ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Β΄. Το παραμύθι ζωγραφίζει τον τόπο του, τον χαρακτηρίζει. Από τα γλωσσικά στοιχεία ενός παραμυθιού μπορούμε, χωρίς ιστορικές πληροφορίες, να ανιχνεύσουμε επιδράσεις από άλλους λαούς, κατακτητές ή φίλους. Μπορούμε να συγγράψουμε μια ιστορία έχοντας ως στοιχεία και επιχειρήματα τις λέξεις, που κάθε μια τους κουβαλάει ένα ολόκληρο παρελθόν, την προσωπική της περιπέτεια μέσα στην ιστορία.
Το πώς βρέθηκε σ’ έναν τόπο καθώς και οι επιδράσεις της θα είναι το ιστορικό στοιχείο.
Από το ύφος, το λεκτικό, τη σύνταξη, τη μορφολογία, κυρίως όμως από τους ήχους των λέξεων μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων του τόπου, απ’ όπου προέρχεται το παραμύθι. Αν οι ήχοι δυνατοί, τραχείς, κοφτοί και συγκόπτονται γράμματα, τότε οι κάτοικοι του τόπου θα είναι δυναμικοί, αρρενωποί, σκληραγωγημένοι, βασανισμένοι, θα έχουν περάσει μέσα από πολύ άγριες ιστορικές καταιγίδες. Σε αυτήν την περίπτωση ανήκουν τα Ποντιακά και τα Κυπριακά, που είναι αρρενωπά, κοφτά και βασανιστικά, σκοτεινά αντίστοιχα. Αν οι ήχοι είναι απαλοί, μαλακοί και προφέρονται οι λέξεις ολόκληρες, τότε οι κάτοικοι θα είναι ήπιοι, αγαθοί, αισιόδοξοι. Εδώ υπάγονται τα Θηραϊκά, που τα χαρακτηρίζει μια ησυχία, μια φιλοσοφημένη ηρεμία, μια μαγικότητα χαριτωμένη, και τα Σμυρναιικά, που είναι τα πιο καλλιεργημένα.
Ο άνθρωπος στα δημιουργήματά του εμφυσά πνοή από την πνοή του και καθώς αυτά είναι γέννημα-θρέμμα της ψυχοσύνθεσης του, των ιδιοτροπιών του και των προτερημάτων του, το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά πέφτει πάντα. Με άλλα λόγια το παραμύθι περιέχει την πραγματικότητα, ολοζώντανη με όλες τις πτυχές της αλλά προσπαθεί να την κρύβει και να την παρουσιάζει «τεπτίλι», όλα όμως είναι πολύ ευδιάκριτα. Το μίσος της πενθεράς για τη νύφη και αντιστρόφως, των αδερφών εναντίον της αδερφής, οι δυο γειτόνισσες (η μια η κακιά που μισεί την άλλη, την καλοσυνάτη), η διαμάχη ανάμεσα στ’ αδέρφια, όλα αυτά δεν είναι σκηνές, ιστορίες της καθημερινής μας ζωής και μας δηλώνουν ότι το παραμύθι έχει άμεση σχέση με τα πάθη, τους καημούς των ανθρώπων, την πραγματικότητα, της οποίας αυτό είναι ένα ελαφρά παραμορφωμένο είδωλο μέσα στον μαγικό καθρέφτη του παραμυθά;
Γ΄. Στα παραμύθια όλα είναι αυθαίρετα- όλα έχουν συμβεί΄ όλα είναι παρελθόν που το αναβιώνει ο παραμυθάς. Η μνήμη αυτή που τίθεται σε λειτουργία είναι η μνήμη όλου του ανθρώπινου γένους και στην, περίπτωσή μας, πιο συγκεκριμένο, της ελληνικής φυλής.
Δ΄. Ο κόσμος των παραμυθιών είναι ένας κόσμος ηθικότατος, απ’ τον οποίον όμως δεν απουσιάζουν νύξεις για «πονηρά» πράγματα. Κρίμα που δεν έχει καταγραφεί και διασωθεί κανένα από τα «ανήθικα» παραμύθια, που, όπως μαρτυρεί ο Αδαμάντιος Ι. Αδαμαντίου, έλεγαν οι ναυτικοί, οι οποίοι μάλιστα έκαμναν «και αγώνας ποιος θα είπη το αχρειότερον παραμύθι». Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες, είμαι βέβαιος ότι και οι γυναίκες έλεγαν μεταξύ του «ανήθικα» παραμύθια, τα οποία σίγουρα ήταν περισσότερο τολμηρά από τα αντίστοιχα των ανδρών.
Ε΄. Αν με τις παραδόσεις του ο ελληνικός λαός θέλει και προσπαθεί να εξηγήσει τα πράγματα, γιατί έγιναν, πως έγιναν κι αν θα εξακολουθήσουν να γίνονται, με τα παραμύθια του δείχνει πώς επιθυμεί ή πώς θα επιθυμούσε να είναι η ζωή του, υποτονθορίζει τους πιο μύχιους πόθους του. Οι παραδόσεις είναι το δοκίμιο του λαού μας, ενώ τα παραμύθια –ο πεζός του προφορικός λόγος- αποτελούν την προσπάθεια του να αυτοπεριγραφεί και να αυτοψυχαναλυθεί. Ο παραμυθάς «φαντάζεται» ιστορίες που γοητεύουν και θέλγουν –να τολμήσω να πω και ναρκώνουν;- πρώτα πρώτα τον ίδιο και κατόπιν το ακροατήριο του. Ο λαός όμως είναι πεπεισμένος ότι δεν είναι δυνατό ν’ αλλάξει ο κόσμος του και να μεταμορφωθεί σ’ έναν κόσμο, όπου θα βασιλεύσει η καλοσύνη, η αγάπη, το δίκαιο. Ή μήπως τελικά με το παραμύθι εκφράζει την πίστη του ότι η ανθρωπότητα διέρχεται τους τρεις κύκλους του παραμυθιού –τώρα βρίσκεται στην Κόλαση; στο Καθαρτήριο;- και κάποτε, δεν γνωρίζει πότε, όμως στα σίγουρα, θα φτάσει στον Παράδεισο και θα τον κατακτήσει;
ΣΤ΄. Το παραμύθι σήμερα έχει πάψει να ζει γιατί εξέλιπε η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεννιότανε και ζούσε. Όπως το δημοτικό τραγούδι αποκομμένο από τη μουσική του χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του έτσι και το παραμύθι, χωρίς την απαραίτητη σύναξη και τον παραστατικό παραμυθά, χάνει πάρα πολύ από τη μαγεία του. Τώρα βρίσκεται ακίνητο στα κείμενα. Δυστυχώς τα παιδιά, μα και οι μεγάλοι, δεν διαβάζουν παραμύθια, εννοώ γνήσια λαϊκά παραμύθια. Αν διαβάζουν προτιμούν τα «σύγχρονα», που είναι εικονογραφημένα ή τα οπτικά παρόμοιά τους: κόμικς, κινούμενα σχέδια, φανταστικός κινηματογράφος. Να υποθέσω ότι «βαριούνται(!)» να διαβάζουν και προτιμούν –κάτι που άλλωστε είναι πιο ξεκούραστο κι ευχάριστο- να βλέπουν παραμύθια; Όπως και να ‘χει το πράγμα, το παραμύθι, ακόμη και στα κείμενα,είναι ένας κόσμος που δεν έχει πεθάνει κι ούτε θα πεθάνει ποτέ, παρ’ όλο που έχει αποκοπεί από τον γεννήτορα και το ζωικό του περιβάλλον΄ ένας κόσμος που θα παραμείνει ζωντανός όσο θα ζουν οι άνθρωποι, ένας κόσμος στέρεος, όμορφος, που χαρίζει εξαίσιες απολαύσεις."
Περισσότερα στις σελίδες του βιβλίου.
Πηγή κειμένου: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ, Ελληνικά λαϊκά παραμύθια, εκδόσεις ποταμός
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διαβάζω», αριθμ.130-6.11.85, Το ελληνικό παραμύθι).
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη