«Διάττοντες» αυτοβιογραφικό αφήγημα του Δημήτρη Μπούκουρα από τις «μικρές εκδόσεις»
«Αυτή η ιστορία δεν είναι παραμύθι. Είναι αληθινή, και είναι ένα μνημόσυνο σε ένα μοναδικό άνθρωπο που βρέθηκε την κατάλληλη ώρα στον κατάλληλο χώρο. Εκεί που τα τραγικά γεγονότα ήρθαν να τον ανεβάσουν και να τον οδηγήσουν στα απώτατα όρια της θυσίας. Εκεί που η δική του ζωή έγινε ζωή για τους άλλους.»
Έτσι ξεκινά ο Δημήτρης Μπούκουρας την αφήγηση της ζωής του κάνοντας την απαραίτητη διευκρίνιση στην αρχή, πως δηλαδή όλα αυτά που θα ακούσουμε είναι αληθινά. Πράγματι, χωρίς ίχνος μυθοπλασίας θα ξεδιπλώσει τα γεγονότα με μια γλώσσα τόσο ζωντανή και με μια ιδιαίτερη αφηγηματική ικανότητα, που θα είναι σαν να ακούμε δια ζώσης την ιστορία του και να ξεχνάμε ότι όλα αυτά είναι λέξεις γραμμένες σε χαρτί.
Μια ιστορία αληθινή. Απ’ αυτές που ακούς ή διαβάζεις και νομίζεις ότι κρύβεται πίσω τους μια περίτεχνη μυθοπλασία. Γιατί ξεχνάς πως η ζωή ξέρει να φτιάχνει τα πιο περίεργα σενάρια και να ξαφνιάζει με τις ανατροπές της. Μια αφήγηση που ξεκινά λίγο πριν τον πόλεμο του ’40 και διατρέχει τη ζωή των ηρώων παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα για πάνω από τρεις δεκαετίες. Ο αφηγητής, το κύριο πρόσωπο της ιστορίας αυτής, με όσα πρόσωπα και γεγονότα διατήρησε στη μνήμη του, συνθέτει την εικόνα μιας ζωής μοναδικά φωτισμένης από την παρουσία εκείνων των ξεχωριστών ανθρώπων που σαν διάττοντες πέρασαν, έλαμψαν και χάθηκαν. Με μια γραφή συγκινητική αλλά και χιουμοριστική, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τα γυρίσματα της μοίρας, το βιβλίο αυτό είναι μια κατάθεση ψυχής στη μνήμη τους.
Αυτά τα πρόσωπα, οι διάττοντες, όπως τους θέλει ο συγγραφέας, Η αδικοχαμένη μητέρα του Αγγελικούλα, ο απών πατέρας Θόδωρας, οι πανταχού παρούσες θείες, οι πάντοτε προστρέχοντες γείτονες, εντέλει περισσότερο από όλους ο θείος Χρήστος, ο καμπούρης, αυτός ο καλός δαίμονας του μικρού Δημητράκη, που θα αναλάβει το ορφανό και θα το μεγαλώσει με όλη τη στοργή και τη φροντίδα που στερήθηκε από ένα κακό γύρισμα της μοίρας.
«Μετά από όλα αυτά, οι φίλοι και οι συγγενείς, έπιασαν τον Χρήστο και προσπάθησαν να του δώσουν να καταλάβει πως δεν θα ήταν εύκολο να μεγαλώσει μόνος του ένα μωρό παιδί. Το καλύτερο θα ήταν να το εμπιστευθεί σε κάνα ορφανοτροφείο. Ορφανοτροφείο! Πάλι αυτή η απαίσια λέξη. Η απάντηση ήταν άμεση: “Τι λέτε, βρε, που θα κλείσω τον Δημητράκη στο ορφανοτροφείο!”»
Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι το υλικό του συγγραφέα (εδώ καλύτερα να μιλάμε για υλικό ζωής) φέρει αναπόφευκτα κι ένα βάρος συναισθηματικό, οπότε θα ήταν αναμενόμενη και μια γραφή φορτισμένη από συγκίνηση. Ωστόσο, ο Δημήτρης Μπούκουρας αποφεύγει αυτό το περιττό φορτίο, ακολουθώντας τη συγγραφική εκδοχή πολλών δόκιμων συγγραφέων που αφήνουν το κείμενο να μιλήσει μέσα από τα γεγονότα του, που όσο περισσότερο τραγικά είναι τόσο πιο άμεσα επικοινωνούν με τον αναγνώστη, χωρίς πρόσθετη λεκτική συγκίνηση. Με δυο λόγια, αν τα γεγονότα κλαίνε, δεν χρειάζεται να κλαίνε και οι λέξεις. Σοφή επιλογή.
«Έφτασε στο σπίτι, μπήκε μέσα και διέσχισε την αυλή. Βρίσκει ένα αγοράκι να κάθεται στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο χαγιάτι.
“Γεια σου! Μήπως σε λένε Δημητράκη;” ρώτησε.
Ο μικρός τον κοίταξε κι έγνεψε με το κεφάλι καταφατικά.
“Πού είναι η μαμά σου;”
“Τη σκότωσαν”
Στον μικρό είχαν πει την αλήθεια. Ότι δηλαδή τη μαμά του την είχαν σκοτώσει. Τριών χρονών παιδί κι έτσι απλά, ωμά, του είχαν πει την αλήθεια. Έτσι γινόταν τότε. Ο κόσμος που ζούσε μέσα σε τόσα βάσανα, που είχε ζήσει τέτοιες τραγωδίες, είχε γίνει σκληρός κι έλεγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτή η ταχτική να ήταν καλύτερη, να προσγείωνε τον μικρό στη σκληρή πραγματικότητα και να τον προετοίμαζε για τους αγώνες της ζωής που τον περίμεναν στη γωνία.»
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφορά την εξιστόρηση των παιδικών χρόνων του Δημητράκη, εύστοχα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, σαν μια ιστορία που μεταφέρθηκε από τους άλλους, αφού το μικρό παιδί ελάχιστα από αυτά θα μπορούσε να διατηρήσει στη μνήμη του.
Ωστόσο κάποια ψήγματα εικόνων και λέξεων έρχονται κατευθείαν από τον ίδιο τον Δημήτρη, που ως ενήλικας πια διαπιστώνει πως η παιδική μνήμη μπορεί να αναδειχθεί πανίσχυρη, ιδίως αν τα γεγονότα είναι τέτοιου συναισθηματικού βάρους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου την αφήγηση αναλαμβάνει ο ώριμος πια Δημήτρης για να μας παρουσιάσει τα μαθητικά του χρόνια, τη στρατιωτική του ζωή, την καριέρα του στη δημοσιογραφία και αλλού, με αρκετή δόση χιούμορ όλα αυτά, μια που η ζωή ξέρει και να βγάζει γέλιο με τα γυρίσματά της. Άλλωστε, όποιος αρκετά παιδεύτηκε αντιλαμβάνεται και την άλλη όψη των πραγμάτων που, ως άλλη εκδοχή του τραγικού, αφήνει χώρο για τον αυτοσαρκασμό.
Παράλληλα μας μεταφέρει τον απόηχο των συνταρακτικών γεγονότων της εποχής, κυπριακή κρίση, δολοφονία του Λαμπράκη και του Πέτρουλα, ανένδοτο αγώνα, χούντα, μεταπολίτευση. Έτσι μοιάζει τα γεγονότα τα πολιτικά με τη συνακόλουθη διαμόρφωση του κοινωνικού πλαισίου να γράφουν πάνω στα σημαντικά δικά του προσωπικά βήματα, δίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια πλήρη εικόνα της εποχής. Σημαντικό αυτό το τελευταίο, καθόσον σε ανάλογα αυτοβιογραφικά αφηγήματα δεν δίνεται τόση προσοχή στην ιστορική διάσταση της δημόσια ζωής, που διαμορφώνει εν πολλοίς την προσωπική ζωή του γράφοντος. Εδώ είναι ξεκάθαρη η διαλεκτική σχέση των δύο αυτών παραμέτρων. Ο μικρόκοσμος του Δημήτρη ενταγμένος μέσα στην ιστορία της χώρας και στις πολιτικές αλλά και κοινωνικές αλλαγές, στις οποίες ο ίδιος μετέχει ως ζωντανός και δραστήριος πολίτης πια.
Δεν ήταν μια εύκολη ζωή, ούτε στα παιδικά αλλά ούτε και στα μετέπειτα χρόνια αυτή που μας αφηγείται ο Δημήτρης Μπούκουρας.
«Πήρα τα πράγματά μου που τα είχα μαζέψει στον Γιώργο. Μια βαλίτσα με τα ρούχα μου, ένα ράντσο, ένα ξύλινο τραπεζάκι πτυσσόμενο, το κουτί που φύλαγα παλιά ενθυμήματα κι ένα φάκελο με τα διάφορα γραπτά μου από τον στρατό, και τα μετέφερα στο γιαπί. Ήταν Φλεβάρης. Από τους πιο κρύους χειμώνες που θυμόμουν. Διάλεξα ένα χώρο του γιαπιού που, λόγω του μικρού του όγκου αλλά και του προσανατολισμού του, θα έπρεπε να είναι λιγότερο ευάλωτος στο κρύο. Το μπάνιο. Κουφώματα δεν είχε ακόμη η οικοδομή. Κάρφωσα στο άνοιγμα του παραθύρου ένα κόντρα πλακέ, κι άρχισα να κλείνω, με τη βοήθεια ενός σκαρπέλου, όσες χαραμάδες υπήρχαν με στριμμένο χαρτί. Κάτι σαν καλαφάτισμα βάρκας δηλαδή.»
Και την αφηγείται με μια αμεσότητα ύφους και γλώσσας που σε καθηλώνουν στην ανάγνωση. Επιπλέον κατανοείς απολύτως τι έκανε τον Δημήτρη να καταγράψει όλη αυτή τη συναρπαστική ιστορία και να τη μοιραστεί μαζί μας. Το θεώρησε κάποια στιγμή προσωπική ανάγκη, καθόσον μια τόσο γεμάτη ζωή νιώθεις πως πρέπει να την κρατήσεις στη μνήμη και τη δική σου αλλά και των άλλων, αλλά και χρέος του προς τους ανθρώπους που διασταυρώθηκαν μαζί του και καθόρισαν την πορεία της. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον, πλην των άλλων που ήδη αναφέρθηκαν, στο βιβλίο αυτό. Η μνεία όλων αυτών των προσώπων. Νιώθεις διαβάζοντας πως αξίζει να παραμείνουν στη θύμηση όχι μόνον του συγγραφέα αλλά και των αναγνωστών μέσα από αυτές τις τυπωμένες τώρα αναμνήσεις. Και το κατορθώνουν αυτό με τη συγγραφική δεινότητα του συγγραφέα. Δεν είναι εύκολο να ξεχάσεις τη φιγούρα του “Σαραντάπορου”
«Στην αυλή εκείνη, δέσποζε ο κυρ Κώστας, ο “Σαραντάπορος”. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος γύρω στα 60, που στα παιδικά του μάτια φάνταζε φοβερός και τρομερός. Γιατί όντως ήταν πολύ άγριος. Έβριζε τη γυναίκα του “μαγκούφα, πόρνη, άχρηστη” και τα παιδιά του με διάφορα κοσμητικά επίθετα. Τρωγόταν με όλους και με όλα. Σκληρός άνθρωπος. Τον Χρήστο, τον νοικάρη του, τον φώναζε “καμπούρη”. Τον Δημητράκη, “το ορφανό”.»
Ή τον Χρήστο, τον “Τίτο”, όπως τον φώναζε το μικρό παιδί, και στον οποίο αφιερώνεται και το βιβλίο, «Στον θείο μου τον Τίτο».
Ευτύχησε το κείμενο του Δημήτρη Μπούκουρα να συναντηθεί με τη συγκεκριμένη έκδοση, προσεγμένη ως τη λεπτομέρεια, με υψηλή αισθητική, πράγματα που συναντάς σε λίγους πια εκδότες. Στο εξώφυλλο ένα παιχνίδι:
«Ήταν το παιχνίδι της μιας φοράς, όπως εύστοχα θα μπορούσε να ονομαστεί. Ήταν το ελικόπτερο, ένα στριφογυριστό σύρμα, που με τον κατάλληλο χειρισμό έδινε κίνηση σε ένα τσιγκάκι σε σχήμα έλικας και το εκτόξευε ψηλά. Μόλις αυτό ανέβαινε στα δέκα μέτρα, το έπαιρνε ο αέρας και το οδηγούσε κατευθείαν στα κεραμίδια.»
Η παιδική μνήμη κράτησε μέσα της την άδοξη αυτή πτήση, μαγεμένη από τη λαχτάρα του παιχνιδιού, που έπαιρνε τη μορφή ενός τόσο ταπεινού αντικειμένου, και που χανόταν τόσο θεαματικά μπροστά στα μάτια των μικρών χειριστών. Τι καλύτερο θα μπορούσε να μπει στο εξώφυλλο; Διάττοντες στα χέρια των παιδιών. Συμβολικά όλοι αυτοί οι άλλοι διάττοντες που έλαμψαν στη ζωή του Δημήτρη.
Για το BOOK TOUR, Διώνη Δημητριάδου.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη