθρωποι του μέλλοντος ότι όλα αυτά που περιγράφουμε, εμείς οι συγγραφείς που λειτουργούμε ως αυτόπτεις μάρτεις (μάρτυρες) του Καιρού μας, θα πιστέψουν άραγε ότι τα ζήσαμε πραγματικά, ή μήπως θα τους φανεί περισσότερον πιθανόν το ότι διαθέτουμε νοσηρές φαντασίες, που επινοούν ανύπαρκτες, δύσκολε, σουρεαλιστικές καταστάσεις, γιατί κατά βάθος είναι αλγολάγνοι (κοινώς μαζόχες) και «τη βρίσκουν» με το να περιπλέκουν τα πράγματα, να εγκλωβίζονται σε αδιέξοδα, να αυτομαστιγώνονται, αυτοτιμωρούνται, αυτοεξορίζονται και όλα τα αυτοπαθή; Εγώ πάντως, τι να σας πώ; Δώσε μου ησυχία, ηρεμία και γαλήνη και πάρε μου την ψυχή. Αρχίζω λοιπόν τη διήγηση της σημερινής μου ημέρα στο γραφείο, με ένα δίωρο «πεταγματάκι» στην διπλανή Τράπεζα:]
Ήταν μία από εκείνες τις μέρες που ξεκινάνε καλά, αλλά γρήγορα έρχονται οι αναποδιές η μία μετά την άλλη και σου γκρεμίζουν (μα τι λέω; σου κατεδαφίζουν, ήθελα να πω) όλες μα όλες τις φρούδες ελπίδες. Και πρώτα πρώτα ξέχασα τα γυαλιά πρεσβυωπίας στο σπίτι. Το κατάλαβα μόλις στρογγυλοκάθησα στο γραφείο και άναψα το κομπιούτερ (έτσι τα λέμε εμείς, οι άνω των πενήντα, αυτά τα διαβολικά μηχανήματα). Και ω του θαύματος! Ανακάλυψη: δεν έβλεπα πια χωρίς γυαλιά «για κοντά». Τέλος πάντων, έκανα, «εποίησα την ανάγκην φιλοτιμίαν» κι άρχισα να δουλεύω. Άνοιξα ένα αρχείο στον συνήθη επεξεργαστή κειμένου κι έκανα πως εργάζομαι. Όμως, φευ! Ο καθρέφτης του Σύμπαντος μου έριξε μία ροχάλα. Το σύμπαν με έφτυσε κατάμουτρα. Ξάφνου όλα γίναν πράσινα-κόκκινα-κίτρινα-μπλε, προστέθηκαν σκιάσεις (ράστερ) από μόνα τους, τα γράμματα χοροπηδούσαν (στην οθόνη, όχι στα μάτια μου), η στίξη χάθηκε κι ο τεχνικός της εταιρείας όπου εργάζομαι εδώ και 28 συναπτά έτη, δύο μήνες και 3 ημέρες, ο ειδικός επί της μηχανογράφησης έκανε δύο (ναι, 2) ώρες προκειμένου να επαναφέρει τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή στη συνήθη του τάξη. Έδωσα τόπο στην οργή, αποφάσισα να μην κάνω άλλο τι την σήμερον ημέρα, προφασίστηκα πονοκέφαλο και ζήτησα άδεια από τον προϊστάμενό μου [τι σκύλα!!! Κακό ψόφο να ᾽χει. Από φόλα να πάει. Από καλαζάρ. Από σύφιλη, κονδυλώματα κι aids για τετράποδα θηλαστικά – φτάνουν έως εδώ οι κατάρες – άντε, το παρακάναμε, είπαμε «μυθοπλασία-fiction» αλλά θα φάμε τις μηνύσεις με τη σέσουλα και θα τρελαθούμε στις ακροαματικές διαδικασίες στα δικαστήρια, του κοινού ποινικού δικαίου] τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ και σας κουφαίνω, και σας τα κάνω …καρύδες, ζήτησα από τον αμέσως από πάνω (κυριολεκτικώς!) διοικητικό μου προϊστάμενο άδεια λίγων λεπτών για να πεταχτώ στην τράπεζα απέναντι και να πληρώσω μια συνδρομή στον δικηγορικό σύλλογο [πες μου πού κατάντησα εγώ με τόσες λαμπρές σπουδές; Όχι, μην μου πεις! Δεν θέλω ν’ ακούσω. Καλύτερα να μην ξέρω. Η άγνοια με βολεύει. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Μήτε με την άγνοια δεν είμαστε συμβατοί – compatible, που λένε – ξανακλείνει η πολλοστή παρένθεση].
Τρίτη χλαπάτσα: μετά τα ξεχασμένα γυαλιά και το κακοποιημένο λόγω γκαβωμάρας κομπιούτερ, ήρθε η τρελή, η αφιονισμένη, η ευθυνόφοβη, η τρομαγμένη, η καθημαγμένη ταμίας τραπέζης, που είναι και …στην κλιμακτήριο! «Όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε». «Ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε ο γάιδαρος κι αποστραβώθηκε» [αυτή η παροιμία ταιριάζει περισσότερο, αλλά εγώ τις πήρα όλες σβάρνα για να καταλήξω].
Της χαμογελώ, την καλοπιάνω, την κολακεύω, της εύχομαι «καλό μήνα». «Τι καλό μήνα κύριέ μου», με αποπαίρνει, «με ανάδρομο ΆΆΆρρρρηηηηη!!!». «Μα νόμιζα ότι αυτό πέρασε», τόλμησα να της ψελλίσω. «ΌΌΌΧΧΧΙΙΙ», με κατακεραύνωσε, «ο Ερμής πέρασε, όχι ο Άρης – αυτός εξακολουθεί να είναι ανάδρομος». «Μάλιστα», τόλμησα να αρθρώσω, υποτελής, υποταγμένης, πειθήνιος κι υπάκουος, αναγνωρίζοντας το μέγεθος της ουράνιας εξουσίας της πάνω μου. Τι το ήθελα να το παίξω «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι; Όχι, πείτε μου! Τι μου ήρθε να το παίξω έτσι; «Σφάξε με Πασά μ’ να αγιάσω» δηλαδή; Ας πρόσεχα. Μόλις της έδωσα το ειδοποιητήριο της οφειλομένης συνδρομής, με πηχυιαίο κωδικό ηλεκτρονικής εξώφλησης (και πηχυιαία γράμματα ΚΑΙ βολδ-bold!!!) εκείνη έπαθε ένα βραχυκύκλωμα, ένα εγκεφαλικό, μια άναψη, μια φλόγα, «μία φούντωσε μια φλόγα που έχω μέσα στην καρδιά», δεν ξέρω… το κομπιούτερ μού θύμισε που τα έπαιξε, κι άρχισε να κάνει άλλα αντ’ άλλων. Μου έδωσε κάτι παραστατικά, τα υπέγραψα χωρίς τα γυαλιά μου, την κοίταξα στα μάτια. Ναι, αυτό είναι! Την κοίταξα στα μάτια χωρίς γυαλιά. Είναι προφανές ότι την υπνώτισα και την μετέφερα αυτομάτως σε ουράνιους παραδείσους, αλλιώς δεν εξηγείται: μου έδωσε απόδειξη ανάληψης του ποσού, χωρίς και να το μεταφέρει όμως στον Δικηγορικό Σύλλογο ηλεκτρονικώς, αλλά και χωρίς να μου το δώσει σε χαρτονομίσματα. Έφυγα, αφού με ευχαρίστησε για την ευγενική υπομονή μου, βγήκα έξω στο μηχάνημα (ATM, κοινώς λεγόμενον) και ζήτησα κίνηση του λογαριασμού μου, όπου διαπίστωσα το ύποπτον της συναλλαγής. Εκείνη τη στιγμή ένας άστεγος βρήκε την ευκαιρία να μου ζητήσει να τον ελεήσω, αφού έμενε, όπως με διαβεβαίωσε φορτικώς στο απέναντι πάρκο. Ήμουνα τόσο ζαλισμένος που δεν άντεχα ούτε να του δικαιολογηθώ ούτε να του αρνηθώ ούτε τίποτα. Αυτός «τα πήρε στο κρανίο» και με συνόδευσε μέχρι την γυάλινη διπλή πόρτα της Τράπεζας ωρυόμενος, σε βαθιά υπαρξιακή κρίση τυγχάνων (ή μήπως περιπίπτων;) και με πρόγκηξε λέγοντας φωναχτά και δείχνοντάς με σε όλους (μα σε όόόόλλλλουυυυςςς) τους περαστικούς: «Με γειά το κούρεμα!). Ξέχασα να σας πω ότι είμαι φαλακρός από πεποίθηση κι όχι από τις …χημειοθεραπείες, όπως υπέθεσαν οι καλοπροαίρετοι συνάδελφοί μου όταν με πρωτοαντίκρυσαν με «κεκαρμένην την κεφαλήν». Μα τι καλοί Σαμαρείτες! Τι υπέροχοι άνθρωποι! Στείλανε την καθαρίστρια να ρωτήσει «που την έχεις την κακιά αρρώστια;». Της είπα «στον εγκέφαλο» για να με αφήσουν ήσυχο. Πράγματι, πέρασα μερικούς μήνες ζάχαρη. Μετά ξαναφούντωσαν τα συνήθη: μίση-πόθοι-ζήλειες-πάθη-φθόνος-κακεντρέχεια-κουτσομπολιό ασύστολο και τα λοιπά και τα λοιπά. Μόνον η (τότε) προσωπάρχης δεν τσίμπησε. «Πώς είσαι έτσι; Σαν μπράβος της νύχτας». «Ναι», της απάντησα μειλίχιος, «αυτή είναι η παράνομη, η βραδινή μαύρη δουλειά μου για να συμπληρώνω το ανύπαρκτο εισόδημα». Και να δεις που αυτή με πίστεψε κι από τότε μου μιλούσε με πολύν σεβασμό, είτε γιατί το έχαψε και πίστεψε όντως ότι έγινα «ντουλάπα» έξω από νυχτερινό κέντρο [είμαι και εύσωμος – θα μπορούσα άνετα, ανετότατα, να την πάρω τη δουλειά] είτε γιατί πρόσεξε (ή φαντάστηκε) το «μάτι να γυαλίζει» στο δεξί μέρος του προσώπου μου [το αριστερό είναι τυφλό εκ γενετής, γι’ αυτό κατέληξα γραφιάς αντί μαχόμενος δικηγόρος – άτιμη κενωνία!]… είτε για τον έναν λόγο είτε για τον άλλον (είτε λόγω μπράβου της νύχτας είτε με την υποψία και μόνον ενός επικίνδυνα τρελού σχιζοφρενούς στο ίδιο …ασανσέρ με την Υψηλότητά της – η τάπα, που έκλανε και σήκωνε σκόνη, αλλά τους είχε πάρει όλους εκεί μέσα, εκτός από μένα, αλλά από τότε με χαλβάδιαζε, η διεστραμμένη, που φαντάζεται ότι «την παίρνει» ολόκληρη συμμορία – gangbang bukkake και δεν ξέρω πώς τα λένε όλ’ αυτά στις μεταμεσονύχτιες τσόντες… [Παρεκτράπηκα, πρέπει να γυρίσω επειγόντως στην «τρελή της ημέρας», η άλλη ανήκει στο παρελθόν και μάλιστα στο μακρινό, δεκαεπτά συναπτά έτη έχουν περάσει].
Μπήκα ξανά λοιπόν ασθμαίνων στην τράπεζα, κινήθηκα (απειλητικά;) προς την ένοχη υπάλληλο, που έχοντας εμφανώς χεσμένη την φωλιά της άρχισε να μου χαϊδεύει το γυμνό κρανίο και να μου στρώνει τα ανύπαρκτα μαλλιά, ζήτησα να δω την προϊσταμένη της (για να την συνετίσω) κι εμφανίστηκε ένας εξηντάρης μαντράχαλος, με μία τούφα μαλλί, βαμμένο κατάμαυρο-κορακίσιο με καραμπογιά, που το έφερνε και το κόλλαγε (με κόλλα για μασέλες;) από το δεξί αυτί, πάνω κι ύστερα στο αριστερό αυτί… «Καλά, δεν του τα παίρνει ο αέρας;», σκέφτηκα για μια στιγμή ξεχνώντας τον πόνο και την αγωνία μου. Αμέσως μετά με ξανακούρδισε η χαριεντιζόμενη υπάλληλος που έπαιζε τώρα την άνετη: «Καλέ, μην ανησυχείτε, θα σας ξαναπάρουμε το ίδιο ποσό από τον λογαριασμό σας και δύο και τρεις και τέσσερις φορές». «Αααχ, θα με αφήσετε ΚΑΙ χωρίς λεφτά σήμερα;» αναστέναξα κάπως θεατρικά είν’ αλήθεια. Μα ποια λεφτά θα μου παίρνανε, αφού ούτως ή άλλως από την υπερανάληψη του λογαριασμού μισθοδοσίας κάλυπτα τις ανάγκες μου όπως-όπως; Άτιμη φτώχεια! Αλλά ας μην αλλάξω πάλι θέμα – το έχω αυτό! Τότε είναι που πετάχτηκε ο ΕΒΔΟΜΗΝΤΑΡΗΣ συνταξιούχος κύριος, πελάτης κι αυτός του ευαγούς πιστωτικού ιδρύματος, όστις εξυπηρετείο στο ακριβώς διπλανό γραφείο και ανέκραξεν: «Μα αφήστε τον άνθρωπο! Μην τον συγχίζετε! Δώστε του μια καρέκλα να καθήσει. Νερό, να πιεί! Δεν τον βλέπετε; Είναι έτοιμος να καταρρεύσει! ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ είναι επίφοβος για έμφραγμα. Μην μας μείνει εδώ τώρα. Έτσι και σωριαστεί φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα, στο μαρμάρινο δάπεδο, ήθελα να πω, να δω ποιος τραυματιοφορέας θα μπορέσει να τον σηκώσει, έτσι βαρύς που είναι!». «Μα είμαι μόνον 54 ετών», ούρλιαξα, «όχι χούφταλο σαν εσένα!».
Στο σημείο εκείνο συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πάει καλά με τη μέρα, πήρα τρεις βαθιές ανάσες, ευτυχώς που έχω κάνει γιόγκα από τα νιάτα μου, χαμογέλασα σε όλους με ανωτερότητα, κάπως σαν την Μπλανς Ντυμπουά από το «Λεωφορείον ο Πόθος» λίγο πριν τη μαζέψουν «τα παιδιά», οι νταβραντισμένοι νοσοκόμοι από το συνοικιακό ψυχιατρείο κι …απήλθον μέσα στη ζέστη του αθηναϊκού Ιουνίου («καλό μήνα» είπα άραγε στους συναδέλφους σήμερα;)… Κι αφού γύρισα σπίτι και φόρεσα τα (απαραίτητα) γυαλιά πρεσβυωπίας, έλεγξα καταλεπτώς τα παραστατικά κι είδα (διαπίστωσα ιδίοις όμμασιν) ότι η τραπεζική συναλλαγή είχε εκτελεσθεί κανονικά. Επιτέλους! Ένας άνθρωπος του Νόμου και της Τάξεως, ένας φιλήσυχος νομοταγής πολίτης, διαπιστώνω καθημερινώς πόσο δύσκολο είναι να ζεις στην Ελλάδα του σήμερα, στην Ελλάδα της Κρίσης, εν έτει 2016. Ιστορίες καθημερινής τρέλας, τελείως μα εντελώς αν-πιστέπτ-αμπωλ (un-pistept-able).
Οι τρελοί δεν έχουν χιούμορ κι οι λογικοί, που το διαθέτουν εν αφθονία, δεν το χρησιμοποιούν πάντα.
Για το BOOK TOUR, Κωνσταντίνος Μπούρας
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη