Μια κριτική προσέγγιση στη συλλογή διηγημάτων «Του καιρού γυρίσματα και επτά ακόμη διηγήματα» της Τίνας Κουτσουμπού από τις εκδόσεις Διάνυσμα
Η σύντομη γραφή, με μορφή διηγήματος, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια συχνά στις πρώτες επιλογές των πεζογράφων, παλαιότερων και νέων, κατ’ επέκταση και σε καλή σειρά στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Θέλω να πιστεύω ότι, όσον αφορά τους συγγραφείς, δεν πρόκειται για μια σκόπιμη επιλογή ενός είδους που θεωρείται εύκολα διαχειρίσιμο. Όσο για τους αναγνώστες, μακάρι αυτή η προτίμησή τους να μην είναι άλλη μια υπακοή στις επιλογές του συρμού. Γράφω τα παραπάνω, γιατί πιστεύω ότι η μικρή σε μέγεθος διήγηση έχει τον ανάλογο κόπο και τη δυσκολία της, μια που πρέπει μέσα σε λίγες σελίδες να τα έχεις πει όλα, να έχεις κερδίσει τον αναγνώστη, με άλλα λόγια να έχεις αφήσει το αποτύπωμα γραφής. Όλο αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, αν θες να το διαχειριστείς σωστά, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν - μιλώντας για τους συγγραφείς - όσοι το επιλέγουν σαν μια ακόμη ευκολία στα δύσκολα της συγγραφής. Από την άλλη, ο αναγνώστης ίσως αυταπατάται, αν νομίζει ότι το διήγημα συνιστά γι’ αυτόν επίσης ένα ξεκούραστο διάβασμα. Έτσι κι αλλιώς, το όλο εγχείρημα της ανάγνωσης έχει τη σημασία του, όταν αφοσιωθεί κανείς σε διαβάσματα που επιλέγει με κριτήριο το αληθινό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, ανεξάρτητα από την έκτασή τους.
Παρατηρώ ότι αφέθηκα σε μια εκτενή εισαγωγική παρατήρηση θέλοντας να μιλήσω για τα οκτώ διηγήματα της Τίνας Κουτσουμπού με τον τίτλο «Του καιρού τα γυρίσματα». Ίσως γιατί προτίμησα εξ αρχής να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, μια που εδώ έχουμε μια αξιόλογη συγγραφική πρόταση. Έχοντας διαβάσει και το προηγούμενο βιβλίο της, «Ο καινούργιος και επτά ακόμη διηγήματα», νομίζω ότι έχω κατανοήσει τον τρόπο που προσεγγίζει την υπόθεση του διηγήματος. Αρκετά κοινά σημεία εντοπίζω και στις δύο συλλογές. Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων, γεγονός που αναμφισβήτητα θα πρέπει να θεωρηθεί θετικό στοιχείο, ιδιαίτερα αν φέρουμε στο μυαλό μας τα πλείστα όσα αφηγήματα προσπαθούν να κερδίσουν τον αναγνώστη φορτώνοντας το κείμενό τους με φτιασιδώματα λεκτικά, που η γραφή ποτέ δεν είχε απολύτως καμία ανάγκη. Εδώ, λοιπόν, έχουμε τις απαραίτητες μόνο λέξεις, οι οποίες με την ευστοχία τους ικανοποιούν την πλοκή και με το παραπάνω. Η πλοκή, με τη σειρά της, απλώνεται στη μικρή έκταση που της αναλογεί, χωρίς να προκαλεί με ευφάνταστες ανατροπές, που έτσι κι αλλιώς απαιτούν ευρύτερο χώρο να πάρουν τις αναπνοές τους. Έτσι, για άλλη μια φορά, όπως και στην προηγούμενη συλλογή, το τέλος των διηγημάτων δεν μας αιφνιδιάζει. Έρχεται να δώσει μέσα στις τελευταίες σειρές το ελάχιστο, που ολοκληρώνει ομαλά, χωρίς κενά και απορίες, τις ιστορίες.
Όσο για τους ήρωες, αυτοί είτε είναι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, άστεγοι ή πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι - στερούμενοι ακόμη και τα στοιχειώδη - αποτελούν πια ένα δείγμα ενός άλλου κόσμου που κινείται γύρω μας και διαρκώς αυξάνει το πλήθος του, είτε είναι επώνυμες παρουσίες, η μάνα, η φίλη, ο θείος, που η συγγραφέας απομόνωσε από τη ζωή της και άπλωσε τη μορφή τους στις σελίδες της.
Είναι αλήθεια ότι οι ήρωες των ιστοριών αυτών δεν αποτυπώνονται στη μνήμη του αναγνώστη με ισχυρό το ίχνος τους. Περισσότερο θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει να αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα ανάλογων τύπων ανθρώπου. Θεωρώ ότι αυτή η πρωτοτυπία όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα αλλά ίσα ίσα είναι το δεύτερο θετικό στοιχείο της συγκεκριμένης γραφής. Με τον τρόπο που η συγγραφέας διαχειρίζεται τα πρόσωπα των ιστοριών της κατορθώνει να αναγάγει σε πρωταγωνιστές όχι τόσο τις μορφές αλλά τις ιδέες και τα συναισθήματα. Αυτά πράγματι σου εντυπώνονται. Έτσι, για παράδειγμα, στο διήγημα «Της μάνας τα στερνά», δεν είναι ούτε η μάνα αλλά ούτε η κόρη ο πρωταγωνιστής. Έχουν και οι δύο παραχωρήσει διακριτικά τη θέση τους στην ενοχή, που ως αίσθημα και βίωμα χρωματίζει ακόμη πιο γκρίζο το έτσι κι αλλιώς βαρύ γκρίζο του θανάτου.
«Της εσωτερικής φωνής σπαράγματα, του είναι της οι τύψεις, την κατατρέχουν. Πού ήταν η ίδια, η θυγατέρα της; Πώς δεν ένιωσε το τέλος της μάνας να πλησιάζει; Πώς άφησε το χρόνο να της αρπάξει τις στιγμές που θα ζούσε με τη μάνα συντροφιά της. Του μυαλού της τα ανήσυχα μονοπάτια την οδηγούν σε αμφιβολίες, βρίσκουν λάθη στη συμπεριφοράς της προς τη μάνα της. Πόσα θα μπορούσε, πόσα να κάνει, που όμως δεν τόλμησε; Να γυρνούσε λίγο τη μηχανή του χρόνου πίσω σε εκείνη τη μέρα που λογόφερε μαζί της για τα θέλω της, που πρότεινε τον εγωισμό της και δεν την άκουσε».
Στο διήγημα «Χασάν, ο άνθρωπος των φαναριών», περιέργως δεν είναι ο Χασάν που αφήνει το πρόσωπό του στη μνήμη, είναι αυτή η περίεργη συμμετοχή στο δράμα του άλλου, η αλληλεγγύη, έτσι όπως ξαφνικά μπαίνει στο προσκήνιο και μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τα πρόσωπα, που πια μπορεί να θεωρηθούν τυχαία δείγματα.
Η συναίσθηση της ευθύνης, που παραμερίζει τις προσωπικές έγνοιες, η φιλία που αναπτύσσεται απρόσμενα, η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, που δεν γνωρίζει περιορισμούς και σύνορα, όλα αυτά αναδεικνύονται κυρίαρχοι πρωταγωνιστές των αφηγημάτων, στρέφοντας την προσοχή σε έννοιες πιο διαχρονικές και πιο πολύτιμες από τα περιστασιακά και τα πρόσκαιρα. Αν το κατορθώνει όμως αυτό η λογοτεχνία, νομίζω ότι πληροί με αξιώσεις τις προδιαγραφές της.
«Στην τσέπη έχω τώρα το τελευταίο πακέτο από εκείνα που είχε ο Χασάν πριν το ατύχημα. Κάποιος σαν τον μάζεψε με το φορείο, το πέταξε στην άκρη και το περιμάζεψα. Πάνω του έγραψα λυπημένος με κόκκινα αραβικά γράμματα: ΧΑΣΑΝ Ο ΣΥΡΟΣ ΦΙΛΟΣ και το ’χωσα βαθιά μέσα στο παλτό μου, σαν ενθύμιο μιας φιλίας χαμένης τόσο άδοξα…»
Άφησα για το τέλος το διήγημα «Ο ένοικος», γιατί το θεωρώ το καλύτερο της συλλογής. Μια πλήρης ιστορία, με υποδειγματική συντομία, να κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, και - γιατί όχι; - να καταξιώνει την αλήθεια την ονειρική πιο πάνω από τη χειροπιαστή ρεαλιστική εικόνα. Ποιος είπε ότι το υποσυνείδητο που γεννά τα όνειρα δεν είναι ανώτερο από τη συνείδηση; Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον.
Νομίζω ότι η Τίνα Κουτσουμπού θα άξιζε να πειραματιστεί και σε εκτενέστερες γραφές. Η νουβέλα, για παράδειγμα, που επεκτείνει το περιεχόμενό της, φυσικά όχι μόνο στο επιφανειακό του αριθμού των σελίδων, όπως συχνά υποστηρίζεται, αλλά στη μεγαλύτερη εμβάθυνση στον κόσμο των ηρώων, σε ψυχογράφηση των προσώπων και σε ανάλυση των καταστάσεων που αυτά βιώνουν, ίσως θα ήταν μια καλή επιλογή. Και το υποστηρίζω αυτό, μια που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε σημερινές ιστορίες, ελάχιστη απαραίτητη συνθήκη για μια νουβέλα, όπως η ονομασία της μας αφήνει να εννοήσουμε. Ας το τολμήσει. Η μέχρι τώρα πορεία της δείχνει ότι διαθέτει όλα τα προσόντα, με πρώτο και σημαντικότερο την αποτύπωση της ανθρώπινης διάστασης των εικόνων που η πραγματικότητα παρουσιάζει γύρω μας.
Για το BOOK TOUR, Διώνη Δημητριάδου.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη