Δ ι ά θ λ α σ η (Κωνσταντίνα Κοράκη VS Εύη Ρούτουλα)
Μια σειρά συνομιλιών γύρω από το βιβλίο με συγγραφείς, αναγνώστες και δημιουργούς με την ελπίδα ότι θα προκύψει κάτι, έστω και ελάχιστα, διαφορετικό. Ας μιλήσουμε με τη συγγραφέα Εύη Ρούτουλα.
Εύη, γιατί διαβάζουμε;
Διαβάζουμε γιατί είναι εσωτερική μας ανάγκη, για να μάθουμε νέα πράγματα, για να ψυχαγωγηθούμε, για να αισθανθούμε ότι βρισκόμαστε στην άλλη άκρη του κόσμου την ίδια στιγμή που είμαστε στην κρεβατοκάμαρά μας, για να ζήσουμε ανώδυνα και εύκολα την μεγάλη περιπέτεια και τον ατέρμονο έρωτα, για να βιώσουμε τα ρίσκα ενός κατασκόπου και να νιώσουμε ότι είμαστε νεράιδες και μάγοι. Για όλους αυτούς τους λόγους και ίσως για δεκάδες άλλους.
Πολλοί άνθρωποι προτιμούν άλλες μορφές ψυχαγωγίας. Πιστεύεις ότι το διάβασμα δεν είναι για όλους ή ότι απλώς δεν έτυχε να επιλέξουν το κατάλληλο βιβλίο;
Φυσικά ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικά χόμπι και διαφορετικές μορφές διασκέδασης. Αλλά πιστεύω ότι τα βιβλία απευθύνονται λίγο-πολύ σε όλους. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει πάντα η κατάλληλη παιδεία, η ανάγνωση βιβλίων είναι μια απασχόληση που καλλιεργείται στα παιδιά από τους ίδιους τους γονείς και το οικείο περιβάλλον τους, τα παιδιά μιμούνται τους ενήλικες, όταν ζουν σε ένα σπίτι που δεν υπάρχουν βιβλία και όταν το διάβασμα είναι ξένο προς αυτά, είναι πολύ δύσκολο αργότερα να αγαπήσουν τα βιβλία. Πρόσφατα είδα στο facebook ανάρτηση γνωστού μου που καμάρωνε επειδή διαβάζει μόνο παιδικά περιοδικά με σκίτσα. Δεν το κατηγορώ, λατρεύω το σκίτσο και λατρεύω όλα τα παιδικά βιβλία, απλά μου κάνει μεγάλη εντύπωση επειδή περηφανεύεται γι' αυτό.
Πώς ξεκίνησες να διαβάζεις; Από μόνη σου ή είχες κάποια «πίεση» απ' το σχολείο και την οικογένεια; Ακούω συχνά παράπονα από γνωστούς που λένε ότι «μίσησαν» το διάβασμα εξαιτίας του σχολείου.
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Και οι δύο γονείς μου διάβαζαν βιβλία όλων των ειδών. Ο πατέρας μου είχε προτίμηση στο ιστορικό μυθιστόρημα και στους κλασικούς συγγραφείς. Η μητέρα μου στην ποίηση και στη ρομαντική λογοτεχνία του τύπου της Τζέιν Ώστεν και των αδελφών Μπροντέ. Φίλος της οικογένειας της μητέρας μου υπήρξε ο μεγάλος λογοτέχνης Διονύσης Ρώμας, τον οποίον είχα την τύχη να γνωρίσω ως παιδί στην Ζάκυνθο. Οπότε για μένα ο δρόμος της λογοτεχνίας ήταν πανέτοιμος από πολύ νεαρή ηλικία. Εγώ ήμουν αυτή που ασκούσα πίεση στην οικογένειά μου: η πίεση ήταν να μου αγοράζουν πιο πολλά βιβλία!
Ο όρος «παραλογοτεχνία» ισχύει στις μέρες μας;
Καταλαβαίνω απόλυτα την ερώτηση, αλλά εγώ προσωπικά διστάζω να βάλω τίτλους στα βιβλία, δεν θεωρώ ότι είμαι ικανή να χαρακτηρίσω ένα βιβλίο λογοτεχνία και ένα άλλο παραλογοτεχνία. Όλα τα βιβλία έχουν κάτι να δώσουν στον κάθε αναγνώστη. Και προτιμώ χίλιες φορές να διαβάζει κάποιος έστω κι ένα ανάγνωσμα που δεν έχει την καταξίωση των βραβείων Πούλιτζερ και των Νομπέλ, παρά να βλέπει σήριαλ και τηλεπαιχνίδια.
Θα έγραφες ποτέ με ψευδώνυμο;
Δεν νομίζω ότι θα υπήρχε τέτοια ανάγκη, γενικά ότι κάνω στην ζωή μου το κάνω επώνυμα. Αν και ίσως θα έπρεπε να το σκεφτώ γιατί σε πολλά διηγήματά μου αναφέρομαι σε πρόσωπα και καταστάσεις που έχω βιώσει!
Γιατί ορισμένα βιβλία μένουν στον χρόνο; Τι χαρακτηριστικά έχουν;
Κατά τη γνώμη μου ο ορισμός του κλασικού είναι η διαχρονικότητα. Ο Σαίξπηρ παραδείγματος χάριν έγραψε τα θεατρικά του έργα πριν πεντακόσια χρόνια και παίζονται ακόμα σε όλον τον κόσμο, ο βάρδος μας έμεινε κλασικός γιατί αναφέρεται σε καταστάσεις που ακόμα αιχμαλωτίζουν το ενδιαφέρον του κόσμου: έρωτας, πόλεμος, οικογενειακές σχέσεις, φιλία, ζήλια. Όλα αυτά είναι ζητήματα αιώνια και διαχρονικά.
Ξέρω ότι έχεις διαβάσει πολλά βιβλία κλασικής λογοτεχνίας. Θέλεις να μας προτείνεις τα πιο σημαντικά για σένα;
Θα αναγκαστώ να πω πολλά: όλη η ρώσικη, κλασική λογοτεχνία. Τολστόι ( Άννα Καρένινα, Πόλεμος και Ειρήνη) , Ντοστογιέφσκι ( Ο Ηλίθιος, Αδελφοί Καραμάζωφ, Έγκλημα και Τιμωρία), Πούσκιν ( Ευγένιος Ονέγκιν, προσπαθήστε να βρείτε την ποιητική έκδοσή του και όχι το πεζό κείμενο), Τουργκένιεφ ( Πατέρες και γιοι), Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ( Σύννεφο με παντελόνια), Ιβάν Γκοντσάροφ ( Ομπλόμοφ), Τσέχοφ ( τα άπαντα! Αξίζει κανείς να διαβάσει ακόμα και τις νουβέλες του που δεν έγιναν ποτέ τόσο γνωστές), Μαξίμ Γκόρκι ( Τα παιδικά χρόνια, ξεχάστε λίγο τον κουμουνισμό που τον επηρέασε και διαβάστε τον). Μετά έχουμε τους μεγάλους Αμερικανούς με πρώτον και καλύτερο τον Χέρμαν Μέλβιλ ( φυσικά εδώ έχουμε τον Μόμπι Ντικ!), Έρνεστ Χέμινγουει ( τα άπαντα!), Τζακ Λόντον ( Σιδερένια φτέρνα, Μάρτιν Ήντεν, Το Κάλεσμα της άγριας φύσης, Ο Θαλασσόλυκος), Τζακ Κέρουακ ( Στο Δρόμο, Οι αλήτες του Ντάρμα) και φυσικά τους θεατρικούς συγγραφείς Τενεσί Ουίλιαμς και Ο Νηλ. Από τους Γάλλους τον Εμίλ Ζολά φυσικά ( Κατηγορώ, που αναφέρεται στην δίκη του Ντρέιφους, Νανά), Γκυ Ντε Μωπασάν ( Ο φιλαράκος), Φλωμπέρ ( Μαντάμ Μποβαρύ). Από Έλληνες πρώτα από όλα ο Καραγάτσης ( Σέργιος και Βάκχος, η τριλογία του κοτσάμπαση, Γιούγκερμαν, Λιάπκιν), Τερζάκης ( Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ), Βενέζης ( Αιολική γη, Γαλήνη, Το Νούμερο 31328), Καζαντζάκης ( Ζορμπάς, Ο Καπετάν Μιχάλης). Ξεχωριστή περίπτωση είναι ο Κολομβιανός Μαρκές και τα Εκατό χρόνια μοναξιάς, αριστουργηματικό βιβλίο. Άφησα τελευταίους τους Άγγλους. Φυσικά τα άπαντα του Ντίκενς, ο Γουίλκι Κόλινς ( Αρμαντέιλ, Φεγγαρόπετρα, η γυναίκα με τα άσπρα), οι αδελφές Μπροντέ ( Ανεμοδαρμένα ύψη, Τζέην Έυρ), Κόναν Ντόυλ ( οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς), Τόμας Χάρντι ( Τζουντ ο αφανής), Άγκαθα Κρίστι ( Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές, Δέκα μικροί νέγροι). Είμαι σίγουρη ότι έχω ξεχάσει πάρα πολλούς.
(Σημείωση αρθρογράφου: Θα διαβάσω οπωσδήποτε κάποια από όλα αυτά!)
Αγαπάς ιδιαιτέρως τον Κάρολο Ντίκενς. Έχουμε συζητήσει κιόλας παλιότερα γιατί στην Ελλάδα θεωρείται συγγραφέας για παιδιά. Ποια είναι η γνώμη σου;
Ο Κάρολος Ντίκενς είναι ο πλέον αγαπημένος μου συγγραφέας. Δυστυχώς στην Ελλάδα είναι όντως παρεξηγημένος, δικαιολογημένα λίγο ίσως επειδή οι περισσότερες μεταφράσεις των βιβλίων του είναι πετσοκομμένες: έχουν πάρει κάποια έργα του που απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες και τα έχουν μετατρέψει σε παιδικά, δεν είναι ακριβείς μεταφράσεις αλλά επιλογή συγκεκριμένων αποσπασμάτων και μεταφορά τους σε «παιδική λογοτεχνία». Δυστυχώς πολλά αξιόλογα έργα του Ντίκενς δεν μεταφράστηκαν ποτέ στην ελληνική και τα περισσότερα που μεταφράστηκαν με τον τρόπο που αποδόθηκαν, δεν μετέφεραν το πραγματικό πνεύμα των έργων του. Θα αναφέρω ως παράδειγμα τον Όλιβερ Τουίστ, είναι ένα έργο-γροθιά στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην εργασιακή εκμετάλλευση των ανηλίκων στην Βικτωριανή Βρετανία. Ο μικρός Όλιβερ είναι στο ορφανοτροφείο και κυριολεκτικά πεινάει. Ζητάει με αφέλεια περισσότερο φαγητό και αντί γι' αυτό δέχεται (επειδή ήταν αναιδής!) ένα γερό ξυλοκόπημα. Λίγο αργότερα, στο ίδιο έργο βλέπουμε έναν μαστροπό να σκοτώνει την πόρνη, που εκμεταλλεύεται, και τον σκύλο του. Μόνο μια αρρωστημένη φαντασία μπορεί να χαρακτηρίσει αυτό το μυθιστόρημα «παιδικό»! Ένα από τα λίγα έργα του Ντίκενς που έχουν μεταφραστεί στην ελληνική και δεν έχει υποστεί τόσο μεγάλη κακοποίηση είναι «Η Ιστορία δύο πόλεων».
Διάβασα ότι ο Ντίκενς έζησε μια δύσκολη ζωή και ότι στα 15 του εργάστηκε σ' ένα εργοστάσιο με βερνίκια, γεγονός που επηρέασε το έργο του. Πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η ζωή ενός συγγραφέα για το έργο του;
Ο πατέρας του Ντίκενς ήταν ιδιαίτερα σπάταλος και κατέληξε σε φυλακή για χρέη ( άλλο ένα «θαύμα»της βικτωριανής Αγγλίας!) Ο μικρός Ντίκενς όντως εργάστηκε από πολύ νεαρή ηλικία σε εργοστάσιο βερνικιών, γεγονός που τον στιγμάτισε. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα σχεδόν τα έργα του υπάρχει η κοινωνική αδικία, ο κατατρεγμός των ανηλίκων και γενικά των πιο αδύναμων ατόμων ( γυναικών, φυλακισμένων κλπ). Ο κάθε συγγραφέας θέλοντας και μη, ακόμα και ασυνείδητα, μέσα από τα έργα του βιώνει ξανά αυτά που έχει ζήσει, αυτά τα γεγονότα που τον έχουν προβληματίσει για τον οποιοδήποτε λόγο. Είναι ανθρώπινο: η Άγκαθα Κρίστι στα αστυνομικά της έργα χρησιμοποιεί πολύ τα δηλητήρια, επειδή εργάστηκε σε φαρμακείο και ήξερε τη σύστασή τους, ο Τζον Λε Καρέ περιγράφει κατασκοπικές περιπέτειες επειδή είχε ο ίδιος δουλέψει ως μυστικός πράκτορας, ο Τζον Γκρίσαμ γράφει δικαστικά δράματα επειδή υπήρξε δικηγόρος, ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει υπέροχα την χαρτοπαιξία στον Παίκτη, επειδή ήταν ο ίδιος χαρτοπαίκτης.
Θέλεις να μας προτείνεις κάποιο έργο του Ντίκενς;
Η Ιστορία δύο πόλεων που αναφέρεται στην Γαλλική επανάσταση, ένα από τα καλύτερα βιβλία όλων των εποχών, το έχω διαβάσει δύο φορές, το έχω δει στο θέατρο πολλές φορές, έχω δει την κινηματογραφική διασκευή του, όσες φορές το διαβάζω ή το βλέπω, κλαίω σαν μικρό παιδί στο τέλος.
Μια άλλη αγαπημένη σου συγγραφέας είναι η Ιζαμπέλ Αλιέντε. Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή;
Η καλύτερη πρέσβειρα της Χιλής είναι η Ιζαμπέλ Αλιέντε. Είναι ο τρόπος της που μεταδίδει τη ζωή στη Χιλή κατά την περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ και την ανατροπή του θείου της, του Σαλβαντόρ Αλιέντε. Είναι ο μαγικός τρόπος της που μεταδίδει την ιστορία της Χιλής από τους κονκισταδόρες έως σήμερα. Είναι ο τρόπος της που περιγράφει την αρρώστια και τον θάνατο της κόρης της στο «Πάουλα». Είναι η ευαισθησία της που αναδεικνύεται στην τριλογία των εφηβικών μυθιστορημάτων που έχει γράψει. Δεν την ανέφερα πριν στους κλασικούς επειδή είναι ακόμα εν ζωή και υποτίθεται ότι για να χαρακτηριστεί κάποιος κλασικός πρέπει να έχουν περάσει κάποια χρόνια από το θάνατό του, διαφορετικά πιστεύω ότι είναι από τα πολύ δυνατά χαρτιά της Λατινικής Αμερικής.
Έχεις κάνει πολλά ταξίδια και έχεις ζήσει στο Λονδίνο για κάποιο διάστημα. Μάλιστα, έχεις γράψει μια σειρά από διηγήματα εμπνευσμένα από το μετρό του Λονδίνου, καθώς και τον ιστορικό ταξιδιωτικό οδηγό αυτής της πόλης. Τι σ' έκανε να αγαπήσεις αυτή την πόλη; Οι άνθρωποι ή η ίδια η πόλη και ο τρόπος ζωής;
Υπάρχει ένας μαγικός τρόπος που μας τραβάει σε συγκεκριμένα μέρη, είναι δύσκολο να εξηγήσεις τι ακριβώς σε τράβηξε σε μια πόλη, σε ένα ακρογιάλι, σε ένα χωριουδάκι. Καμιά φορά δεν ξέρεις ούτε εσύ ο ίδιος. Αγαπώ τους Άγγλους για την νοοτροπία τους, τους τρόπους τους, την επίπλαστη ευγένειά τους, τους αγαπώ επειδή είναι νησιώτες και έχουν τα υπέρ όλων των νησιωτών. Αγαπώ την πόλη γιατί είναι το πλέον πολιτισμικό κέντρο της Ευρώπης, αν όχι όλου του πλανήτη: θέατρα, μουσεία, εκθέσεις, εκδηλώσεις. Αγαπώ το κοινωνικό σύστημα, το κράτος πρόνοιας για τους πολίτες: τον εκεί ΟΑΕΔ που νοιάζεται να βρει δουλεία στους άνεργους, που τους καλεί σε συνεντεύξεις, που τους προτείνει λύσεις, οι υπάλληλοι δεν βαριούνται να κάνουν την δουλειά τους, σου χαμογελούν, σε ρωτάνε αν είσαι καλά, συζητάνε μαζί σου. Όλα αυτά αγαπώ στο Λονδίνο.
Θέλεις να μας αναφέρεις ένα περιστατικό από τα ταξίδια σου που θα μπορούσε να σταθεί αφορμή για ένα μυθιστόρημα ή διήγημα;
Πολλά περιστατικά θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για διηγήματα ή ακόμα και μυθιστορήματα. Θα αναφέρω ένα που είναι πιο παράξενο. Συνέβη πριν πέντε χρόνια όταν επισκέφτηκα το Νησί του Πάσχα στον Ειρηνικό. Είναι ένα νησάκι στην μέση του Ειρηνικού, διοικητικά ανήκει στην Χιλή, γεωγραφικά στο σύμπλεγμα νησιών της Πολυνησίας. Ξενοδοχεία -με την έννοια που ξέρουμε- δεν υπάρχουν, απλά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Έψαχνα για δωμάτιο μέσω ίντερνετ και έκανα ερώτηση αν υπάρχει διαθεσιμότητα σε κάποιο από αυτά. Δεν μου απάντησαν ποτέ, θεώρησα ότι δεν υπήρχαν δωμάτια, έτσι έκανα την ίδια ερώτηση σε κάποιο άλλο, μου απάντησαν αμέσως θετικά, έστειλα τα χρήματα προκαταβολικά και θεώρησα το θέμα λήξαν. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο στο Νησί του Πάσχα, είδα έναν κύριο να κρατάει μια πινακίδα χαρτονένια με το όνομά μου, πήγα, με οδήγησε στο μπάνγκαλοου, έμεινα κανονικά τρεις μέρες και στο τέλος της εκδρομής πήγα να φύγω. Με κάλεσαν και μου ζήτησαν να τους πληρώσω. Τους είπα ότι ήδη είχα πληρώσει προκαταβολικά. Και μετά από συζητήσεις ανακάλυψα ότι είχα μείνει στα ενοικιαζόμενα δωμάτια της πρώτης μου αναζήτησης, σε αυτά που δεν μου είχαν απαντήσει ποτέ. Αυτοί θεώρησαν προφανώς ότι είχα κάνει κράτηση. Τους πλήρωσα και έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, εξήγησα στα δεύτερα ενοικιαζόμενα δωμάτια τι ακριβώς συνέβη και μου επέστρεψαν πίσω τα χρήματά του. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, απλά θεωρώ ότι είναι μια παράξενη ιστορία και στα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, δεν μου έχει ξανατύχει.
Πραγματικά, παράξενη εμπειρία. Έχεις σκεφτεί να γράψεις ένα ημερολόγιο γύρω από όλα αυτά ταξίδια;
Έχω σκεφτεί ότι πρέπει να εκμεταλλευτώ τις γενικές μου ταξιδιωτικές γνώσεις μέσα από την γραφή. Αυτήν τη στιγμή, γράφω μαζί με τον φίλο μου Χρήστο Αναστασόπουλο ένα βιβλίο που έχει να κάνει με ταξιδιωτικές εμπειρίες. Ίσως αργότερα να γράψω και κάτι άλλο, όχι ακριβώς οδηγούς πόλεων, αλλά ταξιδιωτικά ημερολόγια, όπως είπες και εσύ.
Ισχύει ότι οι άνθρωποι στο εξωτερικό διαβάζουν περισσότερο;
Δεν μπορώ να πω γενικά για όλον τον κόσμο. Μπορώ να μιλήσω για συγκεκριμένες χώρες που έχω ζήσει. Δύο είναι οι χώρες που έχω ζήσει και δεν τις έχω επισκεφτεί ως τουρίστρια: η Ρουμανία και η Αγγλία. Και στις δυο αυτές χώρες ο κόσμος διαβάζει περισσότερο. Ταξιδεύεις με το μετρό και οι περισσότεροι επιβάτες διαβάζουν. Εδώ στην Ελλάδα, οι περισσότεροι επιβάτες μιλάνε στα κινητά, μιλάνε με τους άγνωστους διπλανούς τους, χαζεύουν, τσακώνονται μεταξύ τους. Υπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις!
(Σημείωση αρθρογράφου: Πέρυσι έβλεπα στο μετρό νέους ανθρώπους να διαβάζουν κλασική λογοτεχνία. Ίσως, έχει να κάνει και με τα παζάρια βιβλίων και τις χαμηλές τιμές στα αντίστοιχα έργα.)
Έχεις συμμετάσχει σε μια σειρά διηγημάτων με τον τίτλο «Οίκος Νυφικών» μαζί με άλλους τρεις συγγραφείς (Χρήστος Αναστασόπουλος, Άνα Ζάχαρη, Θεώνη Μπριλή).
Πόσο δύσκολο είναι να συνεργάζεσαι με άλλους και πώς επιλέξατε το συγκεκριμένο θέμα; Είναι κάτι που αρέσει ιδιαιτέρως στο ελληνικό κοινό;
Το συγκεκριμένο θέμα ήταν μια ιδέα του Χρήστου Αναστασόπουλου, ο οποίος εργάζεται ως σχεδιαστής μόδας και γνωρίζει καλά τον χώρο. Έχω ακούσει ότι οι συνεργασίες συγγραφής δεν είναι γενικά εύκολες λόγω των διαφορετικών εγώ. Στην δική μας περίπτωση δεν ήταν καθόλου δύσκολο, γιατί γνωριζόμαστε από πιο πριν, υπήρχαν δεσμοί φιλίας και σεβόμαστε ο ένας τον άλλον. Λειτούργησε ως παιχνίδι μεταξύ μας, ήταν ευχάριστη αυτή η ανταλλαγή κειμένων. Δεν ξέρω αν αρέσει ή όχι στο ελληνικό κοινό, πάντως εμπορικά δεν πήγε άσχημα.
Γιατί υπάρχει τόση γκρίνια για τη γυναικεία λογοτεχνία στο διαδίκτυο; Έχεις αναρωτηθεί γιατί το κοινό ορισμένων συγγραφέων- εκπροσώπων του είδους- είναι τόσο θερμό;
Όντως υπάρχει μεγάλο γυναικείο κυρίως κοινό για τα αισθηματικά μυθιστορήματα. Δεν κατανοώ την γκρίνια, ο καθένας διαβάζει αυτό που τον ευχαριστεί. Και εμένα μου αρέσει η «βαρύγδουπη» λογοτεχνία και η φιλοσοφία στυλ Νίτσε- κι ας είναι μισάνθρωπη! Από την άλλη δικαίωμα του καθενός είναι να διαβάζει ό,τι θέλει. Στο κάτω-κάτω είμαστε άνθρωποι και ανάλογα με τις στιγμές μας και τις ψυχολογικές μας διακυμάνσεις, μας αρέσει να διαβάζουμε συγκεκριμένα είδη λογοτεχνίας.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, το μόνο που μπορούσα να διαβάσω για δυο μήνες ήταν αστυνομική λογοτεχνία. Έτσι ένιωθα, έτσι έκανα. Προφανώς οι κυρίες που αρέσκονται τόσο πολύ μόνο στην αισθηματική λογοτεχνία και σε κανένα άλλο λογοτεχνικό είδος, ψάχνουν ακόμα τον ρομαντισμό και τον έρωτα στην ζωή τους. Προτείνω στους συζύγους τους να τις βγάλουν έξω για ένα ρομαντικό δείπνο ή να τις πάνε ένα όμορφο ταξίδι!
Ξέρω ότι σου αρέσουν πολύ τα ιστορικά μυθιστορήματα και ότι γράφεις ένα δικό σου αυτόν τον καιρό. Μπορείς να μας πει τι θέμα έχει, αλλά και πόση έρευνα χρειάζεται το συγκεκριμένο είδος;
Επιτέλους, τελειώνω ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Η ιδέα μου ήρθε πριν από τρία χρόνια. Η ιστορία αφορά ένα αντικείμενο που ανταλλάσσει χέρια και χώρες ανά τους αιώνες, είναι ένας σταυρός που φτιάχτηκε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Ηρακλείου και ταξιδεύει στην Κύπρο, στην Κόρινθο, στην Αγγλία, στην Ζάκυνθο, στην Αμερική και καταλήγει στην Θεσσαλονίκη. Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά τον 7ο αιώνα μ.Χ. και ο επίλογος καταλήγει στις μέρες μας.
Χρειάστηκε φοβερή έρευνα: διάβασα πολλά βιβλία, ξαναδιάβασα βιβλία που είχα ήδη διαβάσει για να τα ξαναθυμηθώ, έψαξα και αγόρασα βιβλία που αφορούσαν τις χρονικές περιόδους που ήθελα να εντάξω, έψαξα μέσω σελίδων του διαδιχτύου, ρώτησα γνωστούς και φίλους, αυτό το βιβλίο θα έχει πολλές ευχαριστίες σε ανθρώπους που με βοήθησαν έστω και με μια φράση.
Το κοινό καθοδηγείται ή επιλέγει από μόνο του;
Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του κοινού καθοδηγείται! Λίγοι είναι αυτοί που επιλέγουν από μόνοι τους. Ο μέσος αναγνώστης ενημερώνεται συνήθως από την τηλεόραση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις εφημερίδες. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι δίνουν μεγάλα χρηματικά ποσά για να διαφημίσουν συγκεκριμένους συγγραφείς και έργα.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια θεαματική αύξηση στις κριτικές (reviews) στο διαδίκτυο. Μάλιστα, στο εξωτερικό υπάρχουν reviewers (άτομα που κάνουν συστηματικά κριτικές) με χιλιάδες followers (ανθρώπους που διαβάζουν τις κριτικές τους). Δίνεις σημασία στις κριτικές; Σου δίνεται καμία φορά η αίσθηση ότι η κριτική γίνεται για την κριτική και όχι τόσο από αγάπη προς το βιβλίο;
Οι κριτικές γράφονται για πολλούς λόγους: για να ευχαριστήσεις τον φίλο σου συγγραφέα, για να προωθήσεις τον φίλο σου συγγραφέα, για να θάψεις τον «φίλο σου» συγγραφέα, για να πεις απλά την γνώμη σου για ένα βιβλίο! Σταμάτησα να γράφω κριτικές βιβλίων και να τις δημοσιεύω στις διάφορες ομάδες στο facebook, γιατί διάβασα τόσες αηδίες από τους αναγνώστες που δεν άντεξε το στομάχι μου! Κάνεις tag τον συγγραφέα πολύ απλά γιατί τον ξέρεις και είναι φίλος σου και θέλεις να έχεις επικοινωνία μαζί του, και έρχονται και λένε ότι το κάνεις για να τον «γλύψεις»!
Τις προάλλες έγραψα ότι η γραφή του Ισίδωρου Ζουργού θα είναι η κλασική λογοτεχνία του αύριο και ότι τον συγκρίνω με τον Καραγάτση και μόνο που δεν με λίντσαραν! Προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν ποιος είναι ο Καραγάτσης!! Δεν απάντησα ποτέ, δεν θέλησα να συνεχίσω την αντιπαράθεση, δεν είχε δημιουργία, φαίνονται από μακριά οι άνθρωποι που κάνουν αντίλογο για να κάνουν αντίλογο.
(Δυστυχώς, η κατάσταση «αγριεύει». Χρειάζονται αποστάσεις τελικά...)
Πόσο επηρεάζει το μάρκετινγκ (που πλέον είναι απαραίτητο) το έργο ενός συγγραφέα; Θέλω να πω, εάν κάποιος ξοδεύει ώρες κάθε μέρα στα μέσα δικτύωσης και επηρεάζεται από τις κριτικές, γράφει ελεύθερα;
Ο κάθε συγγραφέας γράφει ελεύθερα, τίποτα δεν τον ενοχλεί ( μιλάμε πάντα για την δυτική κοινωνία και για δημοκρατικά κράτη). Στην Ελλάδα που δεν υπάρχουν μάνατζερ, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, γραμματείς κλπ., που η χώρα είναι φτωχή και δεν έχει αυτές τις δυνατότητες, που δεν είμαστε οι Νταν Μπράουν της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δυστυχώς πέφτει σε εμάς το βάρος της διαφήμισης του έργου μας. Η ενασχόληση διαφήμισης και προώθησης του έργου μας δεν μας εμποδίζει στο να γράφουμε αυτό που θέλουμε, αλλά μας τρώει απίστευτο χρόνο και ενέργεια. Η δουλειά του συγγραφέα δεν είναι η προώθηση του βιβλίου του, αλλά η συγγραφή.
Πρόσφατα, είδαμε ένα άρθρο με τα χρήματα που πληρώνουν οι εκδοτικοί στα μεγάλα βιβλιοπωλεία για καλύτερη τοποθέτηση στη βιτρίνα. Όσοι ασχολούνται με τον χώρο του βιβλίου έχουν ακούσει διάφορα τέτοιου τύπου. Τελικά είναι θέμα μάρκετινγκ και προώθησης η επιτυχία ενός βιβλίου; Και γιατί το κοινό απορεί, όταν μαθαίνει γι' αυτές τις τεχνικές;
Φυσικά είναι πασίγνωστοι οι τρόποι που προωθούνται τα βιβλία: πληρωμή στα βιβλιοπωλεία για να μπουν συγκεκριμένοι τίτλοι σε συγκεκριμένα σταντ που θα τα δουν πιο εύκολα και γρήγορα οι αναγνώστες. Ατελείωτες παρουσιάσεις, διαφήμιση με κάθε τρόπο. Το κοινό δεν πρέπει να απορεί, γατί το κοινό είναι αυτό που διαμορφώνει την αγορά, το κοινό είναι αυτό που ακολουθεί ως πρόβατο και σε τελική ανάλυση, το κοινό είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει αυτήν τη νοοτροπία. Όταν το κοινό θα σταματήσει να χαζεύει στο μετρό, θα αλλάξει και αυτή η κακή συνήθεια!
Πόσο σκληρός είναι τελικά ο χώρος του βιβλίου; Ισχύει ότι οι εκδοτικοί στη χώρα μας προτιμούν να επενδύουν σε ξένους τίτλους γιατί τους συμφέρει οικονομικά;
Φυσικά και ισχύει ότι συμφέρει τους εκδοτικούς οίκους να εκδίδουν ξένους συγγραφείς, γιατί πληρώνουν ψίχουλα και είναι πολύ πιο δύσκολο να ελέγξεις από το εξωτερικό τις ακριβείς πωλήσεις ενός βιβλίου. Το βιβλίο για τον εκάστοτε εκδοτικό οίκο είναι άλλο ένα προϊόν. Εμπόριο, σαν όλα τα άλλα.
Μια και η στήλη αναφέρεται κυρίως στη φαντασία, θα ήθελα να μου πεις γιατί ξεχώρισε ο Χάρι Πότερ και δυο λόγια για τις εντυπώσεις από το θεματικό του πάρκο στο Λονδίνο, που επισκέφτηκες παλιότερα.
Η Ρόουλινγκ ήταν πανέξυπνη, επένδυσε στην φανταστική μυθοπλασία του ανήλικου ήρωά της, επένδυσε στις κλασικές αρχές της φιλίας, του έρωτα, στα δεινά του εμφύλιου πολέμου, στις αιώνιες δυνάμεις του κακού και του καλού. Και έψαξε πολύ ιστορικές πηγές, π.χ. η πλατφόρμα 9,5 από την οποία ξεκινάει το τρένο για τον μυθικό τόπο του Χόγκουαρτς, είναι το μυθικό μέρος ταφής της Κέλτισσας ηρωίδας, Μπουντίκα. Το μυθιστόρημά της ξεχειλίζει από ιστορικά γεγονότα.
Όσον αφορά το θεματικό πάρκο του Λονδίνου, είναι απλά υπέροχο, θα συμβούλευα όλους τους θαυμαστές του Χάρι Πότερ να πάνε, για να δουν από κοντά τα κουστούμια που φόρεσαν οι ήρωές τους, κάποια από τα μέρη που γυρίστηκαν οι ταινίες, να δοκιμάσουν βουτυρένια μπύρα και να ιππεύσουν μια σκούπα!
Ο συγγραφέας περνάει απίστευτα πολλά ώρες, συχνά χρόνια, παρέα με τις σκέψεις του και το χειρόγραφό του. Δουλεύει, ενώ ξέρει ότι μπορεί και να μην αναγνωριστεί ποτέ. Τι είναι αυτό, το οποίο τον σπρώχνει να συνεχίσει;
Ο κάθε συγγραφέας γράφει επειδή το έχει ανάγκη να γράψει. Δεν το κάνεις για να αναγνωριστείς, το κάνεις επειδή το έχεις ανάγκη για τον εαυτό σου. Η δική σου προσωπική αναζήτηση είναι αυτό που σε ωθεί. Αν τώρα, είναι τυχερός και αναγνωριστεί κιόλας από το ευρύ κοινό, ε, τότε, είναι από τους ελάχιστους τυχερούς που πληρώνεται για να κάνει αυτό που λατρεύει.
Σ' ευχαριστώ, Εύη για την ωραία κουβέντα μας.
Και εγώ σ΄ευχαριστώ, Κωνσταντίνα.
Βιογραφικό:
Η Εύη Ρούτουλα γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα, κατάγεται από την Ζάκυνθο και το Κιάτο Κορινθίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Babes Bolyai του Κλουζ Ναπόκα της Ρουμανίας και εργάζεται ως δικηγόρος από το 1997, έχει λάβει μέρος σε πολλά νομικά συνέδρια ανά τον κόσμο ( Παρίσι, Ρώμη, Βιέννη, Σαν Φρανσίσκο κλπ). Έχει μεταφράσει από την αγγλική στην ελληνική τέσσερα βιβλία της Αγγλίδας συγγραφέως Τζένιφερ Λας Φάινς, δύο από αυτά έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Καλέντη: «Δεσμοί Αίματος», 2004 και «Το Προσκύνημα, σημειώσεις πριν το τέλος», 2008. Το πρώτο της προσωπικό έργο εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Ακακία, είναι η συλλογή διηγημάτων «Μετρό Λονδίνου, επτά σταθμοί επτά ιστορίες». Ακολούθησε ο «Ιστορικός Οδηγός Λονδίνου και περιχώρων», 2014. Το 2015 από τις εκδόσεις «Bookstars» εκδόθηκε το συλλογικό έργο «Οίκος Νυφικών», το οποίο συνέγραψε μαζί με τους Χρήστο Αναστασόπουλο, Άνα Ζάχαρη και Θεώνη Μπριλή. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Τα μεγαλύτερα ενδιαφέροντά της είναι η ιστορία, το θέατρο, ο κινηματογράφος και τα ταξίδια.
Για το Book-Tour Κωνσταντίνα Κοράκη.
https://wordpress.com/stats/day/konstantinakoraki.wordpress.com
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη