Όνειρο του Δαίδαλου, αρχιτέκτονα και αεροπόρου-Antonio Tabucchi
Απόσπασμα:
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ, ΠΡΙΝ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ, σε μια εποχή που δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε με ακρίβεια, ο Δαίδαλος, αρχιτέκτονας και αεροπόρος, είδε ένα όνειρο.
Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στα σπλάχνα ενός τεράστιου παλατιού, και ότι διέσχιζε ένα διάδρομο. Ο διάδρομος αυτός έβγαζε σε έναν άλλο διάδρομο και ο Δαίδαλος, κουρασμένος και μπερδεμένος, τον περπατούσε στηριζόμενος στους τοίχους. Όταν διέσχισε το διάδρομο βγήκε σε μια μικρή οκταγωνική αίθουσα, από την οποία ξεκινούσαν οκτώ άλλοι διάδρομοι. Ο Δαίδαλος άρχισε να αισθάνεται ιδιαίτερα καταπονημένος, και την ανάγκη να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Μπήκε σε έναν άλλο, μα κι αυτός κατέληγε σε έναν τοίχο. Εφτά φορές προσπάθησε ο Δαίδαλος, μέχρι που, στην όγδοη προσπάθειά του, μπήκε σε έναν μακρύ διάδρομο πού, μετά από μια σειρά στροφές και γωνίες, έβγαζε σε έναν άλλο διάδρομο. Τότε ο Δαίδαλος κάθισε σε ένα μαρμάρινο σκαλί και βάλθηκε να σκέφτεται. Στους τοίχους του διαδρόμου υπήρχαν αναμμένοι πυρσοί που φώτιζαν γαλάζιες τοιχογραφίες πουλιών και λουλουδιών.
Μονάχα εγώ είμαι σε θέση να ξέρω πως βγαίνει κανείς από εδώ, είπε στον εαυτό του ο Δαίδαλος, και το έχω ξεχάσει. Έβγαλε τα σανδάλια του κι άρχισε να περπατά ξυπόλυτος στο πράσινο μαρμάρινο πάτωμα. Για να παρηγορηθείς άρχισε να τραγουδά ένα παλιό νανούρισμα που είχε μάθει από μια γριά τροφό, η οποία τον έβαζε για ύπνο όταν ήταν μικρός. Τα τόξα του μακριού διαδρόμου του επέστρεφαν τη φωνή επαναλαμβάνοντάς τη δέκα φορές.
Μονάχα εγώ είμαι σε θέση να ξέρω πως βγαίνει κανείς από εδώ, είπε στον εαυτό του ο Δαίδαλος, και το έχω ξεχάσει.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε σε μια ευρύχωρη στρογγυλή αίθουσα, με παράξενα τοπία ζωγραφισμένα στους τοίχους. Τη θυμόταν εκείνη την αίθουσα, αλλά δεν θυμόταν γιατί τη θυμόταν. Υπήρχαν καρέκλες φοδραρισμένες με πολυτελή υφάσματα και, στη μέση της αίθουσας, ένα φαρδύ κρεβάτι. Στην άκρη του κρεβατιού ήταν καθισμένος ένας λιγνός άντρας με ευκίνητα και νεανικά χαρακτηριστικά. Κι εκείνος ο άντρας είχε ένα ταυρίσιο κεφάλι. Κρατούσε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, και έκλαιγε. Ο Δαίδαλος τον πλησίασε και ακούμπησε ένα χέρι στον ώμο του. Γιατί κλαις; τον ρώτησε. Ο άντρας ελευθέρωσε το κεφάλι από τα χέρια του και τον κοίταξε με εκείνα τα κτηνώδη μάτια του. Κλαίω επειδή είμαι ερωτευμένος με τη σελήνη, είπε, την είδα μία μόνο φορά, όταν ήμουν μικρό παιδί και κοίταξα από ένα παράθυρο, αλλά τώρα δεν μπορώ να τη δω γιατί είμαι φυλακισμένος σε αυτό το παλάτι. Θα μου ήταν αρκετό να ξαπλώσω σε ένα λιβάδι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, και να αφήσω να με φιλήσουν οι ακτίνες της, αλλά είμαι φυλακισμένος σε αυτό το παλάτι. Και ξανάρχισε να κλαίει.
Και τότε ο Δαίδαλος ένιωσε ένα μεγάλο σφίξιμο και η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά στο στήθος. Εγώ θα σε βοηθήσω να βγεις από εδώ, είπε.
Ο άνθρωπος-ζώο σήκωσε πάλι το κεφάλι και τον κοίταξε με τα βοϊδίσια μάτια του. Σε αυτό το δωμάτιο υπάρχουν δυο πόρτες, είπε, και την κάθε πόρτα τη φυλάει ένας φρουρός. Η μία πόρτα οδηγεί στην ελευθερία, η άλλη στο θάνατο. Ένας από τους φρουρούς λέει μόνο την αλήθεια, ο άλλος λέει μόνο ψέματα. Αλλά εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ο φρουρός που λέει την αλήθεια και ποιος είναι ο φρουρός που λέει ψέματα, ούτε ποια πόρτα είναι αυτή της ελευθερίας και ποια η πόρτα του θανάτου.
Ακολούθησέ με, είπε ο Δαίδαλος, έλα μαζί μου.
Πλησίασε τον έναν από τους φρουρούς, και τον ρώτησε: ποια είναι η πόρτα που σύμφωνα με τον συνάδελφό σου οδηγεί στην ελευθερία; Κι ύστερα άλλαξε πόρτα. Διότι αν είχε ρωτήσει τον ψεύτη φρουρό, αυτός, παραποιώντας την ειλικρινή απάντηση του συναδέλφου του, θα έδειχνε την πόρτα του ικριώματος· αν, αντίθετα, είχε ρωτήσει τον ειλικρινή φρουρό, αυτός, δίνοντάς του απαραποίητη την ψευδή απάντηση του συναδέλφου του, θα έδειχνε την πόρτα του θανάτου.
Πέρασαν το κατώφλι της πόρτας και διέσχισαν πάλι έναν μακρύ διάδρομο. Ο διάδρομος αυτός ήταν ανηφορικός και οδηγούσε σε έναν κρεμαστό κήπο από τον οποίο φαίνονταν τα φώτα μιας άγνωστης πολιτείας.
Τώρα ο Δαίδαλος θυμόταν, κι ήταν ευτυχής που θυμόταν. Πίσω από τους θάμνους είχε κρύψει πούπουλα και κερί. Το είχε κάνει για τον εαυτό του, για να δραπετεύσει από εκείνο το παλάτι. Με εκείνα τα πούπουλα και εκείνο το κερί κατασκεύασε ένα ζευγάρι φτερά και τα κόλλησε στην πλάτη του ανθρώπου-ζώου. Ύστερα τον οδήγησε στην άκρη του κρεμαστού κήπου και του μίλησε.
Η νύχτα είναι μεγάλη, είπε, η σελήνη φανερώνει το πρόσωπό της και σε περιμένει, μπορεί να πετάξεις και να πας κοντά της.
Ο άνθρωπος-ζώο γύρισε και τον κοίταξε με τα πράα κτηνώδη μάτια του. Ευχαριστώ, είπε.
Πήγαινε, είπε ο Δαίδαλος, και τον έσπρωξε. Κοίταξε τον άνθρωπο-ζώο που απομακρυνόταν μέσα στη νύχτα με μεγάλες κινήσεις των χεριών του και πετούσε προς τη σελήνη. Και πετούσε, όλο πετούσε. -
Περισσότερα στις σελίδες του βιβλίου.
Πηγή κειμένου και εξωφύλλου του βιβλίου: Όνειρα ονείρων-Antonio Tabucchi, (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης) εκδόσεις Άγρα.
Πηγή φωτογραφίας του συγγραφέα: www.biblionet.gr
Για το BOOK TOUR, Θεοφάνης Θεοφάνους.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη