Και στην αθάλη του καιρού, Λασίθι τόπος μέγας
Πίνακας «Η Μάχη του Λασιθιού» (Ρουσσέτος Παναγιωτάκης)
Λύνεται ο κύκλος της ζωής λες κι είναι ίσιος δρόμος
σκοντάφτω, χάνω το κερί, το χέρι στο μαχαίρι
δεν είναι για το εφτάζυμο, δεν είναι για τον άρτο,
μήτε και για τ’ αντίδωρο ή για χατίρι αγάπης,
μα στο μεγάλο χαλασμό φίλος μου κι αδερφός μου.
Θεριά οι πρίνοι υψώνονται, θεριά οι καπεταναίοι,
άγγελος θάνατος, ορθός κατέβηκε απ’ τα όρη
κουδούνια στα στιβάνια του και σείστρα στα φτερά του
το μεϊντανογέλεκο στο αίμα βουτηγμένο
και τα σγουρά του τα μαλλιά μπαρουτοκαπνισμένα,
από τις κόγχες των ματιών πετούνε νυχτερίδες
και το λιωμένο σάβανο απλώνει στο Λασίθι.
Στάχτες σκορπίζει και περνά, κάρβουνα και διαβαίνει
οχιές έχει για δάχτυλα κι αστρίτες στο ζωνάρι
και στο λαιμό του κρέμεται φλουρί κωνσταντινάτο.
Δεν ξέρει από χαιρετισμό, άνεμος δεν τον πιάνει
και χίλια μύρια πνεύματα, του τρέχουνε ξοπίσω.
Όλες οι βίγλες σείστηκαν και ράγισε ο Μάης
άνοιξε η γη και η Άνοιξη, σε χάσμα μέγα κι έρμο
ανθούς εμαδολόγανε και ρόδα απ’ τη Σελένα
κι οι άκριες απ’ τον ουρανό την άβυσσο εκεντήσαν
να καρτερεί μ’ ορθάνοιχτη την τελευταία θύρα.
Ο κάτω κόσμος γέλασε και νόησε ο απάνω,
άκουσε η Δίκτη την κραυγή και ψήλωσε ένα μπόι
και η κορφή αποκρίθηκε, ν’ ακούσει η οικουμένη:
«Δώδεκα δίπλες ο χορός, χορός κι οι αντρειωμένοι
άλλη μια δίπλα κάνουνε μόνο για ένα σεφέρι
όσο να κάτσει ο κουρνιαχτός κι ο κεραυνός ν’ αστράψει
κι η Μούσα η ανεγνώριστη τους ξεγραμμένους, γράψει,
ξενομερίτες και δικούς κι εχθρούς απ’ άλλους τόπους
όλοι στην κούπα τη χρυσή, το φως να μεταλάβουν».
Φλόγες πετούν τα μάτια μου, πληθαίνει το ασκέρι
αλμύρα η μνήμη έρχεται κι ανοίγει άλλη σελίδα
ν’ αποφασίσουν οι καιροί, οι αγέννητοι οι χρόνοι
πόσο κρατάει μια σφαγή στη θύμηση του ανθρώπου
κι αν είναι η πίστη του λαού, ο φόβος του σουλτάνου,
σε πόλεμο ατελεύτητο με μπακιρένια γνώση
δεν έχει τόπο να σταθεί, γη να ξεθεμελιώσει,
γιατί θα βγουν νιοφτέρουγα γεράκια στη Μαδάρα
κι αηδόνια θα μιλήσουνε πάλι στα μοναστήρια
κι όταν θα πέφτει η βροχή θα προσκυνά ένα μνήμα
και θα γεννήσει η Ανατολή για να χορτάσει η Δύση
και το φεγγάρι αγρυπνιά στην Κρήτη θα κρατήσει.
Δεν με ξενίζει τ’ όνειρο και τ’ ορεινό αεράκι,
δεν με ξενίζει το νερό που ξεχειλίζει ο κάμπος,
ο τόπος ο δυσμάχητος , μ’ όσα μού φανερώνει
κι οι μαντηλίδες οι πολλές που γέμισε η πλάση,
μήτε οι μηλιές π’ ανθίσανε και λιτανεύουν το αίμα.
Εκείνα τα αφανέρωτα στού λογισμού το αδράχτι
και τ’ αβασάνιστα που ο νους, φέρνει στο προσκεφάλι
εκείνα τ’ αψεγάδιαστα τα φυλακτά του ονείρου
κι η φλόγα η ασάλευτη που καίει και δεν τρέμει
και το νερό που στάθηκε στη μέση το ποτάμι
και κατά πίσω γύρισε, να κάψει τις πηγές του.
Μάγια μου ρίξαν οι κορφές μέσα στην κολυμπήθρα
κι ακούω φωνές και μυρωδιές κι ορίζεται η ζωή μου
στην άλικη μαρμαρυγή που αφήνει η αρχαία γέννα
και στο σιωπητήριο των πρώτων ονομάτων.
Βασιλογιώργης , Κόρακας, Βυζάντιος, Κουρμούλης,
Πετροπουλάκης, Μηλιαράς, Κοκκίνης, Τυλιανάκης,
Μουρελογιάννης, Μαστραχάς, Μιχαλοδημητράκης,
Δημητρακάρος, Τσιρκιτζής, Ζωγράφος, Καλλιατάκης,
Μανουσογιώργης, Κοζυρής, Χατζάκης, Σφακιανάκης,
μαζί κι ο Αλεξονικολής, Τρυφίτσος, Κοκκινίδης
κι ο Καζανάκης κι η Αρετή, μια ρήγισσα μεγάλη,
αλλάζει, παίρνει πρόσωπο και πάντα ίδια μένει.
Κόκκινα φέσια, γέμισε ο κάμπος πέρα ως πέρα
κι οι παπαρούνες βάψανε απ’ τ’ άδικο το αίμα
κι ένας πασάς, ο Ισμαήλ, τα μάτια του πριν σβήσουν
άκουσε τον παπά Φραγκιό από τον άλλο κόσμο:
«Πολύ κακό Μανόλη μου, ποιός να στο συγχωρέσει
μήτε κι εγώ ο πατέρας σου, μπορώ κι ας είσαι γιός μου».
Και του ’δειξε βόλι χρυσό, κι απάνω του γραμμένο
όνομα είχε αδερφικό, «Αντώνιος Καμπάνης»
ο πρωτεργάτης της τιμής, ο δωρητής του αγώνα.
Κι η μάννα έσυρε φωνή και το χαράκι εσκίστη:
«Εγώ ’μαι, που σε βύζαξα και πόνεσα για εσένα
κι έκαμες τη λαχτάρα μου όργητα και κατάρα
άγνωρη νά ’ναι η δόξα σου κι ασύχαστη η ψυχή σου
κι άπλαστο άστρο η ζήση σου στον ουρανό να σβήσει».
Πρόλαβε και θυμήθηκε τη μητρική του γλώσσα
κι ήταν πολλά τ’ αλάλητα κι είχε η σφαγή τελειώσει,
μα πάλι δεν επρόλαβε, μόνο να μετανιώσει.
Απ’ τα καμένα τα βουνά και τα γερμένα στάχυα
η Δρακοκαβαλάρισσα καινούργια στράτα ανοίγει
κι όσο αλαφρά ’χει φορεσιά, τόσο βαρύς ο λόγος:
«Από την πέτρα την ξερή το δίκιο ανθούς να δώσει
κι όποιος βουλεύεται άδικα τον θάνατο να κλώθει».
Μνήμη παλιά, αλησμόνητη, η μέρα ροδοφέγγει
μυριόκλωνη στ’ απόβροχο, μυριόριζη στην πάχνη
και στ’ ονειροξεδιάλυμμα της υπνοφαντασιάς μου,
οι σταλαχτίτες του γκρεμού πετούνε κρίνους άσπρους
των σκοτωμένων οι ψυχές φέγγουν σε νύχτα λίγη
γιατί επλήθυνε το φως κι οι πέρδικες στη ρίζα
δες, ξαναχτίσανε φωλιές μ’ αλαδανιές και θρύμπα.
Μακρόθυμη πού ’ναι η καρδιά σε τέτοιο μεγαλείο
παντιέρα ανεμόδαρτη στου Νότου το λημέρι
κι η Όστρια να τη φυσά στου Έρωτα τα χωράφια.
Δεν είσαι εσύ μια άγνωστη, κρυφή γωνιά του κόσμου
μικρή η ζωή, μα γίνεται στη ρίζα σου μεγάλη
και στην αθάλη του καιρού, Λασίθι τόπος μέγας
τρίχορδες λύρες παίζουνε και ανεβαίνει ο ήλιος.
Για το BOOK TOUR, Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου).
Αύριο εν ονόματι της αγάπης
Κέρκυρα 18 Μάη 2017
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ
ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Η κοινωνία ποτέ δεν τους χωράει όλους, γι' αυτό έχει δημιουργήσει το περιθώριο, για να στέλνει κάποιους εκεί. Όμως, τυχαίνει καμιά φορά κι αυτό το περιθώριο σημαίνει ό,τι και η κορνίζα στις φωτογραφίες των αγαπημένων μας. Συμβαίνει, επειδή η φύση της αγάπης μπορεί να κρύβεται οπουδήποτε, ακόμη κι εκεί.
Τη δεκαετία του εβδομήντα, η Χαριγένεια, έρχεται από το πουθενά κι από το περιθώριο και εγκαθίσταται με τη μητέρα και τα δυο της παιδιά στην Κρήτη. Την παρουσία της στη γειτονιά αντιλαμβάνονται πρώτα δυο μάτια καθαρά, της μικρής Ζωής. Μέσα από το βλέμμα και την αισθητική του παιδιού, έτσι όπως μεγαλώνει και εξελίσσεται στο χρόνο, καταγράφεται η διαδρομή της ζωής αυτής της γυναίκας και των ανθρώπων που συναναστρέφεται σε κωμικοτραγικές ή και ακραία τραγικές καταστάσεις.
Η Χαριγένεια θα ζήσει τα πάντα, από ένα "αθώο" χαστούκι μέχρι τη βαριά σωματική βία, αλλά και τον έρωτα. Με αντάλλαγμα τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής της και με όρκο σιωπής, (στη διάρκεια της χούντας) θα ανταποκριθεί σε μια απρόσμενη πρόταση. Το τίμημα ακριβό. Ένα μενταγιόν, τα όνειρα και το τυχαίο θα καθορίσουν τη σχέση ανάμεσα στη Ζωή και στη Χαριγένεια στα σαράντα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά τον Ιούλιο του 1974.
Όταν θέλει η ζωή να σε λυτρώσει, σου ανοίγει την πόρτα σε έναν καινούριο παράδεισο, εκεί που το αχ του έρωντα ξοδεύεται στη μνήμη του νερού, για να κυλάει ο Αχέροντας με τον καιρό της αγάπης, όταν το τέλος έρχεται απλά και ανώδυνα προοικονομημένο από τη φύση.
Ένα αξιόλογο βιβλίο γεμάτο αισθήματα και εικόνες ζωντανές, σαν πίνακες ζωγραφικής. Σε ταξιδεύει, σε μαγεύει, σου αποκαλύπτει βαθιά κρυμμένες πτυχές της ψυχής.
Αλκυόνη Παπαδάκη
Αποκτήστε το άμεσα:
www.captainbook.gr/book/217997/mia-koursa-gia-ti-charigeneia
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη