Χιόνη και Χιόνη, χιόνι να σ’ έθαβε
Όταν την ρωτούσαν «τι κάνεις;», απαντούσε όπως οι περισσότεροι «καλά» κι έμοιαζε η αντίδρασή της φυσιολογική κι όμως μέσα της ένιωθε να κυλάει ένα θολό ποτάμι από πίκρα, αδικία, πόνο. Δεν περίμενε νά ’ρθει τίποτα καινούριο. Παλιά και καινούρια ίδια τα λογάριαζε, όλα από το ίδιο μαύρο σακί της μοίρας.
«Και η χαρά και η λύπη δανεικές είναι», συνήθιζε να λέει με καρτερία, «κάποιος άλλος τα δίνει όλα, ό,τι γάφει δεν ξεγράφει».
Κάποιες φορές, όταν άναβε το τζάκι και κάθονταν στο παραγώνι μαναχή να χορτάσει μιαν ανάσα, έκανε μια κούπα καφέ για παρηγοριά, εκεί στη στια τον έψηνε, τήραγε σπίθες και φλόγες και συλλογίζονταν, από μέσα της: «Δεν ήθελα να παντρευτώ κι όμως παντρεύτηκα, δεν ήθελα αυτόν που μ’ έδωκαν κι όμως δεν χάλασα το χατίρι τους, δεν ήθελα τ’ αποφόρια της ζωής κανενός κι όμως μ’ αυτά ντύνομαι, δεν ήθελα να με λυπιούνται κι όμως…», τελειωμό δεν είχανε τα «δεν ήθελα» και τα «όμως».
Μόνο για την κοπέλα της, τη Χιόνη δεν υπήρχε ούτε «δεν ήθελα», ούτε «όμως», κι ας ήταν διαφορετική. Όταν έμεινε έγκυος, στην τύχη φυσικά κι όχι επειδή το προγραμμάτισαν, ξεχείλιζε η σκέψη της από αισιοδοξία. Περίμενε πως όλα θα άλλαζαν. Η γέννηση της κοπέλας είχε γαληνέψει την ψυχή της. Νόμισε πως ήταν μια Ανοιξιάτικη ηλιαχτίδα που είχε έρθει να λιώσει τον πάγο κυρίως στη καρδιά τ’ αντρός της, του Σφίγγη. Λίγο είχε κρατήσει η χαρά της, προσωρινά. Ούτε ο άντρας της, μα ούτε και τα πεθερικά είχαν δείξει να χαίρονται. Αντιθέτως.
«Τι χαρά να σου δώκει μια παλιοκόπελη, εμείς λογαριάζαμαν να κάνει παιδί. Πού ξέραμαν δεν ήταν άξια;» Σχολίαζε ενοχλημένος ο πεθερός όταν τού ’διναν τα συχαρίκια κι ούτε είχε πατήσει το πόδι του να την δει, την «παλιοκόπελη», πού ’χε ένα πρόσωπο ολοστρόγγυλο σαν φεγγάρι, κόκκινα μαγουλάκια γιομάτα παπαρούνες, λες κι όλος ο Μάης την είχε φιλήσει – τελευταίες του Μάη είχε έρθει στον κόσμο- είχε και κατάξανθα μαλλιά, όλο το χρυσάφι του ήλιου σ’ ένα κεφαλάκι.
Έβαλε την πατατούκα, σβαρίστηκε και πήγε ο αδειοπούγγης ύστερα από τρεισήμισι μήνες όταν χινοπώριασε, με τα χέρια άδεια και την πούτσα ταράζοντας. Ούτε ένα κουτί λουκούμια, έτσι για το καλό δεν κράταγε κι ούτε την ευχήθηκε, ο σ(χ)ιαϊτάνης ο μεγάλος. Την ξέρεις την παροιμία που λέει: «Όλα τα στραβά καρβέλια η νύφη τα κάνει;» Αυτή την κουβέντα ήβρε να πει, ούτε ευκή, ούτε άλλο λόγο. Κι απ’ το ποτήρι με τη σουμάδα που τον κέρασε για το καλό η Μαλαματή δεν έπιε. Το σίμωσε κοντά στα χείλη κι έφτυσε μέσα, ο παλιάνθρωπος.
Η πεθερά, φάνηκε τότε πιο γενναιόδωρη. Ένα ζευγάρι τερλίκια είχε πλέξει, με ξεπλεγμένο από παλιά ζακέτα γνέμα και μια φασκιά, αυτά της χάρισε. «Αν είχες κάνει παιδί, μωρή Μαλαματή, θα τού ’φερνα μια χρυσή λίρα, για την κοπέλα δεν έχω», δήλωσε.
Στα δυο χρόνια πάνω, κάτι που δεν περπάταγε καλά, κάτι που δεν μίλαγε, λίγο που κοίταζε κάπως φευγάτα, την πήγε, τη Χιόνη, στα Γιάννενα, ολομόναχη πήρε ταξί και την πήγε στο Χατζηκώστα. Όταν της είπε ο γιατρός πως έχει νοητική υστέρηση, της κόπηκαν τα γόνατα. Το ξάφνιασμα ήταν παραπάνω από οδυνηρό. «Πού έφταιξα;» σκέφτηκε κι η μαύρη κι είδε αμέσως όλα τα όνειρα και οι προσδοκίες της να γκρεμίζονται. Ταράχτηκε, τόσο που η σκέψη και μόνο της έφερε λιγοθυμιά.
«Υπάρχει θεραπεία;» είχε ρωτήσει με τα μάτια κατακόκκινα κι ο γιατρός, αντί να της απαντήσει, ρώτησε με τη σειρά του: «Υπάρχει αγάπη;» Έβαλε το γουριατό η δόλια. Σκιάζονταν αυτούς. Αμφιταλαντεύτηκε μα δεν έκαμε δεύτερη σκέψη. Είχε κοιτάξει το γιατρό καταμεσής στα μάτια. Της χαμογελούσε με καλοσύνη, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένη να εισπράττει. «Υπάρχει αγάπη. Η αγάπη είναι Θεός», του είπε και συλλογίστηκε τα εύκολα και τα δύσκολα της ζωής που πάνε μαζί κι αντάμα.
«Μη λογαριάζεις στ’ εμάς», της ξακαθάρισαν. «Έτσι που μουγκανάει σάματις είναι μοσχάρα, καλύτερα να την είχε κόψει ο Θεός. Τι στην έδωκε; Να πλερώνεις κρίματα; Δεν φτάνει που έκαμες τσούπρα είναι και ζαβή, ντιπ ζαβή. Ένα ζούδιο, κάνει περσότερους παράδες από δαύτην, άφηκέ την να πάει καλλιά της, μαγαρίζει τον τόπο, τρώει και το ψωμί τζιάμπα, δίχως προκοπή. Και μετά, εμείς στο σόι μας δεν είχαμαν τέτοια κουσούρια. Αυτό είναι δικό σου φταίξιμο νύφη, εσύ, εσύ είσαι η ένοχη. Εμείς χαντακωθήκαμαν με τ’ εσένα που ήβραμαν, που να τη βάλομε τόση ντροπή, αστραπή να σας βάραγε και τις δυο μάνα και κόρη και να με σ(χ)ωρνάς νύφη», είχε πει φουρκισμένος ο πεθερός.
Όχι, δεν θα τον συγχωρούσε. Της έρχονταν βαρύ. Κανέναν δεν θα συγχωρούσε ποτέ. Κι η πεθερά, μια χοντροκώλα εκατό κιλά στοιχειό, που όσο να σηκώσει τό ’να ποδάρι είχε μαργώσει τ’ άλλο, δεν πήγαινε πίσω όταν τήραγε από μακριά τη σαρμανίτσα και δίχως να πλησιάζει έκραινε: «Χιόνη και Χιόνη, το χιόνι, ντούνα να σ’ είχε σκεπάσει να γλιτώναμαν οι μαύροι από τ’ εσένα τ’ άνιωτο, στο χιόνι να σ’ έθαβε κείνη που τη λένε Μαλαματή.»
Από πείσμα και μόνο κρατιόταν στην πορεία της ζωής που της χάραξε η μοίρα. Δεν ήθελε να δίνει ευκαιρίες να την λυπιούνται. Αρκετά την είχαν απομονώσει με τους κοινωνικούς κανόνες και τα ταμπού και δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι συγγενείς και οι φίλοι που τη συμβούλευαν να μην βγάζει έξω στην πλατεία την κοπέλα, τη ζαβή, γιατί δεν ήταν «πρέπον» και γιατί σκιάζονταν ο κόσμος μην κολλήσει από την ίδια γρουσουζιά.
Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση της Χιόνης, - το όνομα το ’χε πάρει απ’ τη νούνα την Τσιαβομήτσαινα -, αυτός ο αφορεσμένος ο άντρας της, ο Σφίγγης, ρούφαγε απ’ την νταμιτζάνα το κρασί τάχα μου για να ξεχάσει τη συμφορά που τον είχε βρει, γένονταν στουπί στο μεθύσι, κατέβαζε όλα τα καντήλια που ήξερε και δεν ήξερε κι ύστερα ντύνονταν γαμπρός, πασαλείβονταν αρώματα κι έμπαινε φανερά μ’ ανεφοβιά, στο σπίτι μιας χήρας στον πέρα μαχαλά.
«Όποιος είναι απέξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει. Τα βάσανα δεν έχουν κατοικιά, σήμερα εδώγια, αύριο εκείγια κι όταν είναι να σε βρουν δεν σου στέλνουν σήμα κινδύνου να καρτεράς να προφυλαχτείς, έτσι έρχονται, φανερώνονται εκεί που δεν τα περιμένεις, εκεί που λιώνει η καραμέλα του ονείρου και λες έχει γλύκα η ζωή, εκεί στο γυρίζει μεμιάς στο φαρμάκι και γιομίζει το στόμα δραπέτσι», έλεγε η Λιόντω, η μάνα της Μαλαματής και πλημμύριζαν τα μάτια της δάκρυα. Είχε πειστεί απ’ τα μικράτα της, πως τίποτα στη ζωή δεν είναι απίθανο και πως όλα είναι πιθανό να συμβούν στον καθένα.
Λίγα πράματα μολόγαγε για τη ζήση της. Ήταν σημαδεμένη από τη μοίρα, από κούνια κι από σαρμανίτσα, με ορφάνιες, με ξενιτιές, με καημούς, με πολέμους, με αγώνες κι αγωνίες πολλές. Ούι, τα βάσανα δεν τελειώνουν ποτέ. Και που έζηγε, για ’κείνη τη μοναχοθυγατέρα μόνο. Λόγο άλλον κανένα δεν είχε, κι αν δεν υπήρχε κι αυτή, δεν θα υπήρχε και λόγος νά ’θελε τη ζωή της. Είχε σκαπετήσει τα τριάντα όταν την έφερε στον κόσμο χωρίς καέναν δίπλα της. Οι γονέοι της είχαν πάει από ’κείνα τα μαύρα και τα σκότεινα τα χρόνια του εμφύλιου. Τα πεθερικά της παράδωκαν το πνεύμα στην Αμερική στη φάμπρικα που δούλευαν, εκεί χάθηκε κι ο άντρας της, αυτός από την καρδιά του είχε πάει. Μαυροφορέθηκε, έκλαψε, πάγαινε το γουριατό μαζί με το λιβάνι στο Θεό μα κανείς δεν γύρισε. Έκαμε πέτρα την καρδιά, ξενοδούλευε, μεγάλωσε την κοπέλα της, την έστειλε να μάθει γράμματα, όχι πολλά, τα χρειαζούμενα, να μη την γελάνε. Της είχε φτιάκει ένα γίκο ίσαμε το ταβάνι. Και βελέντζες και χράμια και μαλλινοσέντονα, από όλα την είχε τακτοποιημένη με το περσότερο. Κάτι λεφτουδάκια πού ’χε καζάντιο τά ’βαλε στο χέρι του γαμπρίκα την παραμονή του γάμου, να τον καλοπιάσει, μα δεν έπιακαν τόπο. Το ίδιο και τα πέντε στρέμματα ελιές στη ράχη που τού ’γραψε. Τη μια χρονιά τά ’βαλε υποθήκη για ν’ ανοίξει δικό του μαγαζί, την άλλη τα πήρε η τράπεζα.
Τούτη η γυναικούλα μάναχα, η μάνα της, η Λιόντω είχε την έγνοια της και την έστεργε. Κακογραμμένη και κακορίζικη η Μαλαματή. Όσο κι αν έψαχνε δεν έβρισκε και πολλές στιγμές χαράς κι απ’ αυτό το ζουλάπι τον Σφίγγη που της έδωκαν γι’ άντρα οι θειές της, δεν μπορούσε να θυμηθεί μια έστω καλή ανάμνηση. Και να πεις δεν είχε νιάτα, σαν τα κρύγια τα νερά ήταντη, μα αυτός, αυτός ένας ανάποδος και μισός. Θυμόταν τότε στις αρχές που παντρεύτηκαν, πως όταν πάγαινε στο καφενείο και τον ρώταγαν «πώς πάει ο έγγαμος βίος», απάνταγε με ύφος από επιστήμονα και πάνω «έχει δυσκολίες, είναι κι αυτή η Μαλαματή, άβγαλτη, βλέπεις δεν ήταν η δική μου επιλογή, την λυπήθηκα όμως και…»
«Καίξεις και να ξεραθείς ξωπαρμένε», τον είχε αποπάρει ένα πρωί η Μηνέσ(χ)α που κράταγε το καφενείο του πατέρα της, «εδώγια να μην ξαναπατήσεις πόδι παρασάνταλε που χαράμισε τα νιάτα της με τ’ εσένα τον άχρηστο κι έχεις και κουβέντες, ρέμπελε» κι από τα νεύρα της, του πέταξε το χαλκωματένιο δίσκο και τον πήρε ξώπετσα στο ριζαύτι.
Η Λιόντω γοργογερασμένη κι ας μην είχε πατήσει τα εξήντα πέντε, έμπαινε πάντα στην αυλή με το χαμόγελο στα χείλη και την αγκαλιά ανοιχτή. Απ’ έξω της φώναζε «Χιόνη, Χιονούλα έρχεται η γιαγιά καμάρι, έρχεται και σαν έμπαινε μέσα στο σπίτι την έπαιρνε αγκαλιά την κούτσικη, της έπλενε το πρόσωπο με ροδόνερο, την χτένιζε, της γιόμιζε λουλούδια τα μαλλιά και της τραγούδαγε κι εκείνη άπλωνε τα χεράκια, άνοιγε τη δική της αγκαλιά, πετάριζε τα μάτια από χαρά και την περιεργάζονταν με αγάπη και αλλιώτικα φερσίματα.
Μια φορά, όπως έρχονταν κατήδρομα απ’ το λιοτρίβι, είχε μάσει ένα γατί από τα σκουπίδια, ένα ασπρόμαυρο. Το λυπήθηκε το άμοιρο. «Ψ(χ)ούλα κι αυτό, τι φταίει;» αναρωτήθηκε. Το πήρε, το τάισε, το καθάρισε, τό ’πλυνε κι αυτό με ροδόνερο, του κρέμασε κι ένα γουργούλι στο λαιμό και το μεσημέρι το πήγε στη Χιόνη. Το τι χαρά έκαμε, δε λέγεται. Τ’ αγκάλιαζε και του μπεμπέριζε σαν να του τραγούδαγε.
«Ωωωω, νταχτιρντί και μπο, μπο, μπο» τού ’κανε η Λιόντω , «ωωωω, μπο, μπο, μπο, μπο» επαναλάμβανε κι η Χιόνη πιο αργά, μόνο αυτό και το τύλιγε σ’ ένα παλιό σκουτί κι αυτό το τανιάρικο, της βύζαινε τ’ αυτί και δεν ξεκόλλαγε από δίπλα της.
Ύστερα από δυο μήνες, άνοιξη καιρού, πήγε μ’ άλλο δώρο. Της είχε παραγγείλει καρεκλίτσα μικρή. Έβγαιναν έξω στην αυλή και λιάζονταν. Και το γατί, ο Λιόντης , -έτσι τον φώναζε η βάβω- παρέκει από τον αυλόγυρο δεν έβγαινε, το πολύ ίσαμε την κουτσουπιά, κρύβονταν λίγο στον κίσσαρα στην άκρη του φράχτη κι ύστερα έτρεχε γρήγορα πίσω. Και ντριννν, ντρινν το γουργούλι στο λαιμό και χτύπαγε παλαμάκια η Χιόνη και σβάριζε τα ποδάρια στη γη από χαρά. Εκεί, ανάμεσά τους, όσο δεν τρίβονταν στα πόδια τους, κυνήγαγε το κουβάρι με την κλωστή της Λιόντως κι έπαιζε. Και γελούσε η Χιόνη κι ήθελε κι αυτή να πλέξει κι αφού δεν μπορούσε να το πει, της το ’δειχνε με τα χεράκια της, με νοήματα και τότε η Λιόντω της έβαζε το πλεχτό στα χέρια, της έδινε την ευκή και «άι τσούπρα μου γραμμένη, πλέξε κι εσύ, πλέξε», της έλεγε και τη φίλαγε στο κεφάλι.
Άνιωτο σού λέει, κοπελίτσα μου. Κους; Και πώς της γέλαγε και της έδινε γνώρα, αν ήταντο άνιωτο; Πώς την καταλάβαινε τη Λιόντω, μου λες; Πώς όταν ήγλεπε την άλλη, τη μπιτισμένη, τη σπαρτορούτηδη τη μάνα του πατέρα της, έβαζε τα χέρια μπροστά στα μάτια και τά ’κλεινε γιατί την σκιάζονταν;
Αυτή, κάποτε που είπε να βοηθήσει τάχα μου, είχε φέρει δυο αναμαλλιασμένες γιάτρισσες της κακιάς ώρας, και τρεις σ(χ)ιοντόρες ξεματιάστρες, να το ξορκίσουνε και ποιος ξέρει τι πέρασε το άμοιρο όσο έλειψε η Μαλαματή στο εργοστάσιο. Σκέψου πως όταν γύρισε, το βρήκε δεμένο με την τριχιά σε μια ξύλινη σκάλα στη μέση του κρεβατιού κι από πάνω του είχαν κρεμάσει ένα μεγάλο κουζινομάχαιρο, να σκιαχτεί λέει και ν’ αρχίσει να κραίνει γιατί του ’χε πάρει τη μιλιά ο λάγιος ο διάτανος.
«Τι τού κάνατε; Γιατί κλαίει το παιδί;» ρώτησε όταν είδε τη Χιόνη σ’ εκείνα τα χάλια και την πεθερά μ’ ένα πιάτο μελίχλωρο τυρί και μισό ψωμί, να κάθεται πάνω στη σκάφη πού ’χε γυρίσει τ’ απίκουπα και να τρώει σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
«Μη χολεύεσαι νύφη. Κοπέλα είναιτη, όχι παιδί και χαμπέρι δεν παίρνει, τόσες ώρες τη σπαίνω με το βελόνι πότε στο χέρι, πότε στο πόδι, πότε στο γκιόξι μπας κι ανατρομάξει ν’ ανοίξει το στόμα, να πει μια λέξη, χαμένος κόπος», είπε η γριά χωρίς να σταματήσει να μασάει. Τα μάτια της κλειδωμένα, σκληρά, ούτε ένα βλέμμα δεν καταδέχτηκαν να ρίξουν στη νύφη της. Έβηξε δυο – τρεις φορές κι ύστερα: «Άστη να πλαντάξει, να σκάσει να πάει στον ασιγούρευτο, να ησυχάσει η φαμίλια μου. Τι την θες και την κουναράς; Τι θα την κάνεις; Ξίκι να γένει η άχρηστη, ξίκι. Να βγάλει τον αγιάτρευτο στα σ(χ)κώτια», συμπλήρωσε με οργή κι έβγαλε απ’ τον κόρφο μια φλέντζα σαπούνι δεμένο σε ένα μαύρο πανί και το πέταξε στη μέση της κάμαρης. Μετά βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε. Κους η νταραμπέρω; Κους η μπυθάτσκω; Κους;
Ύστερα από τούτο το περιστατικό, τα αισθήματά της για πεθερό και πεθερά νεκρώθηκαν εντελώς. Από τότε φοβήθηκε και δεν την άφηκε ξανά, κείνη τη χολεριασμένη, που την είχε πεθερά, τη μπαμπουλέτσκω τη μοναχοκυττάρα, δεν την άφηκε να ξαναπλησιάσει τη Χιόνη. Τις ώρες που έλειπε στο εργοστάσιο ήταν η μάνα της η Λιόντω στο πόδι. Δεν υπάρχει κοπελίτσα μου γραμμένη, μεγαλύτερο σακάτεμα για μια μάνα από το να δει σε τέτοια χάλια το σπλάχνο της.
Σα δεν την άφηνε να ζυγώσει ξανά στο σπίτι, τούτη η βρωμογύναικη η πεθερά, έφτιακε μια κούκλα με πανιά και την ήλεγε Χιόνη. Την είχε καρφωμένη μ’ ένα παλούκι στον τοίχο και μέρα παρά μέρα της έμπηγε μια καρφίτσα και καταριότανε: «Να σ’ είχε πάρει ο ασιγούρευτος ο μεγάλος. Νά ’ναι λίγες οι ώρες σου μπιτισμένη, που να λαλεί ο πέτος και να μην ακούς. Αβράδιαστη να σου μολοήσει το νυχτοπούλι και να σ’ έχουν τ’ ανάσκελα. Χιόνη και Χιόνη, χιόνι να σ’ έθαβε.» Τέτοια και χειρότερα μολόγαγε η αλάρωτη.
Πίσω από την κλειστή της πόρτα έκλαψε η δόλια η Μαλαματή, πολλές φορές φαρμακωμένη από λόγια, λόγια, λόγια, ποτέ όμως δεν κλάφτηκε και δεν παραπονέθηκε σε κανέναν. Προσπαθούσε τη μια μέρα με τον ένα τρόπο, την άλλη με τον άλλο κι όλο έψαχνε να βρει τον καλύτερο για να μεγαλώσει τη Χιόνη. Μόλις μάζευε λίγα χρήματα αρέντευε στα νοσοκομεία και στους ειδικούς και πλέρωνε για να της δώσουν συμβουλές για την κοπέλα κι όλο κατέληγε τελικά σ’ αυτό που της είχε πρωτοπεί εκείνος ο γιατρός στο Χατζηκώστα, πως μόνο αγάπη ήθελε η Χιόνη, αγάπη.
«Υπάρχει αγάπη, υπάρχει Θεός. Η αγάπη είναι Θεός. Γι’ αυτό ο κόσμος ομορφαίνει, γιατί από αγάπη, το κάθε δέντρο έχει να δώσει τους δικούς του ανθούς. Και τούτη η ζωούλα της Χιόνης, μια αμυγδαλιά που δεν θα φοβηθεί την παγωνιά του κόσμου και θ’ ανθίσει αύριο, με τον δικό της τρόπο», παρηγορούνταν. Όταν έκλειναν τα μάτια της από κούραση, πάλι προλάβαινε να παρακαλέσει τον άγγελο που πίστευε, να αγγίξει τσίκα την καρδιά του Σφίγγη, να τόσο, μα τόσο λίγο, όσο το πατουσάκι του Λιόντη. Κι όχι για να κάνει κάτι να βοηθήσει την ίδια, όχι, μα για να αφήσει να περάσει από μέσα του, η ψυχή του παιδιού, να πάει μια βόλτα στη χέρσα σκέψη του, όχι για να του πει τι να κάνει, αλλά για να αισθανθεί αυτό το διαφορετικό που συμβαίνει. Παρακαλούσε… Μάταια.
Εκείνος ο άντρας της δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, ούτε ίδρωσε τ’ αυτί του. Όσα έβγαζε τά ’τρωγε στα κλαρίνα και στα χαρτιά κι όταν έκανε να του πει μια κουβέντα: «Είναι από δικό σου φταίξιμο, η ζαβή. Γυρεύεις και τα ρέστα; Πάρτε κι εσύ κι αυτή», έλεγε και της έδειχνε τα σκέλια του. Χέρι δεν άπλωνε να τη χτυπήσει μα τι τα θες και τα λόγια του βαρύτερα από χαστούκια ήτανε. Λέει ένας λόγος: «Δουλειά δεν είχε ο διάγουλος, καμπάνιζε τ’ αρχίδια του», ε, τέτοιος διάγουλος ήταντος ο Σφίγγης.
Είχε ξεχάσει πόσο τον είχε εμπιστευτεί κι είχε πέσει σαν άστρο στην αγκαλιά του κι ήταν αυτός που είχε τρυγήσει το κορμί και το μέλι της κι ένας καλός λόγος δεν είχε βγει από το στόμα του ποτέ. Ξάπλωνε άγαρμπα πάνω στο σώμα της, την ζούλαγε, την έτρωγε δάγκα στο στήθος, την πόναγε. Ήταν άντρας. Κι η ανάσα του πάντα βρώμικη. Η απόλαυσή του, μετρούσε βρισιά και προσβολή για τη δική της ευαισθησία κι όταν κάποτε τού ξομολογήθηκε το παράπονο της, της έδωκε τούτη την απάντηση: « Ας έμπαινες κι εσύ στη μάχη, όχι που μασάς μέντες, αν δεν ξέρεις να τ’ αρπάζεις και να το καλοπιάνεις το παλαμάρι δεν φταίω εγώ που σε ματώνει. Είμαι άντρας εγώ, όχι φλούφλης. Και μάθε και τούτο για να μην παραπονεύεσαι, όσο γκαρίζει το γομάρι τόσο ανοίγει ο κώλος του.»
Και περίμενε αυτή η μαύρη, να της πει μια φορά κι όχι άλλη: «Έχεις νιάτα, είσαι όμορφη». Περίμενε να της χαϊδέψει το πρόσωπο, να την κρατήσει μια αγκαλιά χωρίς να της γυρεύει τίποτα παραπάνω, περίμενε να την καταλάβει, ν’ αλλάξει κι όλο σκέπτονταν πως δεν είχε το κουράγιο να ζει έτσι τυραγνισμένη μέσα σ’ αυτά κι όλο μέσα σ’ αυτά ζύγιαζε και ξαναζύγιαζε τη ζωή της.
Τούτη η γυναικούλα, η Μαλαματή, αναστέναζε να φτάκει το αχ στον ουρανό, μην πάει κι έπεφτε κάτω στο χώμα και σκόνταφτε πάνω του άνθρωπος που δεν έφταιγε. Ύστερα έφερνε το χέρι στην καρδιά κι άκουγε τον χτύπο της, περίεργο, θαρρείς κάποιος βάραγε με το μπαστούνι του όξω στη γρεντέ. Χτύπος γεμάτος αγωνία, μα όχι και απόγνωση πια. Κάθε φορά που η καρδιά της έπεφτε και τσακίζονταν πάνω στην παγωνιά της καρδιάς του Σφίγγη, καταλάβαινε πως στον αγώνα της, ήταν μόνη, χωρίς την προστασία ή την υποστήριξη έστω αυτουνού τ’ αντρός της μα δεν τό ’βαζε κάτω, συνέχιζε ν’ αγωνίζεται. Σήκωνε τα μάτια ψηλά και καρτέραγε. Μια αχτίδα φως γύρευε πότε στον ήλιο και πότε στο φεγγάρι, ανάλογα με την ώρα που της έρχονταν οι κακές σκέψεις μουσαφίρησες, μια αχτίδα φως μόνο, να την κάνει παραμάνα, να τη φορά στο μαντίλι της και να ξορκίζει την απελπισιά.
Καμιά φορά ονειρεύονταν, πώς έρχονταν λέει ένα σύννεφο από μακριά και φόρτωνε όλα όσα κακά είχαν αφήσει στην ψυχή της, οι άλλοι, γιατί από μοναχή της δεν είχε και μετά φύσαγε ένας αέρας και τό ’παιρνε και χάνονταν πέρα στην άλλη πλευρά του κάμπου κι εκεί χαμήλωνε και λευτερώνονταν απ’ το βάρος κι άκουγε μόνο τη βροχή που έπεφτε και πότιζε τα χωράφια με τις μανταρινιές και τις πορτοκαλιές. Τότε, έπαιρνε κι εκείνη μια ανάσα ακούγοντας τις ψιχάλες να πέφτουν στα φύλλα και στα τζάμια. Θαρρείς και κάποιες τρύπωναν στην ψυχή της και την ξέπλεναν απ’ όλες τις έγνοιες κι όλα τα βάσανα.
Με τον καιρό, ο Σφίγγης, όλο και πιο τακτικά αποθυμούσε το κρεβάτι της χήρας. Σε δαύτην έβρισκε ακουμπιά κι αραχατιλίκι με το λεύτερο. Καμιά φορά έκανε και δυο και τρία μερόνυχτα να γυρίσει στο σπίτι. Τέτοια σ(χ)ιοντόρα ήταν αυτή, που δεν έπαιρνε χαμπέρι από ντροπή. Τι κι αν ο κόσμος την κακόκραινε; Τίποτις. Τον είχαν ακούσει να της λέει ξεδιάντροπα: «Το συχνό το σμίξιμο φέρνει και το μπήξιμο» κι αυτή χασκογελούσε και τού ’δειχνε την κιλότα της με τη μαύρη δαντέλα.
Και καλύτερα δηλαδή. Όσο πιο πολύ έφευγε από τη ζωή της Μαλαματής, τόσο πιο πολύ χώρο ένιωθε πως της άφηνε όχι μόνο σ’ εκείνο το ημιυπόγειο που έμεναν, αλλά κυρίως στην καρδιά. Να χορτάσει μιαν ανάσα ή μια κουβέντα με τη μάνα της, η καψερή, να λύσει το σκοινί της ψυχής, να κάνει τα χέρια της κουπιά και να ξανοιχτεί στη θάλασσα. Ας είχε τρικυμία. Καλύτερα να την χτύπαγε η αλμύρα στο πρόσωπο, παρά οι κουβέντες που της πέταγε ολοένα τόσο ξώκαρδα. Μήπως δεν ήξερε από φουρτούνες;
Τέτοιες ώρες, σκέπτονταν πως όσο κι αν είχαν ξεβάψει τα χρώματα της ζωής που κάποτε ονειρεύτηκε, όσο κι αν η σκουριά είχε κολλήσει στις μέρες και στις νύχτες της, ίσως δεν ήταν αργά να βάλει ένα τέλος, να κάνει μια καινούρια αρχή. Μα ν’ αναπνέει και ν’ αργοπεθαίνει; Ζωή ήταν αυτή; Πόσο να τ’ άντεχε; Ο άντρας της; Ποιος άντρας της; Αστραπή να τον βάραγε δεν είχε μήτε καρδιά, μήτε αισθήματα.
«Να φύγεις Μαλαματή, να πάρεις τη Χιόνη και να φύγεις. Τι και ποιος θα σου λείψει; Εξόν απ’ τη μάνα σου, τη Λιόντω, κανείς. Τι κάθεσαι και χαραμίζεσαι με δαύτον; Πόσο να σε ξεφτελίσει ακόμη ο διάτανος, μου λες; Έχει κουσούρια πολλά, μην αφηδεύεσαι κοπελίτσα μου. Φεύγα, φεύγα όσο έχεις νιάτα.» Μ’ αυτά τα λόγια την παρότρυνε η κάκω η Τσίγια, ένα πρωί που της είχε χτυπήσει την πόρτα για να της δώκει ένα ματσάκι μανουσάκια και μια χεριά τσάι. Κι όταν έφευγε, εκεί όξω στην αυλή έβαλε τα χέρια στη μέση και στάθηκε ορθή στην ποργιά. Θαρρείς προφητικά την τήραξε στα μάτια και της είπε κάπως με δισταγμό, σιγανά: «Είναι τέτοιος πόνηρος, που θα τραβήσεις και συ και η κοπέλα πολλά μαρτούρια. Να τον σκαίνεσαι, τον κολιάκη του κερατά. Η ζήση σου με δαύτον δεν έχει κέρδητα, συμπάθα με κοπελίτσα μου γραμμένη. Κι αυτή η ζωκοπούρω, η ασυνάστρεγη που τον έμασε και τον χαίρεται στο κρεββάτι, εδώγια θα τα πλερώσει όλα.»
Ένα βράδυ, εκεί που έλεγε η Μαλαματή στη μάνα της: «Κουράστηκα, μα δε βαριέσαι μάνα, όπου βγει, καλύτερα τα καταφέρνω μοναχή, δεν τον υπολογίζω για βοήθεια, μα δεν έχω να κάνω κι αλλιώς», εκείνη την ώρα της χτύπησε την πόρτα η αγάπη, μάλιστα, η αληθινή, με το χέρι του Φιλίππη τση Σωσάνας. Άνοιξη καιρού ήτανε πάλε. Είχε μάθει για τη Χιόνη τούτος ο καλός λεβέντης κι είχε έρθει να πει της Μαλαματής, πως είχε ανοίξει ένα σχολείο ειδικό για τέτοια παιδιά στα μέρη τους. Σε ταύτο δούλευε κι εκείνος, στη Γουμενίτσα κι αν ήθελε να την πήγαινε την κοπέλα, τώρα που ακόμη ήταν μικρή, για το καλύτερο. Της έσφιξε το χέρι με καλοσύνη όταν της συστήθηκε στην πόρτα ακόμη και της χαμογέλασε. Κάπως τον θυμόταν. Ξαφνιάστηκε πάντως, με ευχαρίστηση. Είχε αστοχήσει πόση ομορφιά μπορεί νά ’χει ένα άγγιγμα κι ένα χαμόγελο.
Την άλλη μέρα έκαμε κουβέντα του Σφίγγη. «Να ξέρεις η Χιόνη είναι η δύναμή μου» τού ’χε πεί. Μπαινάκης – Βγαινάκης αυτός. Σαράντα μύγες έκατσαν… Απόκριση δεν της έδωκε καμιά. Στολίστηκε κι έφυγε.
Στη βδομάδα συνάντησε το Φιλίππη στην αγορά. Αντάμωσε τη ματιά του με μια γλύκα, με μια λαχτάρα, απ’ αυτές τις λησμονημένες που συνηθίζουν να κρύβουν όλες οι γυναικούλες που φοβούνται να ζήσουν. Έμεικε με το μήλο στο χέρι.
«Μαλαματή», τη φώναξε. Κι έπειτα από κοντά: «Ο πόνος είναι παγίδα Μαλαματή και με τα χρόνια γίνεται συνήθεια, μην αφήνεις τη ζωή σου να χάνεται. Μου μίλησε η μάνα μου για εσένα. Να με υπολογίζεις φίλο». Αυτό, τίποτα άλλο. Το βλέμμα του όμως μολόγαγε και κάτι παραπάνω.
Ξανασκέφτηκε εκείνη την κουβέντα που της είχε κάνει λίγες μέρες πριν στο σπίτι. Τα λόγια του τα ξανάκουσε μέσα της, την ώρα που συγύριζε την κουζίνα, την ώρα που σιδέρωνε τα πουκάμισα και τα πανταλόνια του Σφίγγη, την ώρα που μαγείρευε, την ώρα που κανάκευε τη Χιόνη πολλές φορές. Σκέφτηκε κι εκείνον, κάποια στιγμή που αποκαμωμένη ξάπλωσε στο καναπέ, μια σκέψη σαν την αστραπή ήτανε μα κάτι πρόλαβε να φωτίσει την ψυχή της. Μια χούφτα απ’ το πηχτό σκοτάδι της είχε παραμερίσει στην άκρη κι ένιωσε κάτι σπίθες να κρατούν αναμμένες για πολλές μέρες και νύχτες μετά.
Τούτος ο άνθρωπος, ο Φιλίππης, είχε χρυσή καρδιά κατά πως φαίνονταν. Κι η μάνα του η Σωσάνα, καλή γυναίκα και νοικοκυρεμένη. Ξένη, απ’ άλλον τόπο, ξένη αλλά καλή και πονετική. Τον άντρα, τον είχε χρόνια κατακοιτάμενο με εγκεφαλικό κι όμως δεν βαρυγκόμησε, τον έστεργε, τον κουβέντιαζε, τον ήθελε εκεί να τ’ ακούει την αναπνοή, αυτό της έφτανε. Είχε τραβήσει κι αυτή η μαύρη πολλά. Και τον Φιλίππη, αυτή τον έσωσε. Μετά το τροχαίο, άλλες πέντε φορές τον είχε πάει στην Αθήνα και τον είχαν χειρουργήσει. Στο ένα το ποδάρι, τού ’χαν περάσει σίδερα για να κρατηθεί. Και το δεξί το χέρι δεν τό ’νιωθε σαν τ’ άλλο, δεν τό ’ριζε μα και πάλι ευτυχώς που δεν του τό ’κοψαν. Όταν γέρεψε, πήγε στην Αθήνα και τέλειωσε σκολή για να βοηθάει παιδιά μ’ ανάγκες. Εκεί είχε δουλέψει κατόπιν τα χρόνια π’ έλειψε. Καλός. Ένα πρόσωπο πεντακάθαρο ο Φιλίππης. Τό ’γλεπες στα μάτια του που είχε καθαρή ψυχή γιομάτη φως. Τέτοιοι άνθρωποι λιώνουν σαν το κεράκι για να φέγγουν στο δρόμο αλλωνών.
Όποτε έβρισκε ευκαιρία τόλμαγε κι έκανε κουβέντα του Σφίγγη για τούτο το ειδικό σχολείο στη Γουμενίτσα κι αυτός, κάθε φορά που τ’ άκουγε δίχως να της δίνει απόκριση, στολίζονταν γαμπρός και πήγαινε στη χήρα. Έτσι είχε γίνει και την τελευταία φορά που του μίλησε. Λίγο μετά την Πασχαλιά. Τότε όμως, πριν φύγει, «θα σε χωρίσω χαντακωμένη, να μείνεις με τη ζαβή, η ευθύνη είναι μόνο δική σου», την είχε απειλήσει, έτσι νόμιζε αυτός με τα δικά του τα μυαλά.
«Όπως αγαπάς Σφίγγη», του ’χε απαντήσει με ψυχραιμία μα δίχως να χαμηλώσει τα μάτια αυτή τη φορά. Μετά τον ξεπροβόδισε: «Καλό κατευόδιο». Η φωνή μέσα της ακούστηκε αλλιώς. Η κρυμμένη διαμαρτύρηση έλεγε με ανακούφιση: «Στα τσακίδια Σφίγγη, στα τσακίδια». Ακούστηκε το τρίξιμο του σύρτη στην αυλόπορτα και μετά το σφύριγμα αυτουνού, γεμάτο εγωισμό και ψευτομαγκιά όπως έφευγε. Τον κοίταζε από το παραθύρι ίσαμε που έστριψε στη γωνία. «Άσωτα τα βάσανά μου, άσωτα και τα κακά του», συλλογίστηκε.
Υπάρχει Θεός και γλέπει. Ξώλαμπρα, την ήβραν κρόθα τη χήρα, ξεμπλέτσωτη, με τα μάτια ορθάνοιχτα καταής, στο πάτωμα. Κάποιος γείτονας που είχε ακούσει αξημέρωτα, πήγε κι έδωκε κατάθεση στην αστυνομία: «Αυτή, τού ’λεγε πως δεν ήθελε γάμο γιατί θά ’χανε τη σύνταξη του μακαρίτη. Μετά μάλωσαν, απάλεψαν κιόλας, ακούγονταν μέχρι όξω στη βρύση οι φωνές. Την παρακάλαγε γονατιστός, έτσι κατάλαβα. Ύστερα από λίγο γένηκε ησυχία. Δεν είχε περάσει μισή ώρα κι αυτός, ο Σφίγγης δεν βγήκε απ’ την πόρτα κατά πως συνήθιζε. Πήδησε απ’ το παραθύρι στη γούρα με τα κουκιά και βγήκε πίσω, στον άλλο δρόμο. Απ’ έκει τό ’βαλε κατά το βουνό. Τον είδα με τα μάτια μου.» Αυτά είχε γράψει στο βιβλίο ο χωροφύλακας.
Τον Σφίγγη τον είχαν συλλάβει ως το βράδυ. Στην ανάκριση, είπε πως έφυγε σαν κλέφτης γιατί τά ’χασε, φοβήθηκε, σκιάχτηκε απ’ το συμβάν. Αυτή η σοκακιάρα πάνω στην πράξη τά ’χε τινάξει τα πέταλα, βγήκε και πόρισμα για ταύτο τρεις μέρες μετά. «Μαλώσαμαν ναι, δεν ήθελε γάμο, εγώ πάλι δεν ήθελα άλλο με το ζαβό στο σπίτι. Την παρακάλεσα, αυτή με μάλωνε πιο πολύ. Μετά πιαστήκαμαν στα χέρια κι από τα χέρια στα φιλιά, το συνηθίζαμαν τελευταία. Κακή στιγμή κυρ αστυνόμε, εκεί που την γαργάλαγα, εκεί που γέλαγε, εκεί που… έρθε το κακό», αυτά κατέθεσε και τον άφηκαν ελεύθερο την άλλη μέρα το πρωί.
Όταν γύρισε στο σπίτι, είχε γίνει θερίο ανήμερο. Τού ’ρχονταν ντροπή τα καθέκαστα. Ό,τι έβρισκε μπροστά του
το πέταγε και τό ’σπαγε με μανία. Η Χιόνη κάθονταν στο καρεκλί με το Λιόντη αγκαλιά. Έτρεμε σαν το καλάμι στην ακροποταμιά όταν πιάνει αέρας, έτσι το δύστυχο. Την ώρα που ετοιμάζονταν να ρίξει κλωτσιά στην κοπέλα, πρόλαβε και τού ’ριξε η Μαλαματή μια στο κεφάλι με το τηγάνι. Τίποτα δεν τού ’κανε. Ξώφαλτσα τον πήρε. Τού ’βγαιναν πολλές. Ίσα που κέρδισε λίγο χρόνο, πήρε τη Χιόνη αγκαλιά κι έτρεξε όξω φωνάζοντας «βοήθεια, βοήθεια» και το γατί, ο Λιόντης, σιμά στα ποδάρια της έτρεξε κι αυτό για να γλιτώσει. Όλη η γειτονιά είχε σηκωθεί στο πόδι και μαζώχτηκε γύρω της, πρώτη και καλύτερη η Σωσάνα που την αγκάλιασε με στοργή.
«Πώς αντέχεις μωρέ παιδάκι, πώς αντέχεις, τούτος ο αφορεσμένος θα σ’ εξοντώσει αν μείνεις, σύρε φεύγα να σωθείς, να σώσεις και την κούτσικη», της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο σάματις να την είχε θυγατέρα και καλύτερα. Τέτοια καλόψυχη γυναίκα η Σωσάνα, θαρρείς κι είχε πάντα απλωμένες τις κεραίες της ψυχής, ήξερε τι συμβαίνει στον άλλον άνθρωπο, ήξερε να συμπονά και να δίνει το χέρι της. Την κοίταξε έπειτα μέσα στα μάτια. «Μη φοβάσαι, είμαι κι εγώ εδώ», της ψιθύρισε κι ο λόγος της υπόσχεση γράφτηκε στο τεφτέρι της μοίρας .
Μετά από λίγο έφτακε κι η Λιόντω. «Ως εδώγια ήταντο κοπελίτσα μου κι άλλο δεν έχει, το παράπονο σου να τον κάψει», αυτή η κουβέντα βγήκε απ’ το στόμα της.
Αυτό ήταν η αφορμή. Όχι δεν θα του έδινε καμιά ευκαιρία. Δεν είχε άλλες αντοχές να συμβιβάζεται με τ’ άδικο. Το τίποτα που έζηγε με τον Σφίγγη, ένιωσε πως τό ’χε μηδενίσει σε μια μόνο στιγμή. Άξαφνα της γένηκε μεγάλη ανάγκη να γλιτώσει το συντομότερο και τον εαυτό της και την κοπέλα της από την ταλαιπωρία που έζηγε κάθε μέρα. Μια στιγμή μόνο γύρισε τα μάτια και τον είδε στην πόρτα να τρεκλίζει βρίζοντας. Τον σιχάθηκε η ψυχή της, τόσο λίγος της φάνηκε. Πρώτη φορά τον κοίταξε αηδιασμένη, με όχθρητα.
«Χαράμι σου να σου γενεί ό,τι σού ’δωκα», του πέταξε κι ήταν σαν να σφύριζε οχιά.
Εκείνη η μέρα είχε ξεκινήσει αλλιώς. Ένας καινούριος δρόμος ανοίγονταν μπροστά της, τό ’νιωθε καλά. Η κερασιά στην αυλή της Σωσάνας ήταν φορτωμένη ανθούς. Μια ηλιαχτίδα που τρύπωσε από τα κλαδιά βρήκε τρόπο και φεγγοβόλησε μέσα στην καρδιά της, λάμψη πρωτόγνωρη, άπιαστη. Της φάνηκε πως κάπου εκεί μέσα σχηματίστηκε η μορφή ενός αγγέλου ή μήπως τούτο τον άγγελο τον έλεγαν Φιλίππη;
«Γιατρεύεται μάνα η ψυχή απ’ όσα τη σημάδεψαν και την πλήγωσαν;» ρώτησε το βράδυ τη Λιόντω.
Το αεράκι έφερνε απ’ τ’ ανοικτό παραθύρι της κάμαρας τη μυρωδιά της ανθισμένης κερασιάς.
Άνοιξε η Λιόντω τα ρουθούνια, χόρτασαν τα πλεμόνια της ευωδιά. Έμεικε για λίγο σκεπτική. «Όλα περνούν και τα σημάδια με τα χρόνια ξεθωριάζουν, θυμάσαι μα πονάς όλο και λιγότερο. Η ψυχή έχει λόγο που παίρνει μαθήματα, κάνει την άσκησή της, μα πρέπει να σηκώνεται ορθή και να παγαίνει μπροστά, με τα σωστά και τα λάθη κοπελίτσα μου. Τότε είναι που έρχεται η ζωή, σου κλείνει το μάτι με πονηριά και σου κάνει τα χατίρια. Κους Μαλαματή; Κούγω να λες», έδωκε την απάντηση που χρειαζόταν στην κοπέλα της.
Εκείνη τη νύχτα έβαλαν τη Χιόνη στη μέση κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Κι ο Λιόντης, στην κάτω μεριά του κρεβατιού ήβρε χουζούρι κι έγρουζε.
Σταύρωσε τα χέρια στον κόρφο κι έκλεισε βαριά τα βλέφαρα η Μαλαματή, ήσυχη. Θυμήθηκε παράπονα και λυγμούς, νύχτες που σκούπιζε τα δάκρυα στην άκρη του σεντονιού και παρηγορούταν ολομόναχη. «Στην καλοκαιριά όλοι πορεύονται ακούραστα. Στ’ ανεμόβροχο και το ξεροβόρι πόσοι συνεχίζουν μπροστά έχει σημασία, έρημη ψυχή», είχε πει πολλές φορές στον εαυτό της. Εκείνη τη νύχτα, τούτη η σκέψη ήταν η πρώτη που όπως ήρθε, έτσι και σβήστηκε θαρρείς και την κατάπιε το σκοτάδι κάπου μακριά πια και όχι μέσα της. Μέσα της, είχε πάρει να ροδίζει μια άλλη ανατολή και μύριζε ανθισμένη κερασιά.
Εκείνη τη νύχτα κρατούσε τρυφερά το χεράκι της Χιόνης. Μια πνοή του ανέμου μπλέχτηκε στα μαλλιά της μικρής. Το ασπροκέντι στο μαξιλάρι μοσχοβόλησε κι όπως γύρισε το κεφάλι, της φάνηκε πως κάποιος της ψιθύρισε στ’ αυτί: «Αλίμονο σε όσους δεν ονειρεύονται, αλίμονο σε όσους αισθάνονται πως δεν μπορούν να δραπετεύσουν από τη μιζέρια που τους φόρτωσαν για ζωή, αλίμονο σε όσους δεν δοκίμασαν να πετάξουν γιατί νόμιζαν πως έχουν σπασμένα φτερά.»
«Αύριο, μπορεί ο κόσμος να μην ξημερώσει καινούριος και οι καρδιές θα συνεχίσουν να χτυπούν διαφορετικά, όμως η ζωή μου δεν θα μοιάζει πια με ατύχημα Φιλίππη, όχι και ξέρεις γιατί; Η δική σου καρδιά θα χτυπά την πόρτα της δικής μου πάντα με καλοσύνη», σκέφτηκε κι ονειρεύτηκε, εκείνη τη νύχτα πού ’χε ανθίσει η κερασιά και μοσχοβόλαγε ο τόπος, πως δίπλα της είχε έναν άντρα αληθινό, με καθαρή ψυχή σαν το γυαλί, που την είχε πάρει από το χέρι και κρατώντας τη Χιόνη στην αγκαλιά του, της έδειχνε ένα ξέφωτο γεμάτο χρωματιστούς χαρταετούς.
Εκείνη τη νύχτα, η αγάπη άνοιγε καινούριο χάρτη κι ευλόγησε κι ας μην το ήξεραν ακόμη, την ίδια τη ζωή με τις πραγματικές της δυσκολίες στη σκέψη της Μαλαματής και στην καρδιά του Φιλίππη. Κι ύστερα πάνω στα κέφια της, φόρτωσε κόκκινο χνούδι τα μαγουλάκια της Χιόνης.
Εκείνη η νύχτα ήταν που πριν παραδώσει τη σκυτάλη στη μέρα, χαμήλωσε και της φώναξε: «Ξύπνα Μαλαματή, ξύπνα, η ευτυχία είναι επανάστασηηηη!»
Για το BOOK TOUR, Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου).
Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης
Κέρκυρα 21 Μάρτη 2017
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ
ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Η κοινωνία ποτέ δεν τους χωράει όλους, γι' αυτό έχει δημιουργήσει το περιθώριο, για να στέλνει κάποιους εκεί. Όμως, τυχαίνει καμιά φορά κι αυτό το περιθώριο σημαίνει ό,τι και η κορνίζα στις φωτογραφίες των αγαπημένων μας. Συμβαίνει, επειδή η φύση της αγάπης μπορεί να κρύβεται οπουδήποτε, ακόμη κι εκεί.
Τη δεκαετία του εβδομήντα, η Χαριγένεια, έρχεται από το πουθενά κι από το περιθώριο και εγκαθίσταται με τη μητέρα και τα δυο της παιδιά στην Κρήτη. Την παρουσία της στη γειτονιά αντιλαμβάνονται πρώτα δυο μάτια καθαρά, της μικρής Ζωής. Μέσα από το βλέμμα και την αισθητική του παιδιού, έτσι όπως μεγαλώνει και εξελίσσεται στο χρόνο, καταγράφεται η διαδρομή της ζωής αυτής της γυναίκας και των ανθρώπων που συναναστρέφεται σε κωμικοτραγικές ή και ακραία τραγικές καταστάσεις.
Η Χαριγένεια θα ζήσει τα πάντα, από ένα "αθώο" χαστούκι μέχρι τη βαριά σωματική βία, αλλά και τον έρωτα. Με αντάλλαγμα τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής της και με όρκο σιωπής, (στη διάρκεια της χούντας) θα ανταποκριθεί σε μια απρόσμενη πρόταση. Το τίμημα ακριβό. Ένα μενταγιόν, τα όνειρα και το τυχαίο θα καθορίσουν τη σχέση ανάμεσα στη Ζωή και στη Χαριγένεια στα σαράντα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά τον Ιούλιο του 1974.
Όταν θέλει η ζωή να σε λυτρώσει, σου ανοίγει την πόρτα σε έναν καινούριο παράδεισο, εκεί που το αχ του έρωντα ξοδεύεται στη μνήμη του νερού, για να κυλάει ο Αχέροντας με τον καιρό της αγάπης, όταν το τέλος έρχεται απλά και ανώδυνα προοικονομημένο από τη φύση.
Ένα αξιόλογο βιβλίο γεμάτο αισθήματα και εικόνες ζωντανές, σαν πίνακες ζωγραφικής. Σε ταξιδεύει, σε μαγεύει, σου αποκαλύπτει βαθιά κρυμμένες πτυχές της ψυχής.
Αλκυόνη Παπαδάκη
Αποκτήστε το άμεσα:
www.captainbook.gr/book/217997/mia-koursa-gia-ti-charigeneia
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη