Μια κριτική προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Συλλέκτης χρόνου» του Μίλτου Γήτα από την Κάπα εκδοτική
Ευχάριστη έκπληξη το μαύρο εξώφυλλο. Παλαιότερα είχα σχολιάσει τα εξώφυλλα των βιβλίων, που συχνά παρατηρώ να μην τα προσέχουν όσο πρέπει οι διάφορες εκδόσεις. Κι όμως, πρόκειται για την πρώτη εικόνα, και ίσως καθοριστική, μέσω της οποίας συστήνεται ο συγγραφέας με το αναγνωστικό του κοινό. Τι εξυπηρετούν, λοιπόν, τα πλουμιστά πολλές φορές, αβανταδόρικα εξώφυλλα των βιβλίων, τα ομοιάζοντα με κακής αισθητικής διαφημίσεις; Αντιθέτως ένα λιτό και μονόχρωμο (εν προκειμένω μαύρο) σε εισάγει ομαλά στον ποιητικό λόγο, καθόσον αυτός μάλλον από χαμηλόφωνα και πιο σκοτεινά τοπία χαρακτηρίζεται.
Μετά την πρώτη θετική εικόνα, εισέρχομαι στον ποιητικό κόσμο του Μίλτου Γήτα. Ένας κόσμος με κυρίαρχες λέξεις-έννοιες την ψυχή, τις σκιές, τη μοναξιά, τη μελαγχολία, τον θάνατο και φυσικά τον χρόνο. Για τη σχέση μ’ αυτόν μας έχει άλλωστε προϊδεάσει ο τίτλος της συλλογής, με τον ποιητή να εμφανίζεται ως συλλέκτης χρονικών στιγμών. Το ποιητικό τοπίο του Μίλτου Γήτα φαίνεται βαρύ, η ζωή (σε όποια σημεία αχνοφέγγει πίσω από τις έννοιες που την αντιστρατεύονται) μοιάζει να φέρει φορτίο με γνώσεις και εμπειρίες. Αναπόφευκτα σκέφτομαι ποια μπορεί να είναι, αλήθεια, η ηλικία της ωρίμασης, αυτή που έχει τη δυνατότητα να φορτίζει τις λέξεις με το βάρος μιας γεμάτης ζωής. Ξεχωρίζω το ποίημα Απόσταγμα για τον τίτλο του αλλά και για τον στίχο εκείνο που λέει
Θερίζει ο χρόνος τελικά. Ξεθωριάζουν οι όψεις.
Πόσο θάρρος απέναντι στη ζωή και στις ανατροπές της πρέπει να έχεις, πόση κατασταλαγμένη πείρα, για να πεις τελικά; Αλλά και πόσες εικόνες να έχεις αποθηκεύσει μέσα σου για να νιώσεις το ξεθώριασμα της όψης; Για μια ακόμη φορά πρέπει να παραδεχθώ ότι συναντάμε ποιητικό (κυρίως) λόγο που να δείχνει πιο ώριμος από την ηλικία του δημιουργού του. Στα λογοτεχνικά πράγματα μπορούν να συμβούν τα πάντα, όπως αποδεικνύεται. Ίσως ακόμα η ενασχόληση με την ποίηση (αυτό το εξόχως απαιτητικό είδος) να δίνει ένα ηλικιακό προβάδισμα σε ωριμότητα. Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο ποιητής καταθέτει σκέψη του Fernando Pessoa σχετική ως προς αυτό ακριβώς. Είναι η θλίψη που […]εκείνες τις αργές και άδειες ώρες ανεβαίνει από την ψυχή στο πνεύμα. Αυτή η θλίψη μπορεί να έχει τις προσωπικές αφορμές μικρές ή μεγάλες αδιάφορο, μια που ζυγίζονται πάνω στον στίχο και καταγράφονται στο χαρτί με τη σκοτεινή τους όψη. Κάπως έτσι γεννιέται το ποίημα.
Οι στιγμές. Οι αγάπες. Οι στίχοι. Όλα σκοτωμένα.
Όλα μακριά κι όμως τόσο κοντά.
Παιδιά μου και οι φόβοι μιας ζωής που κλείδωσα
μαζί με το παιδί που γέννησα.
Η βροχή σβήνει τη φωτιά.
Ο αέρας σκορπά τη στάχτη.
Η υγρασία ξεβάφει τις μάσκες.
Ο χρόνος δεν μπορεί να μας γυρίσει στο χθες
κι εγώ πιο μόνος κι από νεκρός
ζω για τις αλλαγές
που φέρνει κάθε τόσο η ζωή.
Μια συχνή ποιητική φόρμα (αν επιτέλους μπορούμε να δεχθούμε τον όρο αυτό) προτιμά την κλιμάκωση με την αποκορύφωση στους τελευταίους στίχους. Εδώ ο ποιητής ελάχιστα ακολουθεί αυτή τη φόρμα, προτιμώντας σε μερικά ποιήματα το σχήμα της πυραμίδας με την πρόταξη του πλέον σημαντικού και εντυπωσιακού συχνά στίχου που συμπυκνώνει όλο το νόημα του ποιήματος
Οι στίχοι μου είναι το φονικότερο όπλο στην αντίθετη σκέψη
ή το σχήμα κύκλου με την επανάληψη του πρώτου στίχου στον καταληκτικό. Θα μπορούσε να είναι μια συνειδητή ή όχι επιρροή πάνω στην ποίηση από τον δημοσιογραφικό λόγο (στον οποίο θητεύει ο Γήτας), μια απόπειρα δόμησης του ποιήματος πάνω σε δόκιμα σχήματα.
Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση είναι πολύ ενδιαφέρον. Μια ποιητική κατάθεση που δεν ψεύδεται, δεν φορτώνει τον λόγο της με περιττά στολίδια, απλή και λιτή, αυθεντική στις προθέσεις της. Με πεζολογικό ρυθμό, σαν μια κουβέντα σε φίλο που θέλει να ακούσει, με όσο λιγότερες λέξεις ακριβώς για να κρατηθεί ζωντανή η ουσία της σκέψης. Το ποιητικό υποκείμενο είναι εδώ αφτιασίδωτο, χωρίς υποκριτικές εξάρσεις. Η μελαγχολία άλλωστε, η οποία υπογραμμίζει σχεδόν κάθε λέξη των ποιημάτων, αγαπά τους χαμηλούς τόνους, αποφεύγει τη θορυβώδη κενότητα.
Μέσα στο μυαλό μου ο κόσμος φτιαγμένος από θύτες και θύματα.
Από ζωντανούς που εξαφανίστηκαν και από πεθαμένους που αναστήθηκαν.
Η μνήμη, από την άλλη, συλλέκτης χρονικών στιγμών κι αυτή, βρίσκει πάντα τις αφορμές της για να δηλώσει τον εσωτερικό της πόνο.
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κόβουν σαν λεπίδι…
Μάζεψα τα χέρια μου να μην κοπώ, τα έβαλα στις τσέπες και
γύρισα την πλάτη μου.
Οι απουσίες κάνουν θόρυβο κι οι σιωπές αυτοκτονούν.
Πονάνε οι επιστροφές.
Η ποίηση του Μίλτου Γήτα αφήνει μια ανεπαίσθητη, αδιόρατη ελπίδα, όσο κι αν αυτό φαίνεται να αναιρείται από το βαρύ σκηνικό της. Ίσως, σκέφτομαι, αυτή η αίσθηση να δημιουργείται από τον κοφτό τρόπο με τον οποίο ο ποιητής ρίχνει τις λέξεις του σαν πέτρες σε μια λίμνη, ταράζοντας τα νερά και δηλώνοντας την παρουσία του. Μοιάζει να λέει είμαι εδώ, με τον προβληματισμό μου, με τη θλίψη και τη μελαγχολία μου, με μια εναργή ωστόσο συνείδηση που ποιητικά στοχάζεται, μια που αυτό έμαθα τόσα χρόνια να κάνω.
Ας τον ακούσουμε. Ο ίδιος μάλιστα στον ωριμότερο ίσως στίχο του, τον πιο αυτοαναφορικό, δηλώνει:
Σε ψάχνω χρόνια τώρα κάθε που νιώθω τον φόβο της μοναξιάς.
Σε αποκαλώ ποίηση, σε αποκαλώ μάνα. Σε ψάχνω χρόνια τώρα
και σε αποκαλώ θάνατο.
Σε αποκαλώ παιδί μου…
Για το BOOK TOUR, Διώνη Δημητριάδου.
https://meanoihtavivlia.blogspot.gr
α το BOOK TOUR, Διώνη Δημητριάδου.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη