H Ανταριασμένη, οι φίλοι και τα κτήρια-Κωνσταντίνα Κοράκη
Απόσπασμα:
Τα κτήρια
Ξύπνησε στο κρεβάτι της μουσκεμένη από τον ιδρώτα. «Είδες έναν εφιάλτη», έλεγε στον εαυτό της συνεχώς για να ηρεμήσει, μέχρι που θυμήθηκε πού βρισκόταν. Το όνειρό της δεν ήταν τίποτα, μπροστά στον εφιάλτη που απλωνόταν μπροστά της...
Κοίταξε έξω από το παράθυρό της απελπισμένη. Κάθε πρωί αντίκριζε το ίδιο σκηνικό. Μια ανυπόφορη πόλη, όπου όλα επαναλαμβάνονταν. Όλα γίνονταν ξανά και ξανά δίχως καμία αλλαγή, χωρίς κανέναν σκοπό. Μπροστά της απλώνονταν πολλές ψηλές πολυκατοικίες με περίεργα χρώματα. Χρώματα μουντά και ακαθόριστα, που έμοιαζαν να έχουν στην επιφάνειά τους μια μεγάλη θολούρα. Με το που έμπαιναν στο οπτικό σου πεδίο, σε κυρίευε μια δυσάρεστη αίσθηση… σαν να σε πλάκωνε κάτι.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσες να σταματήσεις να τα κοιτάζεις. Ακόμα και αν έστρεφες το βλέμμα σου αλλού, για να τα αποφύγεις, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα γυρνούσες πάλι προς τα εκεί, σαν να σε τραβούσε ένας πελώριος μαγνήτης.
Κάθε κτήριο είχε τη δική του ενέργεια μαγνητίζοντας προς το μέρος του, όλους όσοι βρίσκονταν σε σχετικά μεγάλη ακτίνα εκεί γύρω. Συχνά, οι ενέργειες των κτηρίων ενώνονταν, με αποτέλεσμα να αποκτούν απόκοσμες διαστάσεις. Κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να ασχοληθεί μαζί τους, κανείς ωστόσο δεν έμενε ανεπηρέαστος, αφού βρίσκονταν πάντα εκεί. Το καθένα προκαλούσε με τον τρόπο του. Κάθε άνθρωπο διαφορετικά, αλλά με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Η ζωή σε αυτήν την πόλη οριζόταν από τα κτήρια.
Από μικρή, η Ανταριασμένη τα παρατηρούσε μέσα από το παράθυρό της με τις ώρες. Στην αρχή, προσπάθησαν να τη σαγηνέψουν. Έπαιρναν επιβλητική μορφή, έλαμπαν και της έγνεφαν να έρθει προς το μέρος τους.
Μια φορά της χαμογέλασαν κιόλας, με το ίδιο ψεύτικο χαμόγελο που έχει κάποιος, όταν σε προσβάλει ευγενικά. Κάπως έτσι γινόταν και με τα κτήρια, χαμογελούσαν, όμως μέσα τους δεν υπήρχε τίποτα που να βγάζει ζεστασιά. Η Ανταριασμένη ένιωσε δυσάρεστα και δεν ανταπέδωσε το χαμόγελό τους, παρά μόνο προβληματίστηκε. Τα χείλη της πήραν το σχήμα ευθείας γραμμής, ενώ τα μάτια της πετούσαν σπίθες. «Όχι!» είπε από μέσα της. «Δεν με ξεγελάτε!»
Με το που το είπε, τα κτήρια έχασαν τη λάμψη τους και έγιναν μουντά, γκρίζα, άσχημα, όπως πρωτύτερα.
Από εκείνη τη μέρα, όταν την έβλεπαν να τα παρατηρεί από το παράθυρό της, ανταγωνίζονταν σε διαγωνισμό ασχήμιας. Μερικές φορές, όταν τα κοιτούσε έντονα και μάλλον περιφρονητικά, έπαιρναν απότομα ένα σκούρο χρώμα, σαν μια γκρίζα λάσπη. Άλλες φορές θόλωναν σαν να μην είχαν συγκεκριμένη μορφή και έβγαζαν έναν οξύ διαπεραστικό ήχο.
Έκλεινε τα αυτιά της αποφασισμένη, καρφώνοντας το βλέμμα της πάνω τους. Εκείνα συνέχιζαν να ξεδιπλώνουν την ασχήμια τους, δίχως να πτοούνται από την αντίσταση που πρόβαλλε. Ίσως μάλιστα να την αποζητούσαν...
Η κοπέλα είχε καταλάβει τι είχαν μέσα τους και δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούν να το κρύψουν. Η Ανταριασμένη δεν λειτουργούσε όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, κι αυτό τα αναστάτωνε. Ο στόχος τους ήταν να βρίσκονται όλοι κάτω από τον έλεγχό τους, ή τουλάχιστον να αναγνωρίζουν την υπεροχή τους. Τα άτομα που ξεχώριζαν, αποτελούσαν πρόβλημα...
Τέτοιου είδους άτομα, βέβαια, σπάνιζαν. Υπερτερούσαν οι άλλοι, η μάζα, όπως τους αποκαλούσαν. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής βαθμίδας, ηλικίας και μόρφωσης, που προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να φτάσουν στα πιο ψηλά παράθυρα για να ξεχωρίζουν. Και για να το πετύχουν χρησιμοποιούσαν κάθε τρόπο.
Κάποιοι σκαρφάλωναν… Συνήθως οι πρωτάρηδες, ή όσοι είχαν τη συνήθεια να βουτάνε σε κάτι χωρίς να έχουν σκεφτεί τίποτα νωρίτερα, με αποτέλεσμα να πέφτουν αμέσως. Με το που ανέβαιναν στο περβάζι κάποιου παραθύρου, γλιστρούσαν ή έτρωγαν μια δήθεν κατά λάθος αγκωνιά από κάποιον άλλο δίπλα τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν άλλαζαν.
Έπεφταν και μετά προσπαθούσαν ξανά με την ίδια ακριβώς τακτική.
Ίσως, τελικά, να μην ήθελαν και τόσο να προχωρήσουν. Προτιμούσαν να κάνουν μια ημιτελή προσπάθεια χωρίς να κουραστούν ιδιαίτερα, έτσι ώστε να έχουν μετά να διηγηθούν κάτι στους φίλους τους.
Άλλοι έκαναν αναρρίχηση, με σχοινιά και καρφιά. Τα αποτελέσματα, βέβαια, δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Εκεί που ανέβαιναν λίγο παραπάνω από εκείνους που απλώς σκαρφάλωναν, μόλις έμπηγαν το καρφί λίγο πιο μέσα από όσο συνήθως, ακουγόταν ένα βογκητό. Ένα βογκητό πόνου, που το ακολουθούσε μια βίαιη αντίδραση...
Λες και είχαν ζωή μέσα τους τα κτήρια... Μερικές φορές γελούσαν, άλλες κορόιδευαν, κάποιες φορές έσκυβαν για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο και μετά τον έριχναν πάλι, αφού, ενώ έδειχναν επιβλητικά και συμπαγή, μπορούσαν άνετα να γίνουν εύπλαστα, να ελίσσονται, όπως τα φίδια, και να ταλαιπωρούν τους επίδοξους αναρριχητές τους, όχι μόνο με τις πτώσεις, αλλά και με τις απόκοσμες φωνές τους. Και όμως... οι άνθρωποι συνέχιζαν τις προσπάθειές τους για να ανέβουν όσο το δυνατόν ψηλότερα. Οι περισσότεροι, πάντως, δεν κατάφερναν και πολλά. Αυτούς τους γιούχαραν ή τους αντιμετώπιζαν με οίκτο. Εξάλλου, και οι ίδιοι το ήξεραν, αφού φρόντιζαν να σκαρφαλώνουν στα πιο «ζωηρά».
Τα πιο «ζωηρά» αντιδρούσαν με το που δοκίμαζε κάποιος να σκαρφαλώσει πάνω τους. Όσο παράξενο και να φαίνεται, επέφεραν τις πιο ανώδυνες πτώσεις. Αντιθέτως, υπήρχαν κτήρια τα οποία μπορεί να
περνούσαν ημέρες, εβδομάδες, ίσως και μήνες χωρίς να κουνηθούν. Για κάποια, κιόλας, μπορεί να περνούσαν χρόνια. Ήταν τα πιο τρομακτικά και οι κάτοικοι τα θεωρούσαν τα πιο ζόρικα. Λίγοι τολμούσαν να τα πλησιάσουν, αφού κυκλοφορούσαν ιστορίες από παλιά σχετικά με το πόσο επικίνδυνα μπορούσαν να γίνουν για τους επίδοξους αναρριχητές.
Σ’ εκείνα είχαν αποπειραθεί να μπουν άνθρωποι με παράξενες ιπτάμενες μηχανές. Μηχανές με χρώμα μπρούτζινο, χερούλια και πηδάλιο ξύλινα για τον πιλότο, φτερά σχεδόν διάφανα μα γερά, και ουρά φολιδωτή χαλκοπράσινη. Εκεί έβλεπε κανείς το πιο άγριο θέαμα. Οι ιπτάμενοι ανέβαιναν αρκετά ψηλά, μέχρι που τα κτήρια άρχιζαν να αναταράσσονται. Μόλις τα πλησίαζαν, ταλαντεύονταν ορμητικά μπρος-πίσω, αστράφτοντας θεαματικά χαστούκια στις μηχανές τους. Μερικοί είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Δεν ήταν και λίγο να πέφτει ένα κτήριο πάνω σου, έστω και στιγμιαία. Άλλοι πάλι έφευγαν, μόλις συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα. Τουλάχιστον, γλίτωναν από σίγουροτραυματισμό.
Κανένας δεν είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει επιτυχώς και να μπει μέσα στα κτήρια. Όσοι ανέβαιναν πιο ψηλά, αντιμετωπίζονταν με θαυμασμό και δέος από τους υπόλοιπους και κατείχαν τις υψηλότερες θέσεις μέσα στην κοινωνία τους. Αντιθέτως, όσοι δεν τα κατάφερναν, ανήκαν στα πιο χαμηλά στρώματα, ενώ εκείνοι, οι οποίοι δεν ασχολούνταν καθόλου και έδειχναν την αντίθεσή τους σε αυτόν τον τρόπο ζωής, αποτελούσαν τους περιθωριακούς.
Περιθωριακοί, όπως η Ευθαλία, ο Θωμάς και η οικογένειά του, ο Γιάτσεκ, καθώς και οι λεγόμενοι αριστοκράτες, που ανήκαν σε παλιές οικογένειες, πλούσιες με μεγάλη μόρφωση. Οι αριστοκράτες αντιμετώπιζαν το σκαρφάλωμα ως κάτι ανούσιο και ποτέ δεν έδειξαν τη διάθεση να ανακατευτούν. Απολάμβαναν τον σεβασμό των υπόλοιπων και συνέχιζαν τη ζωή τους, όπως ήξεραν, θεωρώντας την αναρρίχηση αναγκαίο κακό, μια συνήθεια της μάζας...
Μολονότι κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς υπήρχε μέσα στα κτήρια και κυρίως πίσω από τα πιο ψηλά παράθυρα, για τους κατοίκους της πόλης είχε μεγάλη σημασία να φτάσουν εκεί, αφού όλη τους η ζωή στρεφόταν γύρω από την αναρρίχηση. Λειτουργούσαν σαν ρυθμισμένα μηχανάκια ταγμένοι σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, κάτι που τους προκαλούσε μεγάλη ικανοποίηση. Το σχολείο, οι σπουδές, η δουλειά και η οικογένεια λειτουργούσαν μόνο σαν παράπλευρες απασχολήσεις. Αξία είχε η αναρρίχηση, γιατί μόνο έτσι αποκτούσαν νόημα και τα υπόλοιπα.
Η Ανταριασμένη ένιωθε αηδία. Τι απαίσιο να ασχολούνται όλοι με ετούτη τη γελοία συνήθεια. Τι έκανε όλους να αφιερώνονται τόσο πολύ σε μια ανισόρροπη κατάσταση; Όλοι; Ή μήπως όχι; Μήπως ξεχώριζαν κάποιοι που αντιστέκονταν στο ρεύμα, συνειδητά ή ασυνείδητα;
Αποφάσισε να επισκεφτεί τον παππού Γιάτσεκ. Έμενε στο διπλανό στενό, αλλά συνήθως τον έβρισκες σε μια καρέκλα έξω από το σπίτι του να παρατηρεί τους περαστικούς. Παρόλο που συχνά ο δρόμος ήταν άδειος, το βλέμμα του φαινόταν πάντα να εστιάζεται κάπου. Η Ανταριασμένη τον βρήκε να ατενίζει, ως συνήθως. Στράφηκε και εκείνη προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν μπορεί, κάποιος θα εμφανιζόταν, αρκεί να συγκεντρωνόταν σαν τον Γιάτσεκ. Η ώρα πέρασε, χωρίς ωστόσο να φανεί κανένας.
«Μα τι κοιτάζεις, επιτέλους, με τέτοια προσήλωση;» τον ρώτησε.
«Τον κόσμο, φυσικά. Δεν έχει ενδιαφέρον;»
Η Ανταριασμένη απόρησε.«Μα κανείς δεν είναι εδώ, ο δρόμος είναι άδειος».
«Και ο δρόμος είναι μέρος του κόσμου μας, Ανταριασμένη. Σκέψου, πόσοι άνθρωποι έχουν περάσει από εδώ και πόσες σκέψεις έχουν γίνει σε αυτό το σημείο. Δεν είναι μόνο όσα βλέπουμε σημαντικά. Καμιά φορά
σημασία έχουν όσα δεν βλέπουμε, αλλά μπορούμε να φανταστούμε. Δεν συμφωνείς;»
Η Ανταριασμένη συμφώνησε σιωπηλά. Ένιωθε μια μελαγχολία, κάτι την έτρωγε, αλλά δεν ήξερε πώς να μιλήσει στον Γιάτσεκ για όσα είχε μέσα της. Ξαφνικά, ο Γιάτσεκ τη ρώτησε με μάτια που πετούσαν σπίθες.
«Θέλεις να ξεφύγεις;»
Η Ανταριασμένη δεν χρειάστηκε να ρωτήσει τι εννοούσε. Στο μυαλό τους είχαν το ίδιο πράγμα, την αρρωστημένη συνήθεια, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή, προς την τρέλα. Ο προορισμός όλων στην πόλη.
«Μα, δεν έχω ξεφύγει;» του απάντησε. «Ποτέ δεν συμμετείχα στην προσπάθεια... Έχω επιλέξει να μην είμαι ανάμεσα σε αυτούς που σκαρφαλώνουν, και ας ξέρω ότι κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξω στο περιθώριο».
«Νομίζεις ότι έχεις ξεφύγει» της είπε ο Γιάτσεκ. «Το μυαλό σου είναι πάντα εκεί, η ζωή σου στρέφεται γύρω από τα κτήρια, όλα καθορίζονται από την ύπαρξή τους, έτσι δεν είναι; Η σκέψη σου έχει αιχμαλωτιστεί.
Δεν θέλεις μια τέτοια ζωή για σένα, αλλά ούτε για τους άλλους, σε βασανίζει η ιδέα. Δεν σου αρκεί να ξεφύγεις μόνο εσύ, δεν θεωρείς ότι θα έχεις ξεφύγει έτσι, καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι που μας αφορά όλους».
Η Ανταριασμένη δεν μίλησε. Σωστά τα έλεγε ο Γιάτσεκ. Δεν συμμετείχε στο σκαρφάλωμα, αλλά το μυαλό της γύριζε συνεχώς εκεί. Δεν μπορούσενα χαρεί τίποτα, δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο. Ακόμα και να μηνέδινε σημασία, έδιναν οι άλλοι. Κανείς δεν είχε ξεφύγει, έστω και νοερά.
Βρισκόταν πάντα εκεί.
«Εσύ, Γιάτσεκ, δεν ασχολείσαι με την αναρρίχηση, έτσι δεν είναι; Τα έχεις βρει με τον εαυτό σου. Κάθεσαι εδώ με τις ώρες, παρατηρείς τον κόσμο, φιλοσοφείς, συζητάς με όποιον έρχεται και η ζωή σου περνάει ευχάριστα. Θα ήθελα πολύ να γίνω σαν εσένα».
«Κάνεις λάθος», της απάντησε. «Ποτέ δεν ξέφυγα. Πάντα κοιτάζω προς τα εκεί και το σκέφτομαι. Ακόμα και αν δεν το βλέπω, ξέρω ότι υπάρχει.
Καθισμένος στην καρέκλα μου, τους παρατηρώ και, όταν κοιμάμαι, τους ονειρεύομαι. Είναι πάντα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω αν είμαι καλύτερος ή χειρότερος, μπορεί να είμαι μία από τα ίδια. Ίσως είμαι δειλός, ίσως φοβάμαι να γίνω σαν και αυτούς και να προσπαθήσω. Μπορεί εκείνοι να τολμούν να κάνουν κάτι, έστω και αν είναι λάθος. Καμιά φορά σκέφτομαι πώς θα ένιωθα, αν ανέβαινα, αν κατάφερνα να φτάσω ψηλά και όλοι από κάτω να με χειροκροτούν. Θα απολάμβανα θαυμασμό, θα είχα την αποδοχή τους, θα ένιωθα μέλος της ομάδας τους και ότι δεν είμαι ο γερο-Γιάτσεκ που κάθεται μόνος του, παράξενος, παρατηρώντας απλώς τους άλλους».
Το πρόσωπό του πήρε μια περίεργη λάμψη. Η Ανταριασμένη ανατρίχιασε. Νόμιζε ότι όλα ήταν ξεκάθαρα, άσπρο-μαύρο στο συγκεκριμένο θέμα, όμως η έκφραση που είχε ο Γιάτσεκ την κλόνισε.
«Ανταριασμένη, θέλεις να γίνεις σαν εμένα;» τη ρώτησε ξαφνικά ο παππούς Γιάτσεκ. «Θέλεις να φτάσεις στην ηλικία μου με την απορία μέσα σου, παρόλο που επιφανειακά δείχνεις να γνωρίζεις το σωστό;»
Ένα ψυχρό αεράκι διαπέρασε όλο της το σώμα. Τα μάτια της θόλωσαν για λίγο, σαν να είχε κάνει κάτι κακό και να τη μάλωνε κάποιος, όχι αυστηρά και με φωνές, αλλά με ήσυχα και, ταυτοχρόνως, βαριά λόγια.
Λόγια που έπεσαν πάνω της σαν ένα παγωμένο χέρι. Γύρισε με απελπισία προς τους αναρριχητές και το πλήθος. Αισθάνθηκε διαφορετικά, απορημένη. Μήπως έκανε λάθος; Τέτοιο ενδεχόμενο δεν της είχε περάσει ποτέ μέχρι τώρα από το μυαλό. Έβρισκε πιο εύκολο να θεωρεί τη δική της άποψη απόλυτα σωστή και των άλλων απόλυτα λανθασμένη. Τώρα όλα άρχισαν να μοιάζουν διαφορετικά και συνάμα πιο δύσκολα.
3. Ιστορίες μιας φάλαινας
Ο φιλόσοφος γλάρος άραξε στο λιμάνι ρεμβάζοντας. Φυσούσε ένα δροσερό αεράκι, ο ήλιος έλαμπε, ενώ ο κόσμος πηγαινοερχόταν στις δουλειές του. Είχε πολύ γούστο να τους χαζεύει, του άρεσε πολύ. Δεν ήταν αργόσχολος, αλλά παρατηρητής, έτσι άλλωστε είχε αποκτήσει σοφία. Απολάμβανε να παρατηρεί τους άλλους, μάθαινε πολλά, ήξερε τι να αποφεύγει, και κατά κάποιον τρόπο απέφευγε τα πάντα, αφού ζούσε μέσα από τους άλλους, κάτι που τον έκανε να νιώθει ασφαλής. Τα πράγματα ήταν λίγο πολύ απλά, σκεφτόταν. Όταν υπήρχε κάτι να δει, καθόταν σε ένα μέρος, αλλιώς έφευγε. Πετούσε πάνω από θάλασσες, από στέγες, από ανθρώπους, όσο το δυνατόν πιο μακριά, κάτι που τον έκανε να νιώθει όμορφα. Μια μέρα, λοιπόν, που βόλταρε πάνω από μία θάλασσα, διέκρινε ξαφνικά στην επιφάνειά της μια μεγάλη γκρίζα κηλίδα.
«Τι να είναι άραγε;» αναρωτήθηκε. «Μήπως κάποιο κήτος;»
Κατέβηκε πιο χαμηλά για να δει καλύτερα. Φοβόταν, αλλά η περιέργεια νίκησε τον φόβο του. Πλησίασε σιγά-σιγά και τότε συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για μια μεγάλη φάλαινα.
Πρέπει να πούμε εδώ ότι η λέξη μεγάλη δεν συνιστά πλεονασμό. Είναι γνωστό ότι οι φάλαινες είναι μεγάλες, αλλά η συγκεκριμένη φαινόταν απέραντη, σαν ένα ατελείωτο χωριό.
Ο γλάρος συγκλονίστηκε, χτυπούσε τα φτερά του πάνω-κάτω πολύ γρήγορα με κομμένη την ανάσα. Να κάτι που δεν είχε ξαναδεί, να κάτι παράξενο και αξιοπρόσεχτο, που θα είχε να θυμάται για καιρό και να το διηγείται σε όποιον είχε όρεξη να τον ακούσει. Χωρίς να χάσει χρόνο, έκανε βόλτες από πάνω της για να την περιεργαστεί, μην τυχόν και
βυθιζόταν στη θάλασσα και την έχανε. Τέτοιες ευκαιρίες δεν έπρεπε να μένουν ανεκμετάλλευτες. Μάλιστα, πάνω στον ενθουσιασμό του, τόλμησε να χαμηλώσει κι άλλο και να την αγγίξει ελαφρά για να βεβαιωθεί ότι ήταν αληθινή.
Μια βαθιά, υπόκωφη φωνή ακούστηκε τότε, σαν να έβγαινε από τα βάθη της θάλασσας. Έμοιαζε να ζορίζεται, σαν να δυσκολευόταν να μιλήσει.
«Γλάρε, πώς και με πλησίασες;»
Ο γλάρος σάστισε για λίγο, ωστόσο συνήλθε γρήγορα. Δεν έπρεπε να σιωπήσει. Πότε θα είχε ξανά την ευκαιρία να μιλήσει με μια πελώρια φάλαινα; Δύσκολα θα συναντούσε πάλι τέτοιο πλάσμα.
«Γεια σου, φάλαινα» είπε. «Μου φάνηκες κάτι παράξενο, αρχικά δεν είχα καταλάβει τι είσαι».
«Και τώρα που κατάλαβες, θα φύγεις;» ρώτησε η φάλαινα με ένα ίχνος λύπης στη φωνή της.
«Όχι» απάντησε ο γλάρος. «Γιατί να φύγω; Πότε θα ξαναβρώ την ευκαιρία να μιλήσω με ένα πλάσμα σαν και σένα;»
Η φάλαινα χαμογέλασε θλιμμένα, σαν να είχε ξεχάσει πώς είναι να χαμογελάει κανείς.
«Δεν με φοβάσαι, γλάρε;» ρώτησε ντροπαλά.
«Σε φοβάμαι, αλλά η περιέργειά μου είναι μεγαλύτερη. Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα, να μου διηγηθείς οτιδήποτε σου έχει κάνει εντύπωση. Θα έχεις δει πολλά, φαντάζομαι, θα έχεις τόσες ιστορίες να πεις...»
«Γλάρε», είπε σιγανά η φάλαινα, «πολλά έχουν δει τα μάτια μου μέσα στο νερό, αλλά και έξω από αυτό».
«Έξω από το νερό; Τι εννοείς;»
«Έχω ακούσει τι λένε οι ναύτες στα καράβια, τα βράδια όταν έχουν βάρδια. Πλευρίζω τα καράβια στο σκοτάδι, όσο πιο αθόρυβα μπορώ, και ακούω τα τραγούδια και τους μονολόγους τους. Μιλάνε μόνοι τους για να σπάσουν τη μοναξιά τους, ή γιατί έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν
δυνατά, χωρίς να τους ακούσει άλλος άνθρωπος, έτσι ώστε τα λόγια τους να χαθούν στη θάλασσα. Δεν σου έχει τύχει, όταν πετάς πάνω από θάλασσες, να συναντήσεις κουβέντες, λέξεις ή κραυγές και να μην ξέρεις από πού ήρθαν;»
Ο γλάρος έμεινε για λίγο σκεπτικός. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Μια ανάμνηση του έκανε νόημα μέσα από τα βάθη του μυαλού του. Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, ταξίδευε πάνω από τη θάλασσα της Ησυχίας.
Στο ν τόπο εκείνον, δεν ακουγόταν τίποτα, επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
Έκλεινε τα μάτια του και προσπαθούσε να ρουφήξει την απόλυτη απουσία ήχου. Το είχε ανάγκη, αφού ήταν στραπατσαρισμένος. Το φτέρωμά του δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση, αν και παρουσίαζε μερικά σημάδια βελτίωσης. Δεν ήθελε να σκέφτεται καθόλου πώς ήταν πρωτύτερα. Γενικά δεν ήθελε να σκέφτεται...
Όπως πετούσε, προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του από τις σκέψει ς που τον ταλαιπωρούσαν, άκουσε φωνές, σαν ουρλιαχτά. Τέντωσε τα αυτιά του για να ακούσει καλύτερα, αν και δεν χρειάστηκε. Ο ήχος τον είχε αναζητήσει και πλέον άκουγε τα ουρλιαχτά ενός ανθρώπου, που έβλεπε μπροστά του μια ανείπωτη φρίκη. Ο γλάρος σοκαρίστηκε.
Χτύπησε τα φτερά του, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και απομακρύνθηκε.
Ευτυχώς, ο ήχος έσβησε σύντομα.
«Ναι», αποκρίθηκε στη φάλαινα αναστατωμένος, «όντως μου έχει συμβεί». Χωρίς να ξέρει και ο ίδιος γιατί, απέφυγε να της εξηγήσει.
«Εσύ, φαντάζομαι θα έχεις συναντήσει όλων των ειδών τις θάλασσες.
Πες μου ιστορίες, φάλαινα. Το έχω ανάγκη».
Η φάλαινα έγνεψε χαμογελώντας δειλά και άρχισε να διηγείται με βαθιά ήρεμη φωνή...
Περισσότερα στις σελίδες του βιβλίου.
Επίσης, θα διατεθεί από το περίπτερο των εκδόσεων Λυκόφως (Β19) στο
Fantasticon 2016, που θα γίνει την 1η και 2 Οκτωβρίου στην
Ελληνοαμερικανική Ένωση, Μασσαλίας 22, στο κέντρο της Αθήνας.
Πηγή κειμένου και εξωφύλλου του βιβλίου: H Ανταριασμένη, οι φίλοι και τα κτήρια-Κωνσταντίνα Κοράκη, εκδόσεις Λυκόφως.
Εξώφυλλο και εσωτερικό art work: Αλέξανδρος Κοράκης.
Για το BOOK TOUR, Θεοφάνης Θεοφάνους.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη